23.1.14

Είμαστε όλοι Νεοφιλελεύθεροι : Η «Νέα λογική του κόσμου» από τους Dardot και Laval


Unemployed Negativity (Jason Read)


Ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί μια ολοένα και περισσότερο δημοφιλής λέξη στη σύγχρονη κριτική σκέψη και φιλοσοφία. Ωστόσο, η δημοφιλία αυτής της λέξης έχει προκύψει με ένα σοβαρό αντίτιμο, καθώς η σημασία της έχει περιοριστεί σε λίγες αόριστες και ασαφείς έννοιες, που σχετίζονται με εκείνη την πραγματικά κακή μορφή καπιταλισμού η οποία διατηρεί τη συνοχή της μέσω διαφόρων επικλήσεων περί ανταγωνισμού, αγορών και ατομικισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, η έννοια του «νεοφιλελευθερισμού» έχει γίνει αυτό που ο Althusser ονόμαζε «περιγραφική θεωρία», ενώ στη χειρότερη, ένας τρόπος να αναφέρεται κανείς στον καπιταλισμό, χωρίς να κάνει λόγο για καπιταλισμό. Στην δεύτερη περίπτωση –δηλαδή στη χειρότερη– η συγκεκριμένη έννοια παραπέμπει σε ένα είδος νοσταλγίας για μια μορφή παλαιότερου, ευνοϊκότερου και ηπιότερου καπιταλισμού, στον οποίο θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε αμέσως μόλις γινόταν αισθητές οι πλήρεις επιπτώσεις της ύφεσης, και οι άνθρωποι άρχιζαν πραγματικά να ακούν τον Paul Krugman

Τι θα μπορούσε λοιπόν να σημαίνει το να πάρουμε τον νεοφιλελευθερισμό στα σοβαρά; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημαίνει το να υπερβούμε αυτή την έννοια ως συνοπτική περιγραφή της τρέχουσας συγκυρίας. Αυτό ακριβώς μοιάζει να είναι και το ερώτημα που διατρέχει το «La nouvelle raison du monde: essai sur la société neoliberal» (Η νέα λογική του κόσμου: ένα δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία),[1] των Pierre Dardot και Christian Laval, ή θα μπορούσε τουλάχιστον να ερμηνευτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένα σημαντικό μέρος αυτού του μακροσκελούς δοκιμίου ασχολείται με την ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, και όπως και στο προηγούμενο εξαίρετο βιβλίο του Laval, «L' homme économique: essai sur les racines du néoliberalisme» (Ο οικονομικός άνθρωπος: ένα δοκίμιο για τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού), αυτή η ιστορία επιστρέφει στις απαρχές της φιλοσοφικής της αφετηρίας, δηλαδή, στα έργα του Smith, του Locke και του Bentham. Από αυτούς τους τρεις, είναι ο Bentham στον οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο Bentham για τον οποίο γίνεται εδώ λόγος, είναι περισσότερο ο Bentham της φράσης του Marx «Ελευθερία, Ισότητα, και Bentham», πάρα ο Bentham του περίφημου πανοπτικού (panopticon) του Foucault. Το βιβλίο εστιάζει δηλαδή περισσότερο στην γενική ψυχολογία ωφελιμισμού και συμφέροντος η οποία γίνεται κυρίαρχη με τον νεοφιλελευθερισμό, παρά στην ιδέα της γενικευμένης επιτήρησης. Παρόλα αυτά, όπως είχε υποστηρίξει ο Laval και στο προηγούμενο βιβλίο του, αυτές οι δύο θεωρίες δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους: ωφελιμότητα, υπολογισμός και μια γενικευμένη επιτήρηση ή η επονομαζόμενη διαφάνεια αποτελούν ιδεώδη μιας κοινωνίας η οποία δεν κυβερνάται με τίποτε άλλο, παρά μόνο μέσω των σχέσεων της αγοράς. 

Αν ο νεο-φιλελευθερισμός αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια των φιλελεύθερων φιλοσοφιών του Smith, του Locke, και του Bentham αφού υπό μία έννοια διατηρεί την συναλλαγή, την ιδιοκτησία και την ωφελιμότητα σαν κεντρικούς πυλώνες τότε τι είναι αυτό που τον καθιστά νέο; Σε αυτό το ερώτημα, οι Dardot και Laval προσφέρουν μια απάντηση που αποτελείται από δύο μέρη, ιχνηλατώντας την καταγωγή του νεοφιλελευθερισμού στην κρίση του κράτους στα μέσα του 20ου αιώνα. Επίσης, οι Dardot και Laval τείνουν να προσεγγίζουν τον νεοφιλελευθερισμό μέσα από μια σειρά συνεδρίων και συζητήσεων που οργανώθηκαν από τον Walter Lippman και διάφορους άλλους, τα οποία οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας ιδέας, η οποία έχει διανύσει μια μακρά διαδρομή στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών. Ο τρόπος με τον οποίο μορφοποιήθηκε αυτή η ιδέα ήταν περισσότερο πολιτικός παρά οικονομικός: είχε να κάνει με την αδυναμία της φιλελεύθερης κοινωνίας να πραγματοποιήσει τους ίδιους της τους στόχους. Οι νεοφιλελεύθεροι έλυσαν αυτή την κρίση δίνοντας έμφαση στην αξία της ελευθερίας (οριζόμενης ως ελευθερίας της ιδιοκτησίας) ως ανώτερης από εκείνη της δημοκρατίας, και στον ανταγωνισμό ως ένα ιδεώδες σημαντικότερο από την ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς. 

Η παραπάνω προσήλωση στο project του νεοφιλελευθερισμού και στην ύπαρξη του ως πολιτικού προγράμματος, χαρακτηρίζει επίσης και τον επίσημο ορισμό που προσφέρουν οι Dardot και Laval. Για τους Dardot και Laval, ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να διαχωριστεί από την ιδέα του «laissez faire». Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει να κάνει με το να αφήνεις την αγορά να λειτουργεί μόνη της, ούτε είναι ζήτημα απορρύθμισης. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός δεν είναι κάτι που απλά υπάρχει, αλλά κάτι που πρέπει να παραχθεί και να καλλιεργηθεί με ενεργό τρόπο. Όπως γράφουν χαρακτηριστικά: «ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός δεν αποτελεί προϊόν της φύσης, είναι μια μηχανή που απαιτεί διαρκή επιτήρηση και ρύθμιση».

Σε αυτό το σημείο, οι Dardot και Laval παραθέτουν τον ορισμό του Thomas Lemke για το κεντρικό παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού: ότι παράγει ενεργά μια κοινωνική σχέση, την οποία στη συνέχεια παρουσιάζει ως φυσική. Ο ανταγωνισμός ορίζεται ως κάτι που βρίσκεται πάντα εκεί, ως κάτι το οποίο συνιστά τη βάση όχι μόνο της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και της ίδιας της φύσης. Παρά αυτό το υποτιθέμενο γεγονός, στον νεοφιλελευθερισμό ο ανταγωνισμός καλλιεργείται συστηματικά σε τόσο μεγάλο βαθμό μέσω διαφόρων νόμων και κοινωνικών σχέσεων που καταστρέφει ακόμα και κάποιες μορφές αλληλεγγύης που γεννά ο καπιταλισμός όπως οι τάξεις. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό το παράδοξο έχοντας γενικευτεί κατά πολύ χαρακτηρίζει ένα σημαντικό μέρος της πολιτικά υπερσυντηρητικής ή απλά συντηρητικής σκέψης, η οποία πάντα ανακηρύσσει κάποια ιεραρχία ή ιεραρχικό αξίωμα ως φυσικά, την ίδια στιγμή που προσπαθεί με ενεργό τρόπο να τα συγκροτήσει (ως τέτοια). Σε τέτοια επιχειρήματα τα οποία υποστηρίζουν πως κάποια πρακτική ή σχέση είναι ταυτόχρονα μη φυσική και παράνομη μπορεί πάντα να εντοπιστεί κάποιο στοιχείο από το θεωρητικό σχήμα της «δανεικής χύτρας/τσαγιέρας» (borrowed kettle) του Freud. Αν ήταν στ’ αλήθεια το πρώτο, τότε το δεύτερο δεν θα ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα του νεοφιλελευθερισμού, είναι πως αυτό που εκλαμβάνει ως κάτι φυσικό δεν πρόκειται για κάποια μορφή ιεραρχίας όπως εκείνη μεταξύ διαφορετικών φυλών ή φύλων αλλά για μια θεμελιώδη αρχή του ανθρώπινου πράττειν. Όπως υποστηρίζουν οι Dardot και Laval, αυτή η «φυσικοποίηση» του ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και εξαναγκάζει κάθε εναντίωση στον νεοφιλελευθερισμό να οδηγείται σε ένα είδος προμηθεϊκού ισχυρισμού ότι θα αλλάξει την φύση, συσκοτίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο αυτή η υποτιθέμενη φύση αποτελεί στην πραγματικότητα παράγωγο μιας πλήρους αναδιάρθρωσης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, η οποία έχει συμβεί τις τελευταίες μόλις δεκαετίες. 

Ο ανταγωνισμός δεν αποτελεί απλώς έναν λόγο (discourse) νομιμοποίησης, αλλά μία μορφή κυβερνολογικής (governmentality). Το κράτος προσπαθεί ενεργά να καλλιεργήσει τον ανταγωνισμό, αντικαθιστώντας τις δημόσιες υπηρεσίες με ιδιωτικές εταιρείες, καθώς οτιδήποτε δεν λειτουργεί με βάση τον ανταγωνισμό, ανακηρύσσεται αυτόματα ως αποτυχία. Το κράτος κατασκευάζει ταυτόχρονα τόσο την αγορά, συγκροτώντας το πεδίο της με βάση τον ανταγωνισμό, όσο και τον εαυτό του σύμφωνα με τα πρότυπα της αγοράς. Δημιουργεί ένα πρότυπο, σε σχέση με το οποίο μοιάζει πάντα να υστερεί. Οι Dardot και Laval είναι αρκετά κατατοπιστικοί όσον αφορά την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός, και τα ιδανικά του όπως η αποδοτικότητα, ο ανταγωνισμός και το ρίσκο έχουν γίνει ηγεμονικά σε τόσο μεγάλο βαθμό, που οι αντίπαλοι τους συχνά αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν την ίδια γλώσσα. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια εννοιολογική μηχανή που απαιτεί πάντα περισσότερο ανταγωνισμό. 


Το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του βιβλίου των Dardot και Laval το μέρος αυτό που καταλαμβάνει το ένα πέμπτο του βιβλίου και περιλαμβάνει περίπου εκατό σελίδες είναι αυτό που αναλύει την κατασκευή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου. Αυτό το κομμάτι του βιβλίου θα φανεί οικείο στους αναγνώστες των διαλέξεων του Foucault πάνω στη βιοεξουσία (biopower), ή τόσο διαφορετικών μεταξύ τους έργων όπως εκείνο του Richard Sennett για την διάβρωση του χαρακτήρα, των Boltanski και Chiapello για «Το νέο πνεύμα του καπιταλισμού» και του Beck για το Ρίσκο. Οι Dardot και Laval προχωρούν περισσότερο σε μια συν-κειμενοποίηση (contextualization) μιας ευρύτερης αποτύπωσης και σκιαγράφησης του καπιταλισμού, παρά σε μια σύνθεση αυτών των διαφορετικών απόψεων. Η δουλειά των Dardot και Laval έχει το πλεονέκτημα της συν-κειμενοποίησης και της ανάπτυξης παρατηρήσεων οι οποίες μερικές φορές μοιάζουν αβάσιμες σε άλλους στοχαστές. Στην προκειμένη περίπτωση, η σχέση μεταξύ γενικευμένου ανταγωνισμού και κατάθλιψης η οποία συχνά προσλαμβάνει μια υπερβολική διατύπωση στο έργο του Berardi βασίζεται εδώ στην γενικευμένη ιδέα της επίδοσης (performance). Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο είναι εκείνο που όχι μόνο πρέπει συνεχώς να ανταγωνίζεται, επιστρατεύοντας τους πόρους του/της για την μεγιστοποίηση του πλεονεκτήματος του/της, αλλά αυτός ο ανταγωνισμός δεν στοχεύει σε κάποιον ορισμένο στόχο, σε κάποια γραμμή τερματισμού ή κάποιο αποτέλεσμα, αλλά περικλείει μια ατέρμονη απαίτηση για επίδοση. Αυτή η γενικευμένη απαίτηση για επίδοση η αίσθηση ότι θα μπορούσε κανείς πάντα να μεγιστοποιεί περισσότερο, σε συνδυασμό με το ιδεώδες της δουλειάς ως προσωπικής ολοκλήρωσης και επινόησης του εαυτού (self invention) παράγει την κατάθλιψη που είναι η αντίθετη πλευρά της. Η ιδέα της αποτυχίας είναι πανταχού παρούσα · και όταν αυτή συμβεί τότε ο μόνος που μπορεί να κατηγορηθεί, είναι το άτομο. Έτσι λοιπόν, δεν είναι τυχαίο το ότι η νεοφιλελεύθερη θεωρία αποκτάει μορφή στο σημείο όπου συναντιούνται οικονομία και ψυχολογία, καθιστώντας έτσι ως κοινό αντικείμενο και των δύο επιστημών τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας, αφού η νεοφιλελεύθερη κοινωνία αποτελεί μια κοινωνία στην οποία η ψυχή είναι πλήρως εκτεθειμένη στους νόμους της αγοράς, χωρίς καμία μεσολάβηση ή προστασία.

Εν κατακλείδι, οι Dardot και Laval υποστηρίζουν ότι εφόσον θέλουμε να πάρουμε το νεοφιλελευθερισμό στα σοβαρά ως μια ορισμένη παραγωγή υποκειμενικότητας, σαν μια αναδιάρθρωση όχι μόνο του κράτους και της οικονομίας αλλά και της ίδιας της ψυχικής εμπειρίας, τότε πρέπει να απαγκιστρωθούμε από ορισμένες ιδέες που έχουν να κάνουν με το τι σημαίνει να είμαστε ενάντια σε αυτόν. Η ιδέα του πλήθους των Hardt και Negri ή οποιαδήποτε ιδέα προεικονιστικής θεωρίας εδώ βρίσκεται υπό αυστηρό εξονυχιστικό έλεγχο, συνεχίζοντας της κριτική που οι Dardot και Laval (μαζί με τον El Mouhoub Mouhoud) είχαν αναπτύξει στο «Sauver Marx? Empire, multitude, travail immatériel». Αυτό που παραβλέπουν διάφοροι ισχυρισμοί όπως οι παραπάνω, είναι ο τρόπος με τον οποίο το πλήθος των εργατών, η κοινωνική οργάνωση των οποίων είναι εξωτερική ως προς τους χώρους του κεφαλαίου, είναι ήδη εσωτερική όσον αφορά την παραγωγή της υποκειμενικότητας, συγκροτώντας τους όχι ως εργάτες αλλά σαν εταιρίες του ενός ατόμου. Οι νεοφιλελεύθεροι τρόποι καθυπόταξης, οι ιδέες του ανταγωνισμού, του οπορτουνισμού και της δικτύωσης έχουν τη μεγαλύτερη ισχύ τους σε εργατικές πρακτικές που είναι αυτονομημένες από την άμεση διεύθυνση του καπιταλισμού. Παραφράζοντας μια φράση του Foucault, «ο άυλος εργάτης που καλούμαστε να απελευθερώσουμε είναι προϊόν μιας καθυπόταξης πολύ βαθύτερης από τον ίδιο». Ενόσω μια τέτοια κριτική απλουστεύει το έργο των Hardt και Negri, προσφέρει παρόλα αυτά μια ενδιαφέρουσα πρόκληση: κάθε πολιτική εναντίωση στον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να βασίζεται σε κάποια μορφή «εξωτερικού» ή σε κάποιο κρυμμένο ανταγωνισμό, αλλά πρέπει να παράγει με ενεργό τρόπο την υποκειμενικότητα εκείνη που θα έρθει σε σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι αναγκαίο να αντιταχθούμε στον νεοφιλελευθερισμό στο επίπεδο όπου αυτός λειτουργεί, δηλαδή, στο πεδίο της παραγωγής της υποκειμενικότητας.
   
Είναι ακριβώς αυτό το σημείο όπου μπορούμε να εντοπίσουμε τα αδύναμα σημεία του επιχειρήματος των Dardot και Laval, αδύναμα σημεία τα οποία υπό μία έννοια πηγάζουν από τα ισχυρά του σημεία. Πρόκειται για το να πάρουμε τον νεοφιλελευθερισμό σοβαρά υπόψη σε τόσο μεγάλο βαθμό, που να τον βλέπουμε παντού. Η μέθοδος που ακολουθούν οι Dardot και Laval, δηλαδή το να διαβάζουν παράλληλα την νεοφιλελεύθερη θεωρία και τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές τα έργα του Hayek, του Becker και διαφόρων άλλων παράλληλα με την αναδιάρθρωση του κράτους στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών και τα μοντέλα του ανταγωνισμού και της κατανάλωσης περιέχει το ρίσκο της συγχώνευσης αυτών των δύο επιπέδων. Ακριβώς επειδή όλες οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να εκφραστούν με όρους ατομικής μεγιστοποίησης της ωφέλειας και μπορεί να υπάρχουν προσπάθειες συγκρότησής τους κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι τις βιώνουν έτσι. Πολλοί λίγοι άνθρωποι παραθέτουν τον Gary Becker στους γαμήλιους όρκους τους. Εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικοί αν όχι ανταγωνιστικοί τρόποι θεώρησης και βίωσης των κοινωνικών σχέσεων, ακόμη κι αν οι παραπάνω διαφορές δεν είναι προεικονιστικές, περιέχοντας τους σπόρους μίας μελλοντικής κοινωνίας. Πρέπει να εστιάζει κανείς στα κενά που υπάρχουν μεταξύ της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και της νεοφιλελεύθερης πρακτικής · κενά τα οποία γίνονται ολοένα και πιο εμφανή όσο περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός επεκτείνεται στα πάντα. Όπως υποστηρίζουν οι Dardot και Laval, απηχώντας τα πάντα από το «The Wire» μέχρι το «Capitalist Realism» (Καπιταλιστικό Ρεαλισμό) του Mark Fisher: όσο περισσότερο οι νεοφιλελεύθερες ιδέες περί ανταγωνισμού και ποσοτικής αξιολόγησης επεκτείνονται σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση, τόσο περισσότερο είναι εμφανές πως οι μέθοδοι αξιολόγησης που εφαρμόζονται έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την ποιοτική αποστολή αυτών των θεσμών. Το «Juking the stats»[2] γίνεται η βασική μέθοδος λειτουργίας. 

Όλως παραδόξως και αυτό είναι το τελευταίο σημείο της κριτικής μου το οποίο πραγματικά χρειάζεται περισσότερη ανάπτυξηπρέπει να δίνει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός αποτυγχάνει στο ίδιο το σημείο προέλευσης του, δηλαδή στην ίδια την οικονομία. Πράγμα το οποίο καταδεικνύει την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού να λύσει την κρίση του κεφαλαίου που προοριζόταν να λύσει. Φυσικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει να μειώσει τους μισθούς καθώς και τη φορολογία των πλουσίων. Ωστόσο, όπως έχει πρόσφατα διαπιστωθεί, αυτό δεν είναι το ίδιο με τη διάσωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ως διακύβευμα παραμένει όπως πιθανότατα παρέμενε και πάντοτε η σύνδεση των διαφόρων μορφών ανταγωνισμού με τις κρίσεις[3], και μέσω αυτού, η δημιουργία μιας διαφορετικής κοινωνίας και υποκειμενικότητας από εκείνη που οραματίζεται ο νεοφιλελευθερισμός.  
    

Μετάφραση: Αριστείδης Γάρος                                                                                                                                  Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 
O πρώτος πίνακας είναι του Constant Nieuwenhuys και ο δεύτερος του Asger Jorn


[1] Μια μετάφραση του βιβλίου αναμένεται να εκδοθεί από τη Verso, το Φεβρουάριο του 2014, με τίτλο «The New Way of the World: On Neoliberal Society».
[2] Αυτή η έκφραση έγινε γνωστή από μια αμερικάνικη σειρά, το «The Wire», η οποία εστιάζει σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες στην πόλη Baltimore ασκώντας κριτική στις δομικές δυσλειτουργίες μιας σειράς από θεσμών και πεδίων όπως η αστυνομία, το πολιτικό σύστημα, το δημόσιο σχολικό σύστημα, οι τοπικές εφημερίδες, η διακίνηση ναρκωτικών κλπ. Το «Juking the Stats» αναφέρεται ακριβώς στη χειραγώγηση και διαστρέβλωση των στατιστικών στοιχείων από τα παραπάνω πεδία και θεσμούς, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αναποτελεσματικότητα, η διαφθορά, τα προβλήματα τους και η σύμπλευσή τους, και να δικαιολογηθεί το υπάρχον status quo, δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα «πάνε καλά» και πως «υπάρχει πρόοδος». [ΣτΜ]
[3] Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τις «κρίσεις» με διπλή έννοια, δηλαδή, ως οικονομικές κρίσεις, αλλά και ως κοινωνικές και προσωπικές καταρρεύσεις · αυτό που αποκαλείται «κατάθλιψη», «αγχώδεις διαταραχές», κλπ. [ΣτΜ]

11.1.14

Η επαναστατική ψυχολογία του κινήματος των Ζαπατίστας

Για τα είκοσι χρόνια της ινδιάνικης εξέγερσης ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό


Μιχάλης Μεντίνης



Ο νεοφιλελευθερισμός, όπως είναι γνωστό –κάτι που καθίσταται ακόμα πιο σαφές μέσα στο έργο των Dardot και Laval (2009), La Nouvelle Raison du Monde– δεν είναι απλά ένα οικονομικό σύστημα, αλλά μια σύνθετη μηχανή υποκειμενοποίησης· μια ολόκληρη τεχνολογία εαυτού που παράγει ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου εμφυσώντας μια συγκεκριμένη ψυχολογία και μετατρέποντάς μας όλους σε νεοφιλελεύθερα υποκείμενα (ακόμη κι αν νομίζουμε το αντίθετο). Οι πολιτικές αναλύσεις τείνουν συνήθως να παραβλέπουν μια λεπτομερή ανάλυση της νεοφιλελεύθερης ψυχολογίας μας, και κατά συνέπεια η προσωπική αλλαγή είτε αγνοείται πλήρως και εγκαταλείπεται στα χέρια των ψ-ειδικών που τείνουν να πρεσβεύουν λαθεμένα πως η αλλαγή του άτομου θα επιφέρει απαραίτητα και την αλλαγή του κόσμου, είτε, αντιστρόφως, αντιμετωπίζεται ως μία φυσική συνέπεια της πολιτικής δέσμευσης και δράσης. Το θέμα ατομική-κοινωνική αλλαγή όμως είναι περισσότερο σύνθετο, και πολύ συχνά εκείνο που θεωρείται ριζοσπαστική πολιτική δράση ή ριζοσπαστική διαδικασία υποκειμενοποίησης τείνει να αναπαράγει μορφές συντηρητικής νεοφιλελεύθερης ψυχολογίας και καταλήγει να ενδυναμώνει την οικονομική, πολιτική και ψυχολογική τάξη, έστω και αν στιγμιαία μοιάζει να την αμφισβητεί. Εάν δεχθούμε ότι η κατάσταση έχει πράγματι έτσι, γίνεται ολοφάνερο ότι χρειαζόμαστε μία θεωρία/πρακτική προσωπικής αλλαγής που θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική και πολιτική αλλαγή· μια διαδικασία προσωπικής μεταμόρφωσης η οποία, ακολουθώντας τον συλλογισμό του Foucault (βλ. τον πρόλογό του στο αντι-Οιδίπους), ξεκινά με την απο-υποκειμενοποίηση του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου, την απο-σύνθεση της ψυχολογίας του και συνεχίζει ως μία φυγόκεντρος συνεχής ριζοσπαστική αναδιαρρύθμιση του. Το παρόν κείμενο έχει ως στόχο να συνεισφέρει σε μία τέτοια συζήτηση. 
 
Μία σημαντική διάσταση του κινήματος των Ζαπατίστας η οποία παραλείπεται από τις πολιτικές αναλύσεις,  είναι τα στοιχεία μιας επαναστατικής ψυχολογίας τα οποία ενυπάρχουν κυρίως στις συνεντεύξεις και στα γραπτά του ανθρώπου που από το ξημέρωμα της 1ηςΙανουαρίου του 1994 έγινε γνωστός ως subcomandante Marcos. Πρόκειται για μια επαναστατική ψυχολογία που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε μια αντίληψη προσωπικής αλλαγής ως αλληλένδετης και αδιαχώριστης από την κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Ο Marcos μεταφέρει αυτήν την επαναστατική ψυχολογία δανειζόμενος πόρους και εργαλεία από πολλές διαφορετικές και φαινομενικά ασύμβατες πηγές: από την αντάρτικη παράδοση της Λατινικής Αμερικής (από την ρήξη στην υποκειμενικότητα του Tσε: «Δεν είμαι πια εγώ, τουλάχιστον δεν είμαι αυτός που ήμουν πριν» μέχρι τον βολονταριστικό οπτιμισμό του Mario Payeras: «Θα θριαμβεύουμε») ως τους cronopios του Julio Cortázar, (αυτούς τους παράξενους χαρακτήρες που διαταράσσουν τη συνήθεια και τις συμβάσεις και δημιουργούν τον δικό τους χρόνο αφαιρώντας τα φύλλα από τις αγκινάρες). Και από την μαγεία και τον σαμανισμό των ινδιάνων της Τσιάπας (π.χ. μη εγκιβωτισμένος εαυτός σε ζωτική σχέση με το ζώο συν-οντότητα, το ναγκουάλ) στον σαμανισμό του Carlos Castaneda (για παράδειγμα, η έμφαση στο σβήσιμο της προσωπικής ιστορίας και η παρουσίαση του γέρο-Antonio ως ενός ριζοσπαστικοποιημένου Don Juan Matus) μέχρι την πλαστικότητα του κόσμου και του ατόμου που συναντάμε στον ‘μαγικό ρεαλισμό’ της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Η ριζοσπαστική ψυχολογία των Ζαπατίστας είναι συνειδητά μια πολυφωνική και ετερογλωσσική ψυχολογία με την μπαχτινιακή έννοια των όρων, και σίγουρα μια ριζοσπαστική σαμανιστική ψυχολογία. Ο Michael Taussig έχει απόλυτο δίκιο όταν ισχυρίζεται πως η εξέγερση των Ζαπατίστας «δείχνει την δράση της μαγείας και του ναγκουαλισμού στην διεθνή πολιτική στα τέλη του εικοστού αιώνα»  (1999: 248).     

Ένα βασικό στοιχείο αυτού του ιδιότυπου επαναστατικού σαμανισμού είναι η ιδέα μιας «ριζοσπαστικής ρήξης στην ζωή κάποιου», μιας ριζοσπαστικής προσωπικής απόσχισης από την ψυχολογία της κυρίαρχης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας. Αυτή η ριζοσπαστική ρήξη επέρχεται ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής ανάλυσης μιας δεδομένης κατάστασης, και έχει έναν πολύ προσωπικό χαρακτήρα· είναι μια πολύ προσωπική απόφαση που αφορά στο να πάψει κάποιος/α να είναι αυτός/η που ήταν, και να εισέλθει σε μία διαδικασία σαμανιστικής μεταμόρφωσης. Όπως λέει ο Marcos:

Έρχεται η στιγμή που συνειδητοποιείς ως ανθρώπινο ον, ότι φτάνεις στο σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή… αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις (1994 n.p.).     

Η ριζοσπαστικότητα αυτής της απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι απορρίπτει όλες τις εναλλακτικές λύσεις που ο νεοφιλελευθερισμός επιτρέπει ως βαλβίδες ασφαλείας, ώστε να εκτονώνονται η δυσαρέσκεια και η διαφωνία, ή προκειμένου να βρίσκει πεδίο δράσης η καλή πρόθεση. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις αποτελούν, σύμφωνα με τον Marcos, «συμβιβασμούς που συσσωρεύονται», είναι «η ασπιρίνη που ανακουφίζει από τον πόνο αλλά δεν θεραπεύει την ασθένεια». Όπως λέει:

Μπορεί να έχεις καλή πρόθεση και να κάνεις φιλανθρωπίες. Είσαι λοιπόν καλός άνθρωπος, με την κοινωνική έννοια της λέξης, αλλά ανακαλύπτεις ότι θα πρέπει να προσαρμόζεσαι συνέχεια, να κάνεις παραχωρήσεις, συμβιβασμούς, στην αρχή μικρούς που όμως όλο και θα αυξάνονται… ξέρεις πως είναι κάτι που δεν θα λύσει τη ρίζα του προβλήματος (ibidn.p.).

Η ψυχολογία των Ζαπατίστας δεν είναι μια ψυχολογία ατομικής βελτίωσης, ούτε ένα είδος θετικής ψυχολογίας που στοχεύει στο να κάνει το άτομο χαρούμενο · βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις περί αυτο-ανάπτυξης, αυτο-πραγμάτωσης, δημιουργίας άμυνας ενάντια στο εχθρικό «εκεί έξω», ενδυνάμωσης της δημιουργικότητας και άλλων ικανοτήτων, και απόκτησης της ικανότητας διαχείρισης του στρες, ώστε το άτομο να εναρμονίζεται καλύτερα με τον νεοφιλελεύθερο κόσμο της κοινωνικής ατομοποίησης και του ανταγωνισμού και να παραμένει λειτουργικό και παραγωγικό για την οικονομία της αγοράς. Η απόφαση για ρήξη με την κυρίαρχη ψυχολογία πραγματοποιείται ως μια ατομική προϋπόθεση για να μπορέσει κανείς να μετέχει σε ένα ευρύτερο πρόταγμα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού –και να μετασχηματιστεί και ο ίδιος μέσα από αυτήν. Η προσωπική αλλαγή και η κοινωνική αλλαγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες· η μία δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς την άλλη, αλληλοτροφοδοτούνται.

Η ρητή και έμμεση ανάπτυξη στοιχείων μιας ριζοσπαστικής ψυχολογίας από τον Marcos όταν δεν αγνοείται από τις πολιτικές αναλύσεις ή αντιμετωπίζεται επιδερμικά ως ενδεικτικό στοιχείο της «φιλαρέσκειας» του ή του λογοτεχνικού του ταλέντου ηρωοποιείται και παρουσιάζεται ως οι ιδιαίτερες ψυχικές ικανότητες ενός μεγάλου άνδρα. Από την πρώτη κιόλας δημόσια εμφάνιση των Ζαπατίστας, ενώ οι εχθρικοί προς το κίνημα αναλυτές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ψυχολογιοποιήσουν τον Marcos και να τον παρουσιάσουν ως μια σκοτεινή και παθολογική φιγούρα, οι αναλυτές που τάσσονταν υπέρ του κινήματος εναντιοδρομούσαν μέσα στη ίδια ψυχολογική λογική με τον αντίπαλο, και έκαναν ότι μπορούσαν για να ηρωοποιήσουν τον Marcos. Η Naomi Klein αποτελεί απλώς ένα από τα πάρα πολλά ανάλογα παραδείγματα όταν γράφει:

αυτός ο μασκοφορεμένος άνδρας που αυτοαποκαλείται Marcos είναι ο απόγονος του [Martin Luther]King, του Che Guevara, του Malcolm X, του Emiliano Zapata, και όλων εκείνων των ηρώων που κήρυξαν από τους άμβωνες, και κυνηγήθηκαν όλοι μέχρι θανάτου, ένας προς έναν, αφήνοντας πίσω τους ομάδες υποστηρικτών να περιπλανώνται τυφλοί και αποπροσανατολισμένοι. (2011: 14).

Ήρωες, άμβωνες, γενεαλογίες ηγετών, τυφλοί περιπλανώμενοι υποστηρικτές, λέξεις κλειδιά που παραπέμπουν στο απεμπλουτισμένο ιεραρχικό σχεσιακό πλέγμα. Μέσα από τέτοιου είδους προσεγγίσεις η ριζοσπαστική ψυχολογία μετατρέπεται σε προνομιακό δικαίωμα μιας παγκόσμιας ηρωικής γενεαλογίας, κάτι που απέχει πολύ από τις δυνατότητες των «απλών ανθρώπων», για τους οποίους η μόνη διαθέσιμη επιλογή είναι η ψυχολογία των «υποστηρικτών». Αυτή η ηρωοποίηση του Marcos, στην οποία συντέλεσαν πολλοί διεθνείς αλλά και εγχώριοι αριστεροί αναλυτές, είναι μια ξεκάθαρη εκδήλωση κυρίαρχης ψυχολογίας, που ξέρει να κατανοεί τον κόσμο μέσα από συγκεκριμένα δίπολα, όπως ηγέτες/ήρωες και υποστηρικτές. Μια ψυχολογία η οποία αναπαράγεται και ισχυροποιείται στις συνειδήσεις, εμποδίζοντας την ρήξη και την ριζοσπαστικοποίηση. 

Η πραγματικότητα των Ζαπατίστας ήταν όμως πολύ διαφορετική. Η ψυχολογία που ο Marcos επικοινωνεί στον κόσμο –ακόμα και όταν εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο– δεν αποτελεί κάποια ένδειξη ξεχωριστών ατομικών ικανοτήτων. Με αυτήν την συγκεκριμένη έννοια, η μάσκα που λέγεται Μarcos είναι πραγματικά η φωνή όλου του κινήματος των Ζαπατιστας κάτι που ο Žižek (2012) δεν κατάφερε να δει στην πρόχειρη  και συχνά εχθρική κριτική του στον Marcos. Όλοι οι mestizo διανοούμενοι που από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και μετά έφευγαν από τις μεγάλες πόλεις για να εγκατασταθούν στη ζούγκλα της Τσιάπας, έκαναν πράξη αυτή την ριζοσπαστική ψυχολογία. Οι αδερφοί Yáñes, για παράδειγμα, ο Cesar και ο Fernando, από τους πρώτους που έφυγαν στην ζούγκλα της Τσιάπας και οργάνωσαν τις απαραίτητες δομές εκεί, πάνω από μια δεκαετία προτού ενταχτεί ο Marcos στο αντάρτικο είχαν δράσει επίσης στο πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής ψυχολογίας. Όπως αναφέρει ο Oppenheimer (1998):

σε μια συναισθηματική σκηνή αποχωρισμού το 1972, ο Fernando αποχωρίστηκε τους γονείς του και την ίδια του την οικογένεια για να χαθεί στην απόλυτη ανωνυμία. Ο Fernando, ο μικρότερος αδελφός, παρουσιάστηκε ένα πρωί στο σπίτι των γονιών του και τους ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να πάει να βρει τον αδελφό του τον Cesar και να αφιερώσει τη ζωή του στην επανάσταση. Τους είπε ότι δεν θα τον έβλεπαν ποτέ ξανά, ούτε θα μάθαιναν νέα του (σελ. 255).

Το ίδιο ισχύει φυσικά και για όλα εκείνα τα νεαρά αγόρια και κορίτσια από τις ινδιάνικες κοινότητες που αποσχίστηκαν από την παράδοση και τη συνήθεια και άφησαν τις κοινότητες τους για να γίνουν αντάρτες του Ζαπατίστικου στρατού. Το ίδιο ισχύει και για όλους εκείνους τους campesinos ινδιάνους, άνδρες και γυναίκες, που αγνόησαν το φόβο, έκοψαν τους δεσμούς με όλα τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμικούς φορείς και οργανώσεις, και προσχώρησαν στη δημιουργία ενός νέου κινήματος. Ήταν μια δύσκολη απόφαση, οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν παραπάνω από αντίξοες ακόμα και η αριστερά ήταν ενάντια σε κάθε επαναστατική δράση αυτού του είδους και προτιμούσε να βλέπει τους καταπιεσμένους ινδιάνους ως ψηφοφόρους, παρά ως αντάρτες. Ήταν μια απόφαση υψηλού κινδύνου που συνεπαγόταν, όπως έχει υποστηρίξει ο Marcos (1994) «το αντίθετο από αυτό που άφηνε κανείς πίσω του». Μια απόφαση, που αποκρυσταλλώθηκε στην συνειδητή, προσεχτική, υπομονετική και μακροχρόνια προετοιμασία –επίσης στοιχεία μιας ψυχολογίας που αποστασιοποιείται από την ανάγκη της νεοφιλελεύθερης ψυχολογίας για άμεσα οφέλη και γρήγορες απολαύσεις– μιας εξέγερσης· μιας εξέγερσης που τους έφερε όλους ενώπιον μιας νέας κατάστασης:

Είμαστε πάρα πολλοί αυτοί που κάψαμε τα πλοία μας εκείνη την αυγή της 1ης Ιανουαρίου του 1994 και πιάσαμε ένα βαρύ βηματισμό καλύπτοντας τα πρόσωπά μας με κουκούλες. Είμαστε πολλοί αυτοί που κάναμε εκείνο το βήμα χωρίς επιστροφή (παρατίθεται στο Anaconda, 1994: 20).

Η ψυχολογία αυτή δεν κλείνει με μια επιτυχημένη θεραπεία, δεν υπάρχει ένα χαρούμενο και ευτυχισμένο τέλος, αλλά συνεχίζεται με περισσότερο αγώνα, με θάρρος και επιμονή. Αυτή η ριζοσπαστική σαμανιστική ψυχολογία είναι που μας κληροδοτούν οι Ζαπατίστας, την ψυχολογία μιας ριψοκίνδυνης ρήξης, μιας ριζοσπαστικής αποκοπής από την νεοφιλελεύθερη ψυχολογία και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μιλά και δρα, από τις σχέσεις της με την παράδοση, τις συνήθειες και τις κοινωνικές συμβάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται, το απεμπλουτισμένο σχεσιακό της πλέγμα, τον απομαγεμένο και υπερεκλογικευμένο τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο και τους άλλους, την περιφρουρημένη και εξαρτημένη θυμική της οικονομία, τον ωφελιμιστικό της χρόνο. Μόνο εφόσον αποδεχόμαστε αυτή την κληρονομιά μπορούμε να υποστηρίζουμε πως «Είμαστε Όλοι Ζαπατίστας» (Somos Todos Zapatistas). 





Βιβλιογραφία             
                                 
Anaconda, A. (1994). El Subcomandante Marcos; Varias Voces, un Sòlo Pasamontañas. Epoca, 21 February, 1994, pp. 18-20.

Dardot, P. and Laval, C. (2009). La Nouvelle Raison du Monde: Essai sur la société néolibérale. Paris: La Découverte. 

Klein, N. (2001). The Unknown Icon. The Guardian Weekend, March 3, 2001, pp. 9-14.

Marcos (1994). Interview given to Michael McCaughan. http://home.san.rr.com/revolution/marcos.htm (accessed 21 December 2005).

Oppenheimer, A. (1996). Bordering on Chaos: Mexico’s Roller-Coaster Journey towards Prosperity. Boston: Little, Brown.

Taussig, M. (1999). Defacement. Stanford, CA: Stanford University Press.

Žižek, S. (2012). Organs without Bodies: On Deleuze and Consequences. London: Routledge.