24.11.13

Ψυχολογία και Φεμινισμός

Συνέντευξη της Erica Burman στο Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας

 Η Erica Burman (email: erica.burman@manchester.ac.uk) είναι καθηγήτρια στη σχολή Environment, Education and Development, του πανεπιστημίου του Manchester. Σε συνεργασία με τον Ian Parker ίδρυσαν τη Μονάδα Λόγου (Discourse Unit), ένα δια-επιστημονικό και δια-θεσμικό δίκτυο ερευνητών που ασχολούνται με τον μετασχηματισμό της γλώσσας και της υποκειμενικότητας. 



1. Πώς θα περιγράφατε τον ρόλο του φεμινισμού στην ψυχολογία γενικά και στην κριτική ψυχολογία ειδικότερα;

Γενικά, πιστεύω πως η συζήτηση περί φεμινισμού στην ψυχολογία παίζει έναν ρόλο που συνδέει αλλά και εξετάζει τη μεταξύ τους σχέση · κάτι σαν αμοιβαία αμφισβήτηση, συζήτηση και -καμιά φορά - ίσως μια μορφή συνωμοσίας. Οι φεμινιστικές ιδέες αποτελούσαν πάντα μια κριτική πηγή έμπνευσης για την ψυχολογία, και η συνεισφορά αυτή πρέπει να αναγνωριστεί περαιτέρω εντός των διαφόρων μορφών κριτικής ψυχολογίας. Ο όρος «κριτική ψυχολογία» έχει την τάση να καλύπτει και να μπλοκάρει αυτήν την ιδιαίτερη φεμινιστική συνεισφορά.


2. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα πράγματα για τη διαφορά μεταξύ φεμινιστικής ψυχολογίας και ψυχολογίας των γυναικών;

Είναι δύσκολο να μιλήσω γενικά, καθώς οι φεμινιστικές παρεμβάσεις συχνά έπρεπε να είναι κωδικοποιημένες, καμουφλαρισμένες, και αυτό επηρέαζε την ορολογία που χρησιμοποιούνταν κατά καιρούς (αυτός είναι επίσης ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει παραβλεφθεί η συνεισφορά του φεμινισμού στην κριτική ψυχολογία). Η «Ψυχολογία των γυναικών» εμφανίστηκε ως μια πρώτη αποδεκτή έκφραση των φεμινιστικών εκκλήσεων, οι οποίες ζητούσαν να δοθεί προσοχή στα ζητήματα φύλου στην ψυχολογία και να αντιμετωπιστεί η περιθωριοποίηση των θέσεων και των εμπειριών των γυναικών. (Έτσι, ένα τμήμα της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας κατέληξε με αυτό το όνομα, παρόλο που λειτουργεί ως χώρος οργάνωσης φεμινιστριών/ών. Ο κλάδος της ψυχολογίας όμως προώθησε σημαντικά τη δομική εστίαση σε ένα συγκεκριμένο θέμα, αντί για τη δημιουργία ενός χώρου οργάνωσης και κινητοποίησης μιας συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων, καθώς και την ανάδειξη της απόστασης που υπήρχε μεταξύ αντικειμένων και υποκειμένων της μελέτης). Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αποδείχθηκε ανεπαρκής για διάφορους λόγους. Καταρχήν, εστιάζει στις συνέπειες των έμφυλων ανισοτήτων, χωρίς να θίγει τις διαδικασίες που τις προκαλούν. Ως εκ τούτου, διατρέχει τον κίνδυνο να εδραιώσει τη θέση της γυναίκας ως «θύματος» ή ακόμα και της ενοχοποίησης του θύματος. Δεύτερον, ενισχύει την εξατομικευτική εστίαση στην «ψυχολογία» (μόνο που τώρα αυτή γίνεται στη γυναίκα αντί για τον άντρα). Τρίτον, παρόλο που συγκροτήθηκε με σκοπό να διορθώσει τον ανδροκεντρισμό της κυρίαρχης ψυχολογίας, η αντιστοιχία που υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται το ζήτημα («η ψυχολογία των...») σηματοδοτεί μια τάση αναπαραγωγής των ίδιων προβλημάτων · (υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μία και μοναδική αναπτυξιακή πορεία, η οποία τελικά αποκτά μια κανονιστική ισχύ -και με αυτό τον τρόπο καταστέλλει, ή χειρότερα στιγματίζει τους διάφορους τρόπους  του να είσαι γυναίκα). Τέλος, η «ψυχολογία των γυναικών» διατρέχει τον κίνδυνο του να αναπροσαρμόζει απλώς τη μία πλευρά του έμφυλου δυισμού, και έτσι αντί να λειτουργεί ανατρέποντάς το, να το ενισχύει. Αντί λοιπόν για μία «ψυχολογία γυναικών», είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να αποδομούμε ή να κάνουμε queer τους τρόπους με τους οποίους το φύλο και οι έμφυλες θέσεις εμφανίζονται και λειτουργούν εντός της ψυχολογικής θεωρίας και πρακτικής.


3. Μέρος του έργου σας επικεντρώνεται στην αναπτυξιακή ψυχολογία. Τι θα λέγατε για τη θέση του παιδιού στην αναπτυξιακή ψυχολογία σήμερα και για την αυξανόμενη παθολογικοποίηση της παιδικής συμπεριφοράς;

Αυτή η σειρά ερωτημάτων είναι πολύπλοκη και η απάντησή μου πρέπει να καλύψει τις περιόδους και τις αλλαγές στο έργο μου. Όταν ξεκίνησα για πρώτη φορά να δουλεύω σε αυτό το χώρο, συνήθιζα να λέω (και να γράφω) ότι η «εμφυλοποίηση» (gendering) της παιδικής ηλικίας λειτουργεί με έναν τρόπο έμφυλης διακλάδωσης. Δηλαδή, τόσο η διαδικασία της ανάπτυξης, της αναπτυξιακής πορείας όσο και το δρών υποκείμενο εντός αυτής -το οποίο οδηγείται στην αποστασιοποιημένη, ορθολογική αυτονομία- ήταν πολιτισμικά αρσενικές, ενώ η κατάσταση της ανάπτυξης (εξαρτημένη, συναισθηματική κτλ.) είχε θηλυκοποιηθεί. Με την στροφή όμως που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1990 από τον βιομηχανικό καπιταλισμό προς μοντέλα εργασίας του τομέα των υπηρεσιών, τη συναισθηματική εργασία (ή αυτό που μερικές φορές αποκαλείται παραπλανητικά γνωσιακός καπιταλισμός -παραπλανητικά γιατί είναι συναισθηματικός αλλά και γνωσιακός!)- και την εστίαση στην προσαρμοστικότητα, την ευελιξία κτλ., συντελέστηκε επίσης μια γενίκευση της θηλυκοποίησης της εργασίας που επηρεάζει στις μέρες μας τους πάντες. Για παράδειγμα, αυτό είναι εμφανές στην σύγχρονη συνθήκη επισφάλειας και στην επιταγή για αλλαγή του εαυτού, όπως επίσης και στην ψευδαίσθηση ότι αν κάποιος το κάνει αυτό αρκετά καλά, τότε θα βρει δουλειά. Έτσι, υπό μία έννοια, το τυπικό υποκείμενο της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει θηλυκοποιηθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα φύλου και φεμινιστικά ζητήματα, τα οποία απαιτούν ειδικότερη αντιμετώπιση.

Γενικότερα, το παιδί κατέχει μια κεντρική, αν και δυσδιάκριτη, θέση στην αναπτυξιακή ψυχολογία. Το παιδί ως υποκείμενο ή μονάδα ανάπτυξης, συχνά εξαφανίζεται. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο μεθοδολογικό παράδειγμα ή στον ερευνητικό σχεδιασμό. Εν τέλει, συχνά φαίνεται σαν να μην ενδιαφερόμαστε για συγκεκριμένα παιδιά, αλλά για μηχανισμούς ή αφηρημένες οντότητες, όπως οι «δεξιότητες» ή οι ικανότητες. Ίσως, το σημαντικότερο ζήτημα να είναι για ποιους λόγους επενδύουν και τι ειδικό ενδιαφέρον έχουν οι άλλοι  στην ανάπτυξη του παιδιού και στην αναπτυξιακή ψυχολογία (που όπως προανέφερα συχνά συγχέονται, αλλά δεν είναι ίδια…). Κατά τη νεωτερικότητα (και πιθανότατα και πριν από αυτήν) το παιδί λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης για ένα φάσμα κοινωνικών εξηγήσεων, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τον κοινωνικό έλεγχο και με την επιτήρηση των πολιτών (πώς να αποτραπεί η κοινωνική αναταραχή κτλ.).

Το ερώτημα της αυξανόμενης παθολογικοποίησης της παιδικής συμπεριφοράς εγείρει, λοιπόν, μια σειρά περαιτέρω ερωτημάτων σχετικά με το αν και πώς αντιλαμβανόμασταν τα παιδιά στο παρελθόν, με το πώς αυτά αξιολογούνταν και με το πώς ταξινομούνταν οι συμπεριφορές τους. Το ζητούμενο στις μέρες μας φαίνεται πως είναι η χρήση ψυχολογικών ερμηνειών για να δοθούν εξηγήσεις σε ατομικό επίπεδο και να αποκλειστούν κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια από την ανάλυση, και ακόμη χειρότερα, η διάγνωση και η ιατρικοποίηση τέτοιων ζητημάτων. Υπάρχουν αρκετοί δικαιολογημένοι λόγοι για τους οποίους τα παιδιά μπορεί να είναι σήμερα πιο ανήσυχα και άτακτα. Βρίσκονται απομονωμένα και ελεγχόμενα σε θεσμικά πλαίσια όπως τα σχολεία, όπου είναι υποχρεωμένα να κάθονται ήσυχα και να συμπεριφέρονται όπως οι άλλοι. Η χορήγηση όμως Ritalin[i] ή αντικαταθλιπτικών στα παιδιά προφανώς και δεν αποτελεί δημιουργική λύση, μια λύση η οποία προσανατολίζεται προς τα παιδιά. Αναμφίβολα, συνιστά επίσης ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μορφή θεσμικής κατάχρησης. Με απασχολεί πολύ το μέλλον της επόμενης γενιάς παιδιών που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή.



4. Ο φεμινισμός σχετίζεται αποκλειστικά με τις γυναίκες; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, γιατί θα πρέπει να ενδιαφερθεί ένας άντρας για τον φεμινισμό;

Σε αυτή την ερώτηση μπορώ να απαντήσω πιο συνοπτικά: Όχι. Ή μάλλον τι δεν «σχετίζεται …με γυναίκες»; Ή πώς αντιλαμβάνεστε το «ενδιαφέρον»; Τα φεμινιστικά κινήματα (προσοχή! στις πολλαπλές και ποικίλες μορφές τους) στοχεύουν στον μετασχηματισμό της ανισότητας, με και μέσω της αναγνώρισης ότι οι έμφυλες ανισότητες αποτελούν πολύ κεντρικό κομμάτι και άλλων αξόνων και σχέσεων ανισότητας, πέραν των έμφυλων. Το «αποκλειστικά» στην ερώτησή σας είναι κάπως λανθασμένο. Τα φεμινιστικά κινήματα δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τις γυναίκες, ούτε μόνο με το φύλο. Έχουν συχνά επιστήσει την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούνται αποπροσανατολιστικά οι έμφυλες διαφορές, ώστε να νομιμοποιηθούν άλλες μορφές καταπίεσης (π.χ. αποικιοκρατική, ιμπεριαλιστική). Για να έρθουμε στο σήμερα, αυτή τη στιγμή στη Βρετανία η αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται σε μια φάση αναδίπλωσης, λόγω ακριβώς των επιπέδων σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης που υπήρχαν στους κόλπους της.[ii] Στις μέρες μας λοιπόν, η φεμινιστική ανάλυση θεωρείται ως θεμελιώδους σημασίας για την ανάπτυξη μιας εναλλακτικής πολιτικής κουλτούρας.


5. Είναι η λεγόμενη «θηλυκοποίηση των ανδρών» ένας τρόπος προς την «κατάργηση» των πατριαρχικών σχέσεων ή τουλάχιστον προς την ανάπτυξη περισσότερο ισότιμων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων;

Ίσως να συμβάλλει σ’ αυτό, αλλά ο ανδρογυνισμός μπορεί να λειτουργήσει και διαφορετικά, επαναφέροντας τους δυισμούς του παρελθόντος (δηλ. θηλυκότητα - αρρενωπότητα). Με αυτό φυσικά, δεν υπαινίσσομαι ότι θα υποστήριζα την ανάπτυξη περισσότερο φαλλοκρατικών, «αντρίκιων» συμπεριφορών!


6. Τη δεκαετία του 90 γίναμε μάρτυρες της αύξησης της δημοτικότητας της queer θεωρίας.  Τελευταία της έχει ασκηθεί κριτική για διάφορους λόγους. Ποια θα λέγατε ότι είναι τα κύρια σημεία κριτικής της queer θεωρίας απέναντι στην ψυχολογία;

Καταρχάς, θέλω να πω κάτι για τις φεμινιστικές κριτικές της queer θεωρίας, που υποστηρίζουν ότι αποτελεί ακόμη έναν τρόπο παραγκωνισμού των γυναικών/λεσβιών! Όσον αφορά την ψυχολογία, η εστίαση της queer θεωρίας στην επιτέλεση (performance) φυσικά υπονομεύει όλες τις στατικές και σταθερές δομές που η ψυχολογία θεωρεί δεδομένες, ιδίως διάφορες αντιλήψεις περί ταυτότητας. Είναι, λοιπόν, σημαντική τόσο θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά.
 

7. Θα υποστηρίζατε πως ο φεμινισμός έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας θεραπευτικής κουλτούρας;

Σε κάποια μέρη ναι, και ειδικότερα στο αγγλο-ευρωπαϊκό και αμερικανικό περιβάλλον, όπου το «προσωπικό ως πολιτικό» μπόρεσε εύκολα να ερμηνευθεί ως «το πολιτικό μόνο ως προσωπικό». Ακόμη κι εδώ όμως, οι φεμινιστικές ιδέες απλά μετείχαν σ’ αυτές τις πολιτισμικές αλλαγές, και θα υπερεκτιμούσαμε την επιρροή τους αν υποστηρίζαμε πως ευθύνονται γι’ αυτές. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πολιτισμικά ρεύματα μέσα σε αυτό το παιχνίδι -η ψυχολογιοποίηση για παράδειγμα, όπως και άλλες πολιτισμικές εκδηλώσεις της νεοφιλελεύθερης εστίασης στην εντατικοποίηση και μεγιστοποίηση των ατομικών χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων- που μάλλον έχουν ασκήσει εντονότερη επιρροή. Είναι ενδιαφέρον όμως το ότι η πορεία ήταν διαφορετική σε άλλα πλαίσια. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, όλα τα κινήματα της φεμινιστικής συμβουλευτικής έλαβαν χώρα αποκλειστικά εκτός της επίσημης ψυχολογίας και του ψυχαναλυτικού χώρου, ως ανεξάρτητα σχεδιασμένοι και οργανωμένοι χώροι.


8. Ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι η θέση του φεμινισμού και της φεμινιστικής ψυχολογίας όσον αφορά τα κοινωνικά κινήματα; Και ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι η πολιτική ατζέντα ενός/μιας φεμινιστή/ριας ψυχολόγου γενικά; Ή, αν προτιμάτε, τι σημαίνει να είναι κάποιος/α φεμινιστής/ρια ψυχολόγος σήμερα;

Από τις απαντήσεις μου στις προηγούμενες ερωτήσεις, είναι μάλλον εμφανές ότι δεν νιώθω και τόσο άνετα με τις ερωτήσεις ταυτότητας («το να είναι κάποιος/α»). Επίσης, δεν θα ήθελα να συμβάλλω στην πραγμοποίηση της «φεμινιστικής ψυχολογίας». Γι’ αυτό με προβληματίζει και η διατύπωση «πρέπει να είναι» (θα ήμουν ο παντογνώστης που αξιολογεί όλα τα κοινωνικά κινήματα κτλ…). Ας διασαφηνίσω όμως τη γενικότερη θέση μου. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει μια σημαντική απόσταση μεταξύ κάποιων πτυχών και διεργασιών της φεμινιστικής θεωρίας και των διαφόρων μορφών φεμινιστικής πρακτικής. Αυτό εξαρτάται από το που εστιάζει και τοποθετείται η κάθε παρέμβαση. Γιατί η θεωρία είναι επίσης μια πρακτική, και οι ακαδημαϊκές βιομηχανίες (ας τις πούμε έτσι) αποτελούν επίσης θεμιτούς χώρους παρέμβασης. Πρέπει απλά να δείτε το εύρος αποδοχής των φεμινιστικών θεωρητικών, και των αυθεντιών (όπως είναι η Haraway, η Butler, η Spivak), για να αντιληφθείτε ότι οι παρεμβάσεις τους σχετίζονται με συγκεκριμένους χώρους φιλοσοφικής/ακαδημαϊκής παρέμβασης και χρησιμοποιούν αλλά και συνεισφέρουν στον ακτιβισμό διαφόρων ειδών.  Κατά τη γνώμη μου, ο ιδιαίτερος ρόλος των φεμινιστών/ριών εντός και γύρω της ψυχολογίας είναι να προσφέρουν μια καταρτισμένη κριτική των ψυχολογικών θεωριών, μεθόδων και πρακτικών στα φεμινιστικά και κοινωνικά κινήματα. Επιπλέον, οι φεμινιστές/ριες ψυχολόγοι είναι εκείνοι/ες που ασχολούνται και είναι αρκετά καταρτισμένοι/ές (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι!) ώστε να βοηθούν στη διατήρηση μίας διακριτής φεμινιστικής ομάδας μέσα στην ψυχολογία. Ομάδες αυτού του είδους λοιπόν, θα μπορούν να απαιτούν διαφορετικού είδους πρακτικές από και για την ψυχολογική έρευνα, και να συνδέουν τέτοιες πρακτικές με τα κοινωνικά κινήματα.


Μετάφραση: Φαίη Κολοκυθά 
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας   
Τα έργα είναι του Nicolas Valiente



Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά και με στόχο να υπάρξει ένας δεύτερος (ακόμη και τρίτος) γύρος ερωτήσεων και επεξηγήσεων πάνω στις απαντήσεις. Παρόλα αυτά, θεωρήσαμε καλύτερο να μην πραγματοποιήσουμε εμείς άλλες ερωτήσεις αλλά να εμπλακούν στην διαδικασία της συνέντευξης όσοι και όσες από εσάς το επιθυμούν. Αν λοιπόν υπάρχουν ερωτήσεις που θα θέλατε να απευθύνετε στην Erica Burman, σας παρακαλούμε να τις στείλετε στην διεύθυνση: radicalpsynetwork@gmail.com. Εμείς θα οργανώσουμε τις ερωτήσεις (ελπίζουμε να υπάρξουν), θα τις ταξινομήσουμε και θα τις στείλουμε. Με τον τρόπο αυτό, θα επανα-δημοσιεύσουμε στη συνέχεια μία πληρέστερη συνέντευξη.


[i] Πρόκειται για φάρμακο που χορηγείται στα παιδιά που έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ.
[ii] Στο σημείο αυτό αναφέρεται σε καταγγελίες για βιασμούς και σεξουαλική παρενόχληση που τάραξαν τους κόλπους του Βρετανικού Socialist Workers Party.

5.11.13

Είναι ο φασισμός ψυχολογική ασθένεια;

Του Αθανάσιου Μαρβάκη*

Το μεγάλο ενδιαφέρον για τον κίνδυνο του φασισμού στρέφεται και στα άτομα που τον υποστηρίζουν και στο γιατί το κάνουν. Στη στροφή αυτή μοιάζει αυθόρμητα πειστικό να ανατρέξουμε στην ψυχολογία ή/και να ρωτήσουμε «ειδικούς». Σταχυολογούμε εδώ τυχαία ένα πρόσφατο παράδειγμα από συνέντευξη με τον ψυχολόγο, ψυχίατρο Νίκο Σιδέρη στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (29/9/2013): «Η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής έχει τρεις πυλώνες: εθνικισμό, δηλαδή βαθύ ναρκισσισμό, απόλαυση της βίας και άρνηση της σκέψης».

 Ο προβληματισμός μας ξεκινάει εδώ από το γεγονός ότι τέτοιες τοποθετήσεις προσφέρονται ως α-πρόσωπες, ως εξ αποστάσεως διαγνώσεις του φασισμού σε άτομα λόγω υποτιθέμενης ανεπαρκούς ή/και παθολογικής συγκρότησης του ψυχισμού τους. Τι άλλο μπορούν, άλλωστε, να υποδηλώνουν έννοιες όπως ναρκισσισμός, απόλαυση της βίας, άρνηση της σκέψης; Σύμφωνα με τέτοιες διαγνώσεις, ένα φαινόμενο όπως ο «φασισμός» δεν συγκροτείται από στοιχεία κοσμοθεωρίας για το πώς (θα “πρεπε να) είναι η κοινωνία μας, αλλά από στοιχεία «ψυχοσύνθεσης»! Η ευκολία και η συχνότητα με τις οποίες αντικαθίσταται και στον καθημερινό πολιτικό μας λόγο η ερμηνεία των κοινωνικών μας πρακτικών από κάποιες ψυχολογικές έννοιες μάς αναγκάζουν να στοχαστούμε αυτοκριτικά για τις πιθανές πολιτικές και υποκειμενικές λειτουργίες που εξυπηρετεί μια τέτοια «ψυχολογικοποίηση». Αυτή δεν μας φέρνει πιο κοντά στα υποκείμενα και τον «ψυχολογικό τους κόσμο», αντιθέτως μας απομακρύνει από τις πράξεις και τα πιστεύω τους. Η ψυχολογικοποίηση «ντύνει» απλώς την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα με δικούς τους όρους με τα όλο και πιο προσφιλή θεωρητικά ρούχα της ψυχολογίας.

Είναι μείζον στοίχημα να μην αφήσουμε το «δέος» και την «αμηχανία» μας μπροστά σε ένα τόσο τερατώδες κοινωνικό φαινόμενο, όπως ο φασισμός, να μας παρασύρουν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσθέσουμε στην «πρακτική αδυναμία» μας και μια «γνωστική αδυναμία».

 Η ψυχολογικοποίηση, ως αναγωγή κοινωνικών σε ψυχολογικά φαινόμενα, στηρίζεται και στηρίζει μια σειρά από μετατοπίσεις ευθύνης για τα κοινωνικά φαινόμενα, δεν αποτελεί δηλαδή μόνο κάποια θέση σε μια «θεωρητική» συζήτηση, αλλά έχει συνέπειες και λειτουργίες, τόσο υποκειμενικές, όσο και πολιτικές, τόσο για τη «θυμική» μας οικονομία, όσο και για την πολιτική οικονομία. Ας αναφέρουμε μερικές:

 Κατ’ αρχάς απαλλάσσει, καθησυχάζει και έτσι απ-ενοχοποιεί τη «φιλήσυχη» κοινωνία (όλους εμάς δηλαδή) από τις ευθύνες, όχι βέβαια για τα εγκλήματα των φασιστών, αλλά για την απολιτικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων.

 Ενώ δηλώνει ενδιαφέρον για τους ανθρώπους (εξ ου και η στροφή στην ψυχολογία), η ψυχολογικοποίηση, ωστόσο, εξαφανίζει τα πραγματικά υποκείμενα μέσα στο φως τής εξ αποστάσεως διάγνωσης. Αφαιρεί από τα άτομα -τους φασίστες ή τους ψηφοφόρους τους- προθέσεις, οράματα, δηλαδή την πολιτική υπόστασή τους, καθότι συλλαμβάνει τα δρώντα υποκείμενα α-πρόσωπα, μόνο ως «φορείς» κάποιων αποκλινόντων ψυχολογικών χαρακτηριστικών κάποιας υποτιθέμενης ψυχολογικής κανονικότητας.

 Με την ψυχολογικοποίηση ακινητοποιούμε και εμάς τους ίδιους ως δρώντα υποκείμενα: Η δυσκολία μας να «δεχτούμε» τον φασισμό ως «αντίπαλο κόσμο» (Γ. Τσιάκαλος, «Εποχή», 22/9/2013) μεταφέρεται σε άλλα υποκείμενα ως δικές τους ψυχολογικές ανεπάρκειες ή παθολογίες. Μετατρέπουμε τη δική μας πολιτική αδυναμία σε φανταστική δύναμη να ελέγχουμε τη γλώσσα για τους άλλους. Εχουμε περιορίσει την ανθρώπινη ικανότητά μας να κατανοούμε και μετασχηματίζουμε τον κόσμο σε δεξιότητα να αστυνομεύουμε γλωσσικά κάποιους άλλους. Ο φασισμός δεν είναι το άλλο άκρο κάποιας γραμμής ψυχολογικής κανονικότητας όπου απαιτούνται ειδικοί ψυχολόγοι για να κρίνουν το πότε κάποιος έχει ξεπεράσει τα «όριά» της. Ο φασισμός είναι ένα αντίπαλο πολιτικό πρόταγμα για το πώς (πρέπει να) είναι οργανωμένος ο κόσμος, βασισμένο στην αρχή της ανισότητας των ανθρώπων. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε έναν φιλόσοφο της Νέας Ακροδεξιάς, τον Αλέν ντε Μπενουά (Alain de Benoist): «Κατ’ εμέ ο εχθρός δεν είναι η Αριστερά ή ο κομμουνισμός ή ακόμη η ανατροπή, αλλά ακριβώς αυτή η ιδεολογία της ισότητας, της οποίας οι διατυπώσεις, θρησκευτικές ή κοσμικές, μεταφυσικές ή δήθεν επιστημονικές, δεν έπαψαν να ανθούν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια».

 Οι υποστηρικτές του φασισμού δεν «πάσχουν» υποχρεωτικά από ψυχολογική ανεπάρκεια, αρρώστια, δεν έχουν οπωσδήποτε περισσότερα προβλήματα (ψυχολογικά, οικονομικά κ.λπ.) από άλλους. Με τις πράξεις τους προβάλλουν και εφαρμόζουν ένα άλλο μοντέλο για τις σχέσεις όλων μας απέναντι σε κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες ή άτομα. Περισσότερο «επι»βάλλουν, παρά «προ»βάλλουν άλλου είδους κοινωνικές σχέσεις. Εμείς τι κάνουμε;

 …Για τον «εθνικισμό» ως κεντρικό πυλώνα της Νέας Ακροδεξιάς, ειδικά τον «εθνικισμό απ’ τα κάτω» (ως πολιτικό θρήνο) θα πρέπει να μιλήσουμε μια επόμενη φορά.

marvakis@eled.auth.gr



* Διδάσκει Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Αναδημοσίευση απο: http://www.efsyn.gr/?p=134092
 

1.11.13

Ψυχολογία και ιδιωτικοποίηση της ανεργίας…



 

Στο παραπάνω βιντεάκι, ο «ειδικός» ψυχοθεραπευτής Πιντέρης παρουσιάζει το βιβλίο του «Αντιμετωπίζοντας την Ανεργία». Ποια είναι η «αντιμετώπιση» που προτείνει; Μέσα από σελίδες ψυχολογικής φλυαρίας και μπόλικων συμβουλών αυτοβελτίωσης, ο ψυχο-μάνατζερ μας, μας ενημερώνει κυνικά πως «το υπαλληλίκι πέθανε», μας παροτρύνει να καλλιεργούμε δεξιότητες και μας διδάσκει πώς να «κοστολογούμε τον εαυτό μας» και να τον προσαρμόζουμε στις σύγχρονες συνθήκες αστάθειας, ανασφάλιστης, απλήρωτης και ακανόνιστης εργασίας, όπου η αναζήτηση δουλειάς τείνει να γίνει μόνιμη απασχόληση. Βέβαια, αυτό που ο δόκτωρ ξεχνάει να αναφέρει, είναι ότι η ανεργία δεν οφείλεται σε ατομικές ανεπάρκειες ή «έλλειψη δεξιοτήτων». Οι σύνθετες κοινωνικές και πολιτικές της αιτίες αποκρύπτονται, καθώς για αυτόν το φαινόμενο περιορίζεται απλώς σε κάποιες «προσωπικές αδυναμίες» που το μόνο που απαιτούν είναι σωστή διαχείριση-αποκατάσταση σε ψυχολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο. 

Για τον Πιντέρη, και κάμποσους ψυχολόγους και ψυχοθεραπεύτριες αυτού του είδους, δεν πρέπει να αποδίδουμε την ανεργία (και τις διάχυτες ενδείξεις ψυχολογικής και σωματικής κατάρρευσης) ούτε στην καπιταλιστική κρίση και στην ύπαρξη εκμετάλλευσης, ούτε στις πολιτικές λιτότητας των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων που οδηγούν στη φτωχοποίηση μεγάλο μέρος του πληθυσμού προς όφελος μιας ολιγαρχίας πλουσίων. Αυτά όλως παραδόξως απουσιάζουν -ή μάλλον υποβαθμίζονται επιδέξια- στη χαζοχαρούμενη εικόνα που μας παρουσιάζουν. Αντίθετα, το πρόβλημα σύμφωνα με εκείνους έχει να κάνει με το ότι κάποιες «προσωπικότητες» δεν είναι αρκετά υποταγμένες (ωχ λάθος, «προσαρμοσμένες»!) και «κοστολογημένες» στις νέες επιταγές που θέτουν οι αγορές. Σήμερα, η επίδειξη της κατάλληλης δουλικότητας και προκαταβολικής υποταγής στις διαθέσεις των εργοδοτών, των επιχειρήσεων και των μάνατζερ δεν είναι απλώς κάτι το επιθυμητό, αλλά βασική προϋπόθεση για να γίνει κανείς δεκτός σε μια δουλειά. Και η ψυχολογία εργασίας (είτε η ακαδημαϊκή είτε του Πιντέρη) κάνει ότι καλύτερο μπορεί για να μας πείσει να καλλιεργήσουμε αυτή την εικόνα «πειθήνιου εργαζόμενου» που δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις και είναι ευγνώμων σε οποιεσδήποτε συνθήκες εργασίας, γιατί έχει ήδη ενστερνιστεί και λατρέψει την υποταγή, τη διαρκή ρευστότητα και λαστιχένια προσαρμοστικότητα, ως βασικά κομμάτια του εαυτού.

Πιστός στην ατομιστική ιδεολογία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της ψυχολογικής θεωρίας και πρακτικής, αυτό που ο Πιντέρης πλασάρει ως «αντιμετώπιση της ανεργίας» (αν και εδώ ομολογεί πως το βιβλίο του -παρά το βαρύγδουπο τίτλο του- είναι για τα πανηγύρια) είναι η ιδιωτική διαχείριση της κρίσης και των κινδύνων της, και η προσαρμογή των ανθρώπων ως ατόμων στις νέες συνθήκες βαρβαρότητας. Μπορεί να είσαι άνεργος/η αλλά παρόλα αυτά δεν πρέπει να επαναπαύεσαι, αλλά οφείλεις (σε ποιους??) να εκμεταλλεύεσαι δημιουργικά το χρόνο σου! Όπως μας πληροφορεί, τώρα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η δια βίου μάθηση και η καλλιέργεια των «δεξιοτήτων», των «ενδιαφερόντων» και των «δραστηριοτήτων» που έχουμε «ασυνείδητα» και μας «δίνουν χαρά». Όμως, (τι περίεργο!) · τα «προσωπικά ενδιαφέροντα» και η «δημιουργικότητα» που αναφέρει ο ψυχοθεραπευτής μας, τυχαίνει να ταιριάζουν γάντι με τις επιταγές του σύγχρονου γνωστικού και συναισθηματικού καπιταλισμού, στον οποίο τα συμφέροντα της επιχείρησης παρουσιάζονται ως «αναπόσπαστα στοιχεία» της προσωπικής ευτυχίας και της ίδιας της ύπαρξης των εργαζομένων. 

Η αναζήτηση εργασίας εδώ συνδέεται με ένα ρόλο πωλητή, σύμφωνα με τον οποίο καλούμαστε να αντιληφθούμε τον εαυτό μας με οικονομικούς όρους -ως «ένα προϊόν προς πώληση»- καθώς καθοδηγούμαστε να μετατραπούμε σε επιχειρηματίες του εαυτού που ασχολούνται με την προώθησή του, υιοθετώντας μια περίεργη ψυχο-οικονομική φρασεολογία. Αυτή η προσέγγιση αυτοβοήθειας, η οποία παρουσιάζει την ευθύνη και την αποτυχία να βρει κανείς δουλειά ως κάτι που βρίσκεται αποκλειστικά υπό τον έλεγχο και τη βούληση του ατόμου, μετατρέπεται πολύ συχνά σε αυτο-ενοχοποίηση. Η προσποιητή ευθυμία κατά τη διαφήμιση της προσωπικής υποτακτικότητας, οι συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες υπέρβασης της επιβαλλόμενης ανεργίας, η φυσικότητα με την οποία καλείται να αποδεχτεί την ιδιο-ποίηση των συνθηκών της κρίσης και της καταπίεσης, γρήγορα στρέφονται εναντία στο «ψυχολογικό άτομο» και το συντρίβουν, στιγματίζοντας το ως «αποτυχημένο» · loser στο εργασιακό παιχνίδι.

  Εκείνο που προωθεί η «αντιμετώπιση της ανεργίας» του Πιντέρη δεν είναι τίποτε άλλο από απάθεια, υποταγή και έναν ακραίο ατομικισμό. Αποπολιτικοποίηση και ιδιωτικοποίηση …

Να λοιπόν η πεμπτουσία της «αντιμετώπισης» που μας προτείνουν: Ο λόγος που δεν βρίσκεις δουλειά δεν είναι ούτε τα μνημόνια, ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι αγορές. Είσαι ΕΣΥ που είσαι ανεπαρκής και κάτι δεν κάνεις καλά · που δεν καλλιεργείς αρκετά τις δεξιότητες σου και τις αφήνεις ανεκμετάλλευτες…

                                                                                                        Συνεχίζεται…