Mark Fisher
| k-punk.abstractdynamics.org
Από τότε
που ήμουν έφηβος κατά περιόδους έχω υποφέρει από κατάθλιψη. Ορισμένα από αυτά
τα επεισόδια ήταν πολύ εξουθενωτικά –οδηγώντας σε αυτοτραυματισμό, σε απόσυρση
(κατά την οποία θα περνούσα μήνες συνεχόμενα στο δωμάτιό μου, βγαίνοντας έξω
μόνο για να δώσω το παρόν ή να αγοράσω την ελάχιστη ποσότητα φαγητού που
έτρωγα), καθώς και στην παραμονή μου σε ψυχιατρικές πτέρυγες. Δεν θα έλεγα πως
έχω αναρρώσει από αυτή την κατάσταση, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι
τόσο η συχνότητα εμφάνισης των καταθλιπτικών επεισοδίων όσο και η σοβαρότητά
τους έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εν μέρει, αυτό αποτελεί
συνέπεια ορισμένων αλλαγών στις συνθήκες διαβίωσής μου, αλλά έχει επίσης να
κάνει με το ότι κατανόησα με διαφορετικό τρόπο την κατάθλιψή μου και τι την
προκάλεσε. Προσφέρω εδώ τις δικές μου εμπειρίες ψυχικής οδύνης όχι επειδή
πιστεύω πως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο ή μοναδικό σε αυτές, αλλά για να
υπερασπιστώ τη θέση πως πολλές μορφές της κατάθλιψης γίνονται καλύτερα
αντιληπτές –και καταπολεμούνται καλύτερα– μέσα από πλαίσια τα οποία είναι
απρόσωπα και πολιτικά, παρά ατομικά και «ψυχολογικά».
Το να γράφει κανείς για τη δική του κατάθλιψη είναι δύσκολο. Η κατάθλιψη συνίσταται εν μέρει από μία χλευαστική και περιφρονητική «εσωτερική» φωνή που σε κατηγορεί για μαλθακότητα –δεν είσαι καταθλιπτικός, απλώς λυπάσαι τον εαυτό σου, σύνελθε– και αυτή η φωνή ενδέχεται να προκαλείται από τη δημοσιοποίηση της κατάστασης. Φυσικά, δεν πρόκειται καθόλου για μια «εσωτερική» φωνή –είναι η εσωτερικευμένη έκφραση πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων, ορισμένες από τις οποίες έχουν ιδιοτελές συμφέρον να διαψεύσουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ κατάθλιψης και πολιτικής.
Η κατάθλιψή μου ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένη με την βεβαιότητα ότι κυριολεκτικά δεν ήμουν καλός σε τίποτα. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, μέχρι την ηλικία των τριάντα, πιστεύοντας πως δεν θα εργαζόμουν ποτέ. Στα είκοσι μου «περιπλανήθηκα» μεταξύ μεταπτυχιακών σπουδών, περιόδων ανεργίας και προσωρινών θέσεων εργασίας. Ένιωθα πως δεν άνηκα πραγματικά σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους –στις μεταπτυχιακές σπουδές επειδή ήμουν ένας ερασιτέχνης που είχε κατά κάποιο τρόπο προσποιηθεί για να γίνει δεκτός και όχι ένας σωστός φοιτητής. Στην ανεργία, επειδή δεν ήμουν πραγματικά άνεργος, όπως εκείνοι που αναζητούσαν στ’ αλήθεια εργασία, αλλά φυγόπονος, και στις προσωρινές θέσεις εργασίας, διότι ένιωθα πως οι επιδόσεις μου ήταν ανεπαρκείς, και σε κάθε περίπτωση δεν ανήκα πραγματικά σε αυτές τις δουλειές γραφείου ή εργοστασίου, όχι γιατί «παραήμουν καλός» γι’ αυτές, αλλά –το αντίθετο– γιατί ήμουν υπέρ του δέοντος μορφωμένος και άχρηστος, παίρνοντας τη δουλειά από κάποιον που τη χρειαζόταν και την άξιζε περισσότερο απ’ ότι εγώ. Ακόμα και όταν βρισκόμουν σε μια πτέρυγα ψυχιατρείου, ένιωθα πως δεν ήμουν στ’ αλήθεια καταθλιπτικός –μιμούμουν απλώς την κατάσταση προκειμένου να αποφύγω την εργασία, ή, σύμφωνα με την καταχθόνια παράδοξη λογική της κατάθλιψης, την προσομοίωνα, προκειμένου να αποκρύψω το γεγονός ότι δεν ήμουν ικανός να εργαστώ, και το ότι δεν υπήρχε καμία θέση για μένα στην κοινωνία.
Όταν τελικά με προσέλαβαν ως λέκτορα σε ένα κολέγιο Ανώτερης Εκπαίδευσης, ήμουν για λίγο καιρό ενθουσιασμένος –εν τούτοις από την ίδια τη φύση του, αυτός ο ενθουσιασμός έδειξε ότι δεν είχα αποτινάξει τα συναισθήματα αναξιότητας, τα οποία σύντομα θα οδηγούσαν και σε άλλες περιόδους κατάθλιψης. Μου έλειπε η ήρεμη αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος ο οποίος είναι «γεννημένος για το ρόλο». Σε κάποιο όχι πολύ υποσυνείδητο επίπεδο, προφανώς ακόμη δεν πίστευα πως ήμουν το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να κάνει μια δουλειά όπως η διδασκαλία. Από πού όμως πήγαζε αυτή η πεποίθηση; Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στην ψυχιατρική εντοπίζει την πηγή αυτών των «πεποιθήσεων» στη δυσλειτουργική χημεία του εγκεφάλου · πεποιθήσεις οι οποίες πρόκειται να «επιδιορθωθούν» με φάρμακα. Η ψυχανάλυση και διάφορες μορφές θεραπείας που έχουν επηρεαστεί από αυτή, αναζητούν, όπως είναι γνωστό, τις ρίζες της ψυχικής δυσφορίας στο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ η Γνωστικο-Συμπεριφοριστική Θεραπεία δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό της πηγής των αρνητικών πεποιθήσεων όσο για να τις αντικαταστήσει απλώς με μια σειρά από θετικές ιστορίες. Αυτό δεν σημαίνει πως τα μοντέλα αυτά είναι τελείως λάθος, σημαίνει πως τους διαφεύγει η πιο πιθανή αιτία αυτών των συναισθημάτων κατωτερότητας: η κοινωνική εξουσία. Η μορφή κοινωνικής εξουσίας που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου ήταν η ταξική εξουσία, παρόλο που φυσικά το φύλο, η φυλή και άλλες μορφές καταπίεσης λειτουργούν παράγοντας την ίδια αίσθηση οντολογικής κατωτερότητας, η οποία εκδηλώνεται με τον καλύτερο τρόπο, ακριβώς στη σκέψη που διατύπωσα προηγουμένως: στην ιδέα ότι κάποιος/α δεν ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να φέρουν εις πέρας τους ρόλους οι οποίοι προορίζονται για την κυρίαρχη ομάδα.
Το να γράφει κανείς για τη δική του κατάθλιψη είναι δύσκολο. Η κατάθλιψη συνίσταται εν μέρει από μία χλευαστική και περιφρονητική «εσωτερική» φωνή που σε κατηγορεί για μαλθακότητα –δεν είσαι καταθλιπτικός, απλώς λυπάσαι τον εαυτό σου, σύνελθε– και αυτή η φωνή ενδέχεται να προκαλείται από τη δημοσιοποίηση της κατάστασης. Φυσικά, δεν πρόκειται καθόλου για μια «εσωτερική» φωνή –είναι η εσωτερικευμένη έκφραση πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων, ορισμένες από τις οποίες έχουν ιδιοτελές συμφέρον να διαψεύσουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ κατάθλιψης και πολιτικής.
Η κατάθλιψή μου ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένη με την βεβαιότητα ότι κυριολεκτικά δεν ήμουν καλός σε τίποτα. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, μέχρι την ηλικία των τριάντα, πιστεύοντας πως δεν θα εργαζόμουν ποτέ. Στα είκοσι μου «περιπλανήθηκα» μεταξύ μεταπτυχιακών σπουδών, περιόδων ανεργίας και προσωρινών θέσεων εργασίας. Ένιωθα πως δεν άνηκα πραγματικά σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους –στις μεταπτυχιακές σπουδές επειδή ήμουν ένας ερασιτέχνης που είχε κατά κάποιο τρόπο προσποιηθεί για να γίνει δεκτός και όχι ένας σωστός φοιτητής. Στην ανεργία, επειδή δεν ήμουν πραγματικά άνεργος, όπως εκείνοι που αναζητούσαν στ’ αλήθεια εργασία, αλλά φυγόπονος, και στις προσωρινές θέσεις εργασίας, διότι ένιωθα πως οι επιδόσεις μου ήταν ανεπαρκείς, και σε κάθε περίπτωση δεν ανήκα πραγματικά σε αυτές τις δουλειές γραφείου ή εργοστασίου, όχι γιατί «παραήμουν καλός» γι’ αυτές, αλλά –το αντίθετο– γιατί ήμουν υπέρ του δέοντος μορφωμένος και άχρηστος, παίρνοντας τη δουλειά από κάποιον που τη χρειαζόταν και την άξιζε περισσότερο απ’ ότι εγώ. Ακόμα και όταν βρισκόμουν σε μια πτέρυγα ψυχιατρείου, ένιωθα πως δεν ήμουν στ’ αλήθεια καταθλιπτικός –μιμούμουν απλώς την κατάσταση προκειμένου να αποφύγω την εργασία, ή, σύμφωνα με την καταχθόνια παράδοξη λογική της κατάθλιψης, την προσομοίωνα, προκειμένου να αποκρύψω το γεγονός ότι δεν ήμουν ικανός να εργαστώ, και το ότι δεν υπήρχε καμία θέση για μένα στην κοινωνία.
Όταν τελικά με προσέλαβαν ως λέκτορα σε ένα κολέγιο Ανώτερης Εκπαίδευσης, ήμουν για λίγο καιρό ενθουσιασμένος –εν τούτοις από την ίδια τη φύση του, αυτός ο ενθουσιασμός έδειξε ότι δεν είχα αποτινάξει τα συναισθήματα αναξιότητας, τα οποία σύντομα θα οδηγούσαν και σε άλλες περιόδους κατάθλιψης. Μου έλειπε η ήρεμη αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος ο οποίος είναι «γεννημένος για το ρόλο». Σε κάποιο όχι πολύ υποσυνείδητο επίπεδο, προφανώς ακόμη δεν πίστευα πως ήμουν το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να κάνει μια δουλειά όπως η διδασκαλία. Από πού όμως πήγαζε αυτή η πεποίθηση; Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στην ψυχιατρική εντοπίζει την πηγή αυτών των «πεποιθήσεων» στη δυσλειτουργική χημεία του εγκεφάλου · πεποιθήσεις οι οποίες πρόκειται να «επιδιορθωθούν» με φάρμακα. Η ψυχανάλυση και διάφορες μορφές θεραπείας που έχουν επηρεαστεί από αυτή, αναζητούν, όπως είναι γνωστό, τις ρίζες της ψυχικής δυσφορίας στο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ η Γνωστικο-Συμπεριφοριστική Θεραπεία δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό της πηγής των αρνητικών πεποιθήσεων όσο για να τις αντικαταστήσει απλώς με μια σειρά από θετικές ιστορίες. Αυτό δεν σημαίνει πως τα μοντέλα αυτά είναι τελείως λάθος, σημαίνει πως τους διαφεύγει η πιο πιθανή αιτία αυτών των συναισθημάτων κατωτερότητας: η κοινωνική εξουσία. Η μορφή κοινωνικής εξουσίας που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου ήταν η ταξική εξουσία, παρόλο που φυσικά το φύλο, η φυλή και άλλες μορφές καταπίεσης λειτουργούν παράγοντας την ίδια αίσθηση οντολογικής κατωτερότητας, η οποία εκδηλώνεται με τον καλύτερο τρόπο, ακριβώς στη σκέψη που διατύπωσα προηγουμένως: στην ιδέα ότι κάποιος/α δεν ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να φέρουν εις πέρας τους ρόλους οι οποίοι προορίζονται για την κυρίαρχη ομάδα.
Με την παρότρυνση ενός από τους αναγνώστες του βιβλίου μου «Capitalist Realism» («Καπιταλιστικός Ρεαλισμός»), άρχισα να εξερευνώ το έργο του David Smail. Ο Smail –ένας θεραπευτής, ένας θεραπευτής όμως που καθιστά το ζήτημα της εξουσίας κεντρικό στην πρακτική του– επιβεβαίωσε τις υποθέσεις σχετικά με την κατάθλιψη πάνω στις οποίες είχα «σκοντάψει». Στο ζωτικής σημασίας βιβλίο του «The Origins of Unhappiness» («Η πηγή της δυστυχίας»), ο Smail περιγράφει με ποιο τρόπο τα σημάδια της τάξης έχουν σχεδιαστεί ώστε να είναι ανεξίτηλα. Για όλους αυτούς/ες που διδάσκονται εκ γενετής να θεωρούν τον εαυτό τους κατώτερο, η απόκτηση προσόντων ή πλούτου θα είναι σπάνια επαρκής για να σβήσει –είτε στο δικό τους μυαλό ή στο μυαλό των άλλων– την πρωταρχική αίσθηση αναξιότητας που τους σημαδεύει από τόσο νωρίς στη ζωή. Κάποιος που δραπετεύει από την κοινωνική σφαίρα την οποία οφείλει «υποτίθεται» να καταλαμβάνει, διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπος με συναισθήματα ιλίγγου, πανικού και τρόμου: «... απομονωμένος, αποκομμένος, περιστοιχισμένος από ένα εχθρικό περιβάλλον, βρίσκεσαι ξαφνικά χωρίς δεσμούς, χωρίς σταθερότητα, χωρίς τίποτα να σε κρατήσει όρθιο ή στη θέση σου. Σε καταλαμβάνει μια ιλλιγγιώδης, αρρωστημένη μη πραγματικότητα. Απειλείσαι από μία ολοκληρωτική απώλεια της ταυτότητας, μία αίσθηση απόλυτης δολιότητας. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να είσαι εδώ, τώρα, να κατοικείς σε αυτό το σώμα, να ντύνεσαι με αυτόν τον τρόπο. Είσαι ένα τίποτα, και το «τίποτα» είναι κυριολεκτικά αυτό που νιώθεις πως πρόκειται να γίνεις».
Για αρκετό καιρό τώρα, μία από τις πιο επιτυχημένες τακτικές της άρχουσας τάξης ήταν η ανάληψη ευθυνών (responsibilization). Κάθε μεμονωμένο άτομο της υποτελούς τάξης παροτρύνεται να νοιώθει πως η φτώχεια του, η έλλειψη ευκαιριών του, ή η ανεργία του, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά δικό του λάθος. Τα άτομα θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους αντί για τις κοινωνικές δομές · για τις οποίες σε κάθε περίπτωση έχουν παρακινηθεί να πιστεύουν πως δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια (είναι απλώς δικαιολογίες, τις οποίες επικαλούνται οι αδύναμοι). Αυτό που ο Smail αποκαλεί «μαγικό βολονταρισμό» («magical voluntarism») –η πεποίθηση πως έγκειται στο χέρι του κάθε ατόμου να κάνει τον εαυτό του ό,τι θέλει αυτός να γίνει– είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και ανεπίσημη θρησκεία της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία προωθείται από «εμπειρογνώμονες» των ριάλιτι και διάφορους γκουρού των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και από τους πολιτικούς. Ο μαγικός βολονταρισμός είναι τόσο αποτέλεσμα όσο και η αιτία του παρόντος ιστορικά χαμηλού επιπέδου ταξικής συνείδησης. Συνιστά την αντίθετη όψη της κατάθλιψης –βαθύτερη πεποίθηση της οποίας είναι το ότι είμαστε όλοι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη δική μας δυστυχία και, άρα αυτή μας αξίζει. Στις μέρες μας, ένας ιδιαίτερα φαύλο αδιέξοδο επιβάλλεται στους μακροχρόνια άνεργους στο Ηνωμένο Βασίλειο: ένας πληθυσμός ο οποίος σε όλη του τη ζωή διδάσκεται πως δεν είναι καλός σε τίποτα, ταυτόχρονα πληροφορείται πως μπορεί να κάνει οτιδήποτε θελήσει.
Οφείλουμε να αντιληφθούμε τη μοιρολατρική υποταγή του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου στη λιτότητα ως συνέπεια μιας κατάθλιψης που έχει σκόπιμα καλλιεργηθεί. Αυτή η κατάθλιψη είναι εμφανής στην παραδοχή πως τα πράγματα θα χειροτερέψουν (για όλους, εκτός από μια μικρή ελίτ), πως είμαστε τυχεροί που έχουμε έστω μια δουλειά (οπότε δεν πρέπει να περιμένουμε οι μισθοί να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό), πως δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά τη συλλογική ιατρική φροντίδα του κράτους πρόνοιας. Η συλλογική κατάθλιψη είναι επακόλουθο του σχεδίου επανα-υποταγής που προωθεί η άρχουσα τάξη. Για αρκετό καιρό τώρα, έχουμε αποδεχτεί ολοένα και περισσότερο την ιδέα πως δεν είμαστε από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να δράσουν. Όπως ένα καταθλιπτικό άτομο δεν μπορεί να «την ξεπεράσει μόνο του», «αλλάζοντας την κατάσταση ή τη συμπεριφορά του», έτσι και αυτή η αδράνεια δεν αποτελεί κάποια μορφή ελλειμματικής θέλησης/βούλησης. Η ανασυγκρότηση της ταξικής συνείδησης είναι πράγματι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, ένα έργο που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επίκλησης έτοιμων λύσεων –αλλά, σε αντίθεση με όσα μας λέει η συλλογική μας κατάθλιψη, αυτό είναι εφικτό. Επινοώντας νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, επαναφέροντας ξανά σε λειτουργία τους θεσμούς που έχουν παρακμάσει, μετατρέποντας την ιδιωτικοποιημένη δυσαρέσκεια σε πολιτικοποιημένο θυμό: όλα αυτά μπορούν να συμβούν, και όταν συμβούν, ποιος ξέρει τι είναι δυνατό;
Μετάφραση: Χρυσαυγή Τσώλα
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας