24.2.15

Κριτικά Σχόλια με αφορμή το σεμινάριο για τον «ρόλο του φόβου στην παράνοια»




Την προηγούμενη Παρασκευή και Σάββατο πραγματοποιήθηκε ένα σεμινάριο με τίτλο «Ο ρόλος του φόβου στην παράνοια & Ξεκινώντας και στηρίζοντας μια ομάδα αυτοβοήθειας για ανθρώπους με ασυνήθιστες πεποιθήσεις». Το σεμινάριο διοργάνωσε το δίκτυο ‘Ακούγοντας Φωνές’, ενώ βασικοί ομιλητές ήταν οι Peter Bullimore και Shaun Hunt του National Paranoia Network της Βρετανίας. Παρακολουθήσαμε αυτό το σεμινάριο που ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία ενημέρωσης για την «παράνοια» και τις «φωνές». Στο κείμενο αυτό παραθέτουμε μερικά κριτικά σχόλια τα οποία έχουν ως στόχο να ανοίξουν μικρές ρωγμές για σκέψη, αφού τα ζητήματα των «φωνών» και της «παράνοιας» καταδεικνύουν τη δόμηση και διάρθρωση της σκέψης μέσα σε ταξικά καθεστώτα ελέγχου και επιτήρησης, και άρα είναι θέμα όλων μας. Η «παράνοια» και ο φόβος που την συνοδεύει επιτρέπει την οργανική σύνδεση του «παρανοϊκού» με τον «φυσιολογικό» πάνω σε ένα συνεχές κοινωνικής σκέψης, ενώ συμβάλλει επίσης στην κατάργηση αυτής της διαχωριστικής γραμμής.

Αυτό το συγκεκριμένο σημείο πιστεύουμε πως απουσίαζε από το σεμινάριο. Αντίθετα, δόθηκε υπερβολική έμφαση σε μια κεντρομόλο, ατομοκεντρική προσέγγιση η οποία εστίαζε στην τραυματική εμπειρία των ασθενών –που διατυπωνόταν εξολοκλήρου ως «κακοποίηση στην παιδική ηλικία»– με τις «παρανοϊκές» σκέψεις να αντιμετωπίζονται ως συμβολοποιήσεις ενός υποβόσκοντος τραύματος κι όχι ως αναπαραγωγή ευρύτερων κοινωνικών λογικών. Αν όμως πρόκειται για συμβολοποιήσεις, τότε γιατί ο φόβος της ‘αρπαγής από εξωγήινους’ να μην είναι μια συμβολοποίηση του φόβου της αλλοτρίωσης/απαλλοτρίωσης του σώματος στο πλαίσιο ταξικών κοινωνιών ελέγχου και επιτήρησης ή/και θεσμοθετημένης παράνοιας; Στις ερωτήσεις του κοινού για το τι γίνεται όταν δεν υπάρχει ένα τέτοιο τραύμα, οι απαντήσεις των ομιλητών δεν ήταν καθόλου κατατοπιστικές, ενώ φανέρωναν την απουσία ενός ευρύτερου μη ψυχολογικού θεωρητικού πλαισίου.

Η απουσία μιας κριτικής και ριζοσπαστικής θεώρησης γινόταν εμφανής σε κάθε στάδιο του σεμιναρίου. Ο Shaun Hunt (αλλά και ο Peter Bullimore), ο οποίος αναφέρθηκε διεξοδικά στην δική του ατομική εμπειρία με τις φωνές, την παράνοια και το ψυχιατρικό σύστημα της Βρετανίας, προσπαθώντας να αποσείσει την ταυτο-ποιησή του, τον καθορισμό του ως «παρανοϊκού» από τον ψυχιατρικό λόγο, μετέφερε τις συντεταγμένες του ‘ποιος είναι’ στον γάμο, στα παιδιά και στο ότι εργάζεται σε μια κρατική υπηρεσία. Είναι κατανοητή η σημασία που μπορεί να έχει για έναν άνθρωπο που έχει βιώσει αποκλεισμό το να μπορεί να βιοπορίζεται. Είναι όμως διαφορετική η βιοποριστική διάσταση από την συντηρητική αναπαραγωγή του γάμου και της μισθωτής σκλαβιάς ως συνθηκών που ορίζουν το «ποιος είμαι» και ως προσομοίωσης ή και επίτευξης της φυσιολογικότητας. Αυτό που έμοιαζε να λέει ο Shaun ήταν «κοιτάξτε με, είμαι φυσιολογικός, παντρεύτηκα και έχω δουλειά», χωρίς να δίνει κανένα εργαλείο σε εκείνους που μπορεί να μην παντρευτούν ποτέ και που μπορεί (ειδικά στην Ελλάδα) να μην δουλέψουν ποτέ, ώστε να μπορούν να ορίζονται διαφορετικά. Αντίθετα, δημιουργούσε τις συνθήκες για μια νέα παθολογικοποίηση εκείνων που δεν κατάφερναν να επιτύχουν τα παραπάνω. Η τοποθέτησή του δεν διεκδικούσε έναν χώρο ελευθερίας και διαφορετικότητας, συμβάλλοντας έτσι στη διεύρυνση της γεωγραφίας του «φυσιολογικού». Αντίθετα, απελευθέρωνε το άτομο από την εξουσία της ψυχιατρικής για να το εντάξει χωρίς μια ιδιαίτερη πολιτική ματιά μέσα σε μια ασφυκτική φυσιολογικότητα ορισμένη από τις συντεταγμένες εργασία-οικογένεια.

Η απουσία της πολιτικής διάστασης έγινε επίσης σαφής και από την συγκεχυμένη χρήση των λέξεων «ενδυνάμωση» και «εμψύχωση», με τις δύο λέξεις να χρησιμοποιούνται εκ περιτροπής, χωρίς καμία διάκριση και συγκεκριμένο περιεχόμενο και με την ‘ενδυνάμωση’ να μην αποκτά πολιτικό χαρακτήρα αλλά να καταρρέει μέσα σε μια ψυχολογιοποιημένη έννοια ‘εμψύχωσης’ (ατομικής ή ομαδικής). Δεν επρόκειτο για κάποια μεταφραστική αδυναμία. Ήταν η απουσία πλαισίου των ομιλητών που επέτρεπε στην έννοια της ‘ενδυνάμωσης’ να είναι αρκετά ρευστή και στην καλύτερη περίπτωση να αποκτά εμμέσως περιεχόμενο ως ‘απόρριψη του ψυχιατρικού λόγου’. Πιστεύουμε πως αυτή η χαλαρή χρήση εννοιών αντανακλάται και στην διακήρυξη του συνεδρίου της Θεσσαλονίκης όπου αναφέρεται πως διεκδικείται «ένας λόγος απλός και βιωματικός που θα περιγράφει τις εμπειρίες μας χωρίς ταμπέλες και διαγνώσεις». Η φράση αυτή υπονοεί πως υπάρχει ένας λόγος απλός και απαλλαγμένος από ιδεολογικά φορτία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει μια αληθινή εμπειρία. Δυστυχώς, ένας τέτοιος λόγος δεν υπάρχει και συνήθως αυτό που θεωρείται ως απλός λόγος δεν είναι τίποτ’ άλλο από τον λόγο της εκλαϊκευμένης ψυχολογίας που κατέχει κυρίαρχη πλέον θέση μέσα στο καθημερινό ρηματικό πεδίο.

Ένα τελευταίο σχόλιο (το οποίο θα προεκτείνουμε πέρα από το σεμινάριο), αφορά αυτό που εμείς κατανοούμε ως διαδικασία ‘αισθητικοποίησης’ των προβλημάτων αυτού του είδους και το οποίο συνδέεται με την προαναφερθείσα απουσία πολιτικού θεωρητικού πλαισίου. Πολλά εγχειρήματα στην προσπάθεια τους να αποδομήσουν τον ψυχιατρικό λόγο και να πολεμήσουν την ψυχιατρικοποίηση –και αδυνατώντας να κάνουν μια μετάβαση στην πολιτικοποίηση της ψυχοπαθολογίας– μένουν εγκλωβισμένα σε μια συνθήκη ‘αισθητικοποίησης’ ή ‘ωραιοποίησης’ της γλώσσας με την οποία αποδίδεται ή «ψυχοπαθολογία» ή/και των περιθωριοποιημένων και ευάλωτων ομάδων. Αυτή η τάση διαφαίνεται ακόμη και στον τίτλο του σεμιναρίου, όπου προκειμένου να αποφευχθεί ο ψυχιατρικός όρος «παρανοϊκές» σκέψεις, χρησιμοποιείται ο αισθητικοποιημένος/ωραιοποιημένος όρος «ασυνήθιστες πεποιθήσεις». Τι ακριβώς όμως σημαίνει «ασυνήθιστες πεποιθήσεις»; Πρώτον, ο όρος αυτός μεταφέρει την ανάλυση στο επίπεδο του συνηθισμένου/ασυνήθιστου και δεύτερον, με την χρήση της λέξης ‘πεποίθηση’, αποκόπτει τις σκέψεις από την οργανική τους σχέση με το κοινωνικό/πολιτικό, αποδίδοντάς τες ως προσωπικές.

Η αισθητικοποίηση κάποιων όρων και ομάδων προσφέρει συχνά την ψευδαίσθηση ενός ασφαλούς χώρου ανάμεσα στις συμπληγάδες της ψυχιατρικοποίησης/ψυχολογιοποίησης (η οποία θα παρέδιδε το άτομο αυτό βορά στις εν λόγω επιστήμες) και στην πολιτικοποίηση της «ψυχοπαθολογίας» σε όλες της τις διαστάσεις –και της αιτιολογίας και του περιεχομένου της καθ’ αυτού. Ειδικά στην δεύτερη περίπτωση, η αντιμετώπιση με μη πολιτικούς όρους των «ασυνήθιστων πεποιθήσεων», εξυπηρετεί μεταξύ άλλων την αποφυγή των δυσκολιών που μπορεί να προκύψουν, όπως για παράδειγμα όταν βρεθούμε μπροστά σε κάποιον που έχει παρανοϊκές σκέψεις και συντάσσεται απερίφραστα με τη Χρυσή Αυγή (κάτι καθόλου σπάνιο). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο όρος «ασυνήθιστες πεποιθήσεις» αισθητικοποιεί/ωραιοποιεί τις φασιστικές ιδέες και τις συγκαλύπτει. Έτσι, σε τέτοια εγχειρήματα, διατηρείται υπόρρητα μια ψυχιατρική/ψυχολογική αντίληψη για την «παράνοια». Θεωρείται, δηλαδή, έμμεσα πως το άτομο αυτό είναι ασθενής και πως αυτό που έχει σημασία είναι να διαχειρίζεται τις φωνές του, κι όχι η πολιτική του θέση ή το περιεχόμενο αυτών των σκέψεων. Υπάρχει δηλαδή μια αντίφαση: από τη μία επιδιώκεται το να αντιμετωπίζονται οι «πάσχοντες» ως φυσιολογικοί, ενώ από την άλλη οι πολιτικές τους θέσεις αγνοούνται με την σιωπηλή πεποίθηση πως δεν πρόκειται για φυσιολογικούς ανθρώπους. Η αποκλειστική εστίαση των ομιλητών του σεμιναρίου σε περιπτώσεις με τραυματική εμπειρία παιδικής κακοποίησης δεν έδωσε ευκαιρία για την συζήτηση τέτοιων θεμάτων. Τα θέματα αυτά είναι πολύ σημαντικά, ειδικά αν σκεφτούμε πως στη διακήρυξη του διεθνούς συνεδρίου του ‘δικτύου ακούω φωνές’ στη Θεσσαλονίκη αναφέρεται ρητά πως πρόκειται για ένα πολιτικό κίνημα που επιδιώκει την διασύνδεσή του με άλλα κινήματα.

Η τάση για αισθητικοποίηση μετατρέπεται σε πανδημία στον κόσμο των πολιτικά προοδευτικά ψυχολόγων και κοινωνικών επιστημόνων. Κι όχι μόνο: στην τέχνη για παράδειγμα, η επιλογή ενός politically correct «κοινωνικού θέματος» επιτρέπει σε πολλούς καλλιτέχνες να ισχυρίζονται πως κάνουν πολιτική τέχνη ή πως πολιτικοποιούν την τέχνη. Στην ουσία όμως αυτό που κάνουν δεν είναι άλλο από το να αισθητικοποιούν την πολιτική (όλοι έχουμε δει καλλιτεχνικές φωτογραφίες με θέματα που ξεκινούν από την βομβαρδισμένη Παλαιστίνη και τις εργάτριες του σεξ σε κάποια ασιατική χώρα μέχρι τους ψυχικά πάσχοντες στην Αφρική, οι οποίες αισθητικοποιούν τη φρίκη), ένα στοιχείο που ο Walter Benjamin είχε εντοπίσει στον λόγο του φασισμού! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα ψ-εγχειρήματα, στα οποία οι προοδευτικές πολιτικές ιδέες εκφράζονται αποκλειστικά ως επιλογή (ενός αισθητικοποιημένου) αντικειμένου προς ενασχόληση (άστεγοι, άνεργοι, μετανάστες, κακοποιημένες γυναίκες, άτομα με εξαρτήσεις κτλ), και χωρίς άλλο θεωρητικό πλαίσιο από την κυρίαρχη ψυχολογία, σε όλες της τις εκφάνσεις και παραλλαγές. Υπάρχει μια υπόρρητη αντίληψη πως η επιλογή μιας περιθωριοποιημένης ή ευάλωτης ομάδας είναι από μόνη της αρκετή για να εκφραστεί μια πολιτική θέση και για να καθησυχάσει ο κοινωνικά ευαίσθητος ψυχολόγος τη συνείδηση του. Πρόκειται για έναν αφελή ακτιβισμό που αισθητικοποιεί περιθωριακές και ευάλωτες ομάδες, ανάγει συχνά σε φετίχ την αυτοοργάνωση, εξιδανικεύει μια καρικατούρα του «εμείς» και αναπαράγει τελικά μια άκρως συντηρητική ψυχολογία που είναι ενδεδυμένη ως πολιτικοποιημένη παρέμβαση και διανθισμένη με μπόλικο προοδευτικό αερολογείν. Ακραίο αλλά ενδεικτικό είναι το παράδειγμα κάποιων προοδευτικών ψυχολόγων κατά την απεργία πείνας των μεταναστών από την Κρήτη στο κτίριο της Υπατίας, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να θέλουν να πάρουν ιστορικό από τους μετανάστες, αναπαράγοντας με αυτοματισμό την ψυχολογία όπως την είχαν μάθει στο πανεπιστήμιο ή στην εκπαίδευσή τους και πιστεύοντας πως η ψυχολογία αυτή είχε κάποια θέση εκεί.