29.3.14

Εισαγωγή στο “Επανάσταση στην Ψυχολογία”



Ian Parker 
 

Το βιβλίο αυτό αφορά την ψυχολογία· αφορά δύο πράγματα: το πώς η επιστήμη της ψυχολογίας πρόδωσε την υπόσχεσή της να κατανοήσει και να βοηθήσει τους ανθρώπους, αλλά και το προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε για να κάνουμε τους ψυχολόγους να εργαστούν για την κοινωνική αλλαγή και όχι ενάντια σ’ αυτήν. Η επιστήμη της ψυχολογίας, ως κλάδος ακαδημαϊκής έρευνας και επαγγελματικής άσκησης, έχει σαν στόχο να ανακαλύψει το πώς συμπεριφερόμαστε, σκεπτόμαστε και αισθανόμαστε. Η γνώση και οι τεχνικές που παράγουν οι ψυχολόγοι όμως έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν τους ανθρώπους να προσαρμόζονται στην κοινωνία. Από τη στιγμή που οι κοινωνίες είναι οργανωμένες στη βάση της εκμετάλλευσης και της ανισότητας, ακόμη και οι ψυχολόγοι που έχουν τις καλύτερες προθέσεις συνεισφέρουν στην αλλοτρίωση, στον διαχωρισμό δηλαδή του εαυτού μας από τους άλλους και από τις δημιουργικές μας ικανότητες. 

Το παρόν βιβλίο είναι γι’ αυτούς που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, για αυτούς που προσπαθούν να κατανοήσουν τη δική τους ψυχολογία και να δημιουργήσουν διάφορες συνδέσεις μεταξύ της ψυχολογίας και της ριζοσπαστικής πολιτικής. Οι ακτιβιστές που εμπλέκονται στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, ενάντια στον ρατσισμό και ασχολούνται με τη φεμινιστική πολιτική, επιχειρούν συχνά να συνδέσουν τις ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές με αλλαγές στο περισσότερο προσωπικό επίπεδο της καθημερινής ζωής. Και είναι πράγματι ορθή η προσπάθεια τους αυτή να διαμορφώσουν τέτοιου είδους συνδέσεις. Ένα από τα μαθήματα που αντλούμε από τις αποτυχημένες επαναστάσεις και τα αυταρχικά «σοσιαλιστικά» καθεστώτα είναι ότι αυτό το κατάφωρα «ψυχολογικό» επίπεδο συνδέεται με την πολιτική αλλαγή. Οι ακτιβιστές χρειάζεται να ξέρουν κάποια πράγματα για την ψυχολογία και το τι πρέπει να γίνει με αυτήν, ώστε να μην λειτουργεί απλώς ως ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.



Στην πολιτική συζήτηση συναντάμε με έμμεσο τρόπο την ψυχολογία

Η ψυχολογία είναι σημαντική, όχι επειδή εκφέρει κάποιες μεγάλες αλήθειες, αλλά επειδή είναι πολύ χρήσιμη γι’ αυτούς που έχουν την εξουσία. Οι ψυχολογικές περιγραφές ατομικής δράσης υιοθετούνται, πολύ συχνά με μεγάλο ενθουσιασμό, ακόμη και από αυτούς που έχουν πολλά να χάσουν από τέτοιες περιγραφές. Όσοι πάλι ωφελούνται από το να πείθουν τους ανθρώπους ότι ένα πρόβλημα ανάγεται στον τρόπο που κάποιος σκέφτεται ή αισθάνεται, έχουν επίσης, όπως είναι αναμενόμενο, μεγάλη πίστη στην ψυχολογία. Η ψυχολογία αποτελεί ένα όλο και πιο ισχυρό στοιχείο της ιδεολογίας, δηλαδή των κυρίαρχων ιδεών οι οποίες λειτουργούν ενισχύοντας την εκμετάλλευση και υπονομεύοντας τους αγώνες ενάντια στην καταπίεση. Δεδομένου ότι αυτού του είδους η ψυχολογία έχει ένα μεγάλο φάσμα απήχησης και εφαρμογής το οποίο ξεφεύγει από τα στενά όρια των ακαδημαϊκών χώρων και των κλινικών, δεν είναι τυχαίο το ότι διάφορες εκδοχές της ψυχολογίας ως ιδεολογίας συναντώνται πλέον παντού στις καπιταλιστικές κοινωνίες. 

Για παράδειγμα, τα προφίλ προσωπικότητας των πολιτικών ηγετών χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως τρόποι εξήγησης διαφόρων πολιτικών ζητημάτων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ψυχολογική ιδεολογία διεισδύει στον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τον αλλάξουμε. Σύμφωνα με αυτό τον τρόπο ερμηνείας, οι ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες κάποιες προσωπικότητες δίνουν διαταγές και κάποιοι άλλοι τις ακολουθούν, αποτελούν για την ψυχολογία απλώς ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται τα ατομικά κίνητρα και οι αποφάσεις, και τίποτα παραπάνω. Η εστίαση στην παιδική ηλικία των πολιτικών αντιπάλων ψυχολογιοποιεί την πολιτική, και η δραστηριότητα αυτών που εμπλέκονται σε διάφορες μορφές πολιτικής αντίστασης παραγκωνίζεται, περιθωριοποιείται ως κάτι άσχετο και άχρηστο. Αυτή η αναγωγή του πολιτικού αγώνα στο τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό κάποιων ατομικών χαρακτήρων, μας καθιστά απλούς θεατές των συνθηκών. 

Αντί για κοινωνικό μετασχηματισμό, αυτό που προτείνεται είναι διάφορες συμβουλές ατομικής βελτίωσης, και η ψυχολογιοποίηση της κοινωνικής ζωής ωθεί τους ανθρώπους στη σκέψη ότι η μόνη δυνατή αλλαγή που θα μπορούσαν να επιφέρουν αφορά τον τρόπο ντυσίματός τους και το πως παρουσιάζουν τον εαυτό τους στους άλλους. Έτσι, οι διάφορες μορφές εξομολογήσεων, συμφιλιώσεων και φτιασιδώματος στην τηλεόραση, λειτουργούν ως πεδία ψυχολογιοποίησης. Κάποιες φορές, ο ειδικός σύμβουλος εκφράζει ρητά την ανάγκη για αλλαγή ενός ατόμου ή μιας σχέσης, συνήθως όμως οι συμμετέχοντες στις διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές έχουν ήδη αφομοιώσει την ψυχολογική ιδεολογία σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε είναι ικανοί να ξεσπάσουν σε κλάματα, να παραδεχτούν τα λάθη τους και να ζητήσουν συγχώρεση χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση. Υπάρχει πάντα ένα μήνυμα για το ποια είναι η υγιής ψυχολογική κατάσταση, και για το πως αυτή αποτελεί τη βάση για οτιδήποτε άλλο. 

Διάφορες ιδέες που σχετίζονται με το φύλο και τη φυλή λειτουργούν δημιουργώντας διαιρέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ενώ οι ψυχολογικές θεωρίες έχουν επίσης συμβάλλει καθοριστικά στο να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων είναι ουσιώδεις και αναγκαίες ιδιότητες τους, οι οποίες δεν μπορούν να αλλάξουν. Σε σύγκριση με τις παλιές βιολογικές θεωρίες, η ψυχολογία προσφέρει ακόμη πιο πολύπλοκα και άρα πειστικότερα επιχειρήματα υπέρ του σεξισμού και του ρατσισμού. Αυτή η νέα ψυχολογία, χρησιμεύοντας ως ιδεολογία, λειτουργεί ως ένας τρόπος δικαιολόγησης της βίας και ενίσχυσης κάποιων στερεοτύπων. Για παράδειγμα, ορισμένες έννοιες που προέρχονται από την επονομαζόμενη «εξελικτική ψυχολογία», λειτουργούν συμπληρωματικά σε σχέση με διάφορα παλιά θρησκευτικά επιχειρήματα του χείριστου είδους που αφορούν τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτή η μετατόπιση στην έμφαση από τις φυλετικές ταξινομήσεις στις πολιτισμικές διαφορές, και από τη βιολογία στην ψυχολογία, ακολουθεί την ίδια λογική, και αντιμετωπίζει τις βαθύτερες ψυχικές διεργασίες ως υπεύθυνες για την –οφειλόμενη σε δομικούς οικονομικούς παράγοντες– υπεροχή των λευκών. 

Διάφορα διαδεδομένα επιχειρήματα που υπάρχουν σχετικά με την «ανθρώπινη φύση» δημιουργούν την εντύπωση πως η κοινωνική αλλαγή είναι ανέφικτη, ενώ οι ψυχολογικές θεωρίες υπονομεύουν όσους πιστεύουν πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Οι ψυχολογικές ερμηνείες που προσφέρονται για τους πολέμους, τις εισβολές και τις μαζικές δολοφονίες όχι μόνο μας αποπροσανατολίζουν και αποσπούν την προσοχή μας από τις οικονομικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες, αλλά εξασθενίζουν επίσης την πίστη εκείνων που είναι αφοσιωμένοι στην αλλαγή. Κάθε θεωρία που υποστηρίζει πως η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αλλάξει σε ένα βαθύ ψυχολογικό επίπεδο, έχει ύπουλες οικονομικές λειτουργίες και επικίνδυνες πολιτικές συνέπειες. Το να αποστασιοποιηθούμε από την ψυχολογία θα μας βοηθήσει να εγκαταλείψουμε την εσφαλμένη αντίληψη, πως η κτηνωδία βρίσκεται καλωδιωμένη στον εγκέφαλο και στη συμπεριφορά μας.



Στην πολιτική δραστηριότητα συναντάμε με άμεσο τρόπο την ψυχολογία

Οι ψυχολογικές ιδέες δεν βρίσκονται απλώς παντού στην καθημερινότητα της τηλεόρασης, προσφέροντας λάθος εξηγήσεις για τα προβλήματα που υπάρχουν στον κόσμο και αποπροσανατολίζοντάς μας από το πώς μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Η ψυχολογία ως ιδεολογία δεν είναι απλώς ένα σύνολο από χαζομάρες τις οποίες μπορούμε να προσπεράσουμε καθώς ασχολούμαστε με την πραγματική πολιτική · δεν είναι απλώς κάτι επιφανειακό στη ζωή μας το οποίο μπορούμε να ξεφορτωθούμε με ευκολία. Η ψυχολογία έχει πλέον ενσωματωθεί δομικά στον τρόπο με βάση τον οποίο έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας ως άτομα. Έτσι λοιπόν, εισέρχεται και στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τον εαυτό τους και τον ρόλο τους ως φορέων πολιτικής δράσης. Η ψυχολογία, δηλαδή, επηρεάζει το πώς ερμηνεύουμε τον κόσμο και το πώς επιχειρούμε να τον αλλάξουμε. 

Στο σχολείο, για παράδειγμα, υποκείμεθα σε κατηγορίες όπως οι δεξιότητες και η νοημοσύνη, οι οποίες σημαδεύουν έντονα αυτό που έχουμε μάθει να θεωρούμε ως προσωπική μας «ψυχολογία». Η ταξινόμηση και η κατάταξη των παιδιών σε διαφορετικά είδη σχολείου σηματοδοτεί την ταξική θέση και την ταυτότητα κάθε παιδιού στο μέλλον. Μια ατομική διαδρομή μέσω του σχολείου βιώνεται ως κάτι «ψυχολογικό», και κάθε παιδί καταλήγει να ζει την αποτυχία ως κάτι που βρίσκεται βαθιά μέσα του, και το οποίο δεν μπορεί ποτέ να κατανοήσει, ούτε να ξεφύγει από αυτό. Έτσι, καθώς τα ίδια μας τα παιδιά υποφέρουν από ένα όλο και περισσότερο εντατικοποιημένο σύστημα αξιολόγησης και περιορισμών, αισθανόμαστε ακόμη πιο ανήμποροι. 

Επίσης, οι ψυχολογικές κατηγορίες παροτρύνουν τους περισσότερους από εμάς να αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε και μιλάμε, προκειμένου να προσαρμοστούμε σε αυτόν τον κόσμο. Η καπιταλιστική κοινωνία είναι εξαρτημένη από αυτούς που δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα –δηλαδή, την εργατική τάξη οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν και την πλειοψηφία του πληθυσμού. Παρόλα αυτά, η κοινωνία αυτοπαρουσιάζεται ως μεσοαστική, σαν οι εργάτες να αποτελούν μία οικτρή και αραιή μειοψηφία. Αυτή η αντίφαση μεταξύ αναπαράστασης και πραγματικότητας –αυτό το ψέμα όσον αφορά το ποιοι είμαστε– σημαίνει πως καθώς προσαρμοζόμαστε, αρχίζουμε να βάζουμε στη ζωή μας μια σειρά από παραδοχές σχετικές με το τι δεν πάει καλά με εμάς και με την ορθότητα των στρατηγικών επιβίωσης που υιοθετήσαμε. Οι ατομικές επιλογές που συγκαλύπτουν το ότι υπάρχουν δομικές ανισότητες τροφοδοτούν ακόμη περισσότερο την ψυχολογιοποίηση, ενώ η ικανότητα μας να φλυαρούμε για διάφορα συναισθήματα και για τις προσωπικές μας αναζητήσεις, βεβαιώνει τόσο σε εμάς όσο και στους άλλους πως δεν θα δημιουργήσουμε ποτέ κανένα πρόβλημα. Μας διδάσκουν να τα παρατάμε όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, και να αποδεχόμαστε πως ο στόχος της αλλαγής του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παράγωγο ψυχολογικών κινήτρων, όπως η ζηλοφθονία και η δυσανασχέτηση με την επιτυχία των άλλων.

Αυτοί που αντιστέκονται, αυτοί που πιστεύουν ακλόνητα σε σοσιαλιστικές και φεμινιστικές ιδέες καθώς και αυτοί που χτίζουν σήμερα τα νέα κοινωνικά κινήματα, μπορούν συχνά να κρατήσουν την ψυχολογιοποίηση υπό έλεγχο και να βάλουν την ψυχολογία στη θέση της. Ακόμα κι έτσι, όμως, η ψυχολογία παραμένει μία ισχυρή δύναμη. Νιώθουμε αρκετές φορές πιεσμένοι, εξαντλημένοι και τραυματισμένοι από τους αγώνες μας, και όταν καταρρέουμε από την καταπόνηση και την απελπισία είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε τι πρέπει να απαιτήσουμε από τους ειδικούς, οι οποίοι έχουν κάνει επάγγελμα το να επισκευάζουν πρόχειρα τα υπό κατάρρευση άτομα. Λόγω του ότι η ψυχολογία αποτελεί μέρος του προβλήματος –εξατομικεύοντας και δίνοντας ουσιοκρατική διάσταση στις κοινωνικές διαδικασίες– πρέπει να ξέρουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που βιώνουμε ως κοινωνικές διαδικασίες, αντί να παραδινόμαστε σε αυτούς που θα τα μετατρέψουν –για μια ακόμη φορά– σε ψυχολογία. 

Η ανυπόφορη δυστυχία αντιμετωπίζεται από τους ψυχολόγους σαν διαταραχή, αποτυχία ή αρρώστια. Μία από τις πιο καταστροφικές πλευρές της αλλοτρίωσης είναι η αποκοπή των ανθρώπων από τα αισθήματα δυστυχίας και θυμού, είτε από δική τους δέσμευση είτε από απαίτηση των άλλων. Η καταπίεσή μας μετατρέπεται από τους ψυχολόγους σε «αρνητική σκέψη», για την οποία αισθανόμαστε άσχημα που βρίσκεται μέσα μας, ενώ η καταπίεσή των άλλων μετατρέπεται σε μοιραία κακοτυχία που αποδίδεται στην ανεπαρκή προσαρμογή τους. Στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία έχει ως κινητήρια δύναμη το κέρδος και την επιταγή της κατανάλωσης, υπάρχει μια υπερεκτίμηση της «θετικής ψυχολογίας» και η χαρά καταλήγει έτσι να θεωρείται ως η φυσιολογική κατάσταση. Η προσωπική δραστηριοποίηση και η αλληλεγγύη αντικαθίστανται από τα αντικαταθλιπτικά και τη φιλανθρωπία.



Το πεδίο της ψυχολογίας αποτελεί πολιτικό ζήτημα

Η ψυχολογία ως κλάδος έχει μία πολύ συγκεκριμένη λειτουργία στον καπιταλισμό. Οι ακαδημαϊκές θεωρίες και η επαγγελματική πρακτική που απαρτίζουν την ψυχολογία στα σχολεία, τις επιχειρήσεις, τα νοσοκομεία και τις φυλακές, ταιριάζουν γάντι με την άσκηση της εξουσίας. Το γεγονός αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να βάλει την ψυχολογία στην ατζέντα όσων ασχολούνται με τη ριζοσπαστική πολιτική. Υπάρχει, ωστόσο, και άλλος ένας πιεστικός λόγος για να έρθει κανείς αντιμέτωπος με την ψυχολογία, δηλαδή, πως το πεδίο της ατομικής εμπειρίας που ονομάζουμε «ψυχολογία» διαμορφώθηκε σε συνθήκες καπιταλισμού, και η προσεκτική ανάλυση αυτής της ψυχολογίας μας βοηθάει να κατανοήσουμε βαθύτερα τον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του καπιταλισμού. Μία προσεκτική ανάλυση της ανάπτυξης της ψυχολογίας μπορεί στην πραγματικότητα να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε κάτι σχετικά με τη φύση της αλλοτρίωσης στην καπιταλιστική κοινωνία και τον ρόλο που κατέχουν διαφορετικές μορφές καταπίεσης μέσα σε αυτήν. 

Η «ψυχολογιοποίηση» της καθημερινής ζωής στον καπιταλισμό δεν είναι ούτε μία προαιρετική επιλογή, ούτε ένα απλό πολιτικό διαίρει και βασίλευε της εξουσίας· η ψυχολογιοποίηση είναι ουσιαστικής σημασίας και απαραίτητη για τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και τα φαινόμενα του ρατσισμού και του σεξισμού, για παράδειγμα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον καπιταλισμό. Κάποιες πτυχές της καταπίεσης εμφανίζονται να είναι περισσότερο «ψυχολογικές», επειδή ακριβώς συμπληρώνουν και ενισχύουν αυτό που είναι, για κάποιους, άμεσα ορατή καταπίεση. 

Η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης η οποία σίγουρα ενισχύει την ατομική εμπειρία, αλλά την καθιστά επίσης ως κάτι που είναι «ψυχολογικό» · ως κάτι που λειτουργεί σαν να βρίσκεται μέσα στο κάθε άτομο. Είτε αυτό γίνεται αντιληπτό σαν μια ψυχική ή μια συναισθηματική διεργασία, λειτουργεί ως κάτι που συνιστά ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη ιδιότητα του ατόμου, και ως κάτι που δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό από το ίδιο το άτομο. Η αλλοτρίωση δεν είναι απλώς ο διαχωρισμός του εαυτού μας από τους άλλους, αλλά μια μορφή διαχωρισμού από τον εαυτό μας, που μας κάνει να τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι που το κυριαρχούν και το καθοδηγούν δυνάμεις ακατανόητες για εμάς. Αυτές οι μυστηριώδεις δυνάμεις περιλαμβάνουν διάφορες οικονομικές δυνάμεις που μας κατασκευάζουν ως υπάρξεις που οφείλουν να πουλούν την εργατική τους δύναμη στους άλλους. Παρόλα αυτά, η ψυχολογιοποίηση των διαφόρων εκφάνσεων της καταπίεσης –οι οποίες συνέβαλαν στην εδραίωση του καπιταλισμού– συμπυκνώνει τη «φυλή» και το «φύλο» σε –άλλοτε συναρπαστικές και άλλοτε τρομακτικές– δυνάμεις μεγάλης ισχύος και έντασης, που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό μας. 

Υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ της ιδιωτικής εμπειρίας, των προσωπικών σχέσεων και του κράτους, το οποίο επικαλείται αυτό το «ψυχολογικό» πεδίο, και το επιστρατεύει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μπορεί να αποκρουστεί οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο την ιδιωτική περιουσία. Η ψυχολογιοποίηση έχει ριζώσει τόσο βαθιά στην ζωή εντός του καπιταλισμού, ώστε τώρα δεν είναι μόνο οι ψυχολόγοι που κατηγορούν τα άτομα και πιστεύουν πως είναι αυτά που λειτουργούν «αμυντικά» στις περιπτώσεις που υπάρχει ρατσισμός και σεξισμός. Για παράδειγμα, οι επιθέσεις σε μετανάστες, συνοδεύουν τα ορθολογικά πολιτικά debates, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν στους ανθρώπους της μεσαίας τάξης να εμφανίζονται ως ψυχολογικά σκεπτόμενοι, και ως κάποιοι που διαθέτουν την κατάλληλα ευγενική και συναισθηματική ψυχολογική παιδεία, καθώς υποκινείται μια άλλη «ψυχολογία»  που ανήκει υποτίθεται στον όχλο της εργατικής τάξης. Έτσι, την ίδια στιγμή που η ψυχολογιοποίηση κάνει χρήση ρατσιστικής βίας –εκπροσωπώντας το ρόλο του κράτους ως οικονομικο-πολιτικού μηχανισμού που προστατεύει το «έθνος» από τους ξένους– η ψυχολογία ως ιδεολογία μπορεί να διαπιστώνει αυτάρεσκα πως κάτι δεν πάει καλά με την ανθρώπινη φύση. 

Αυτός είναι ο λόγος που η ριζοσπαστική πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με την απελευθέρωση πραγμάτων που βρίσκονται «απωθημένα» μέσα μας ή καταπιεσμένες ματαιώσεις και ενέργειες που το «σύστημα» δεν έχει επιτρέψει να εκφραστούν. Η επανάσταση δεν προβάλλει απλώς «αντίσταση» στην καταπίεση, παρακινώντας τους ανθρώπους να εξεγερθούν απέναντι στην εξουσία. Αυτή η απεικόνιση διάφορων δυνάμεων, οι οποίες βρίσκονται βαθιά καταχωνιασμένες μέσα μας και κοχλάζουν έτοιμες να ξεχυθούν βίαια μόλις τους δοθεί η ευκαιρία, είναι ακριβώς αυτό που παράγει η ψυχολογιοποίηση και συνιστά μια από τις πιο επικίνδυνες και αντιδραστικές εκφάνσεις της ψυχολογίας ως ιδεολογίας. Απέναντι στη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας –που είναι εμφανής σε όσους ζουν με εξευτελιστικούς μισθούς και αποτελούν την κρυφή εργατική δύναμη που καθιστά εφικτή την κοινωνία της κατανάλωσης– και απέναντι στη βαρβαρότητα που επιδεικνύει ο καπιταλισμός ενάντια σε όσους και όσες αντιστέκονται σε αυτόν, τα επαναστατικά κινήματα είχαν θέσει πάντοτε ως στόχο τους τη διατήρηση όλων όσων είχαν κατακτήσει οι καταπιεσμένοι μέχρι τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οι επαναστατικές αλλαγές προϋποθέτουν κοινωνικές και ατομικές αλλαγές, οι οποίες προεικονίζουν έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό σημαίνει πως η λεπτομερής ανάλυση, ο αναστοχασμός και η θεωρία έχουν πάντα υπάρξει απαραίτητα στοιχεία, τα οποία όμως διαφέρουν από την ψυχολογία. 

Η σχέση μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού στην επαναστατική πολιτική έχει τεθεί και πάλι στην πολιτική ατζέντα μέσω του φεμινισμού. Το σοσιαλιστικό κίνημα στα πρώτα του χρόνια είχε αντιμετωπίσει το προσωπικό και το πολιτικό ως αλληλένδετα, ενώ πολλές επαναστάσεις δεν θα είχαν γίνει εφικτές αν η σεξουαλική και πολιτισμική χειραφέτηση δεν είχαν τεθεί ως αιτήματα πλάι στις διάφορες οικονομικές διεκδικήσεις. Σε αντίθεση με την ψυχολογία, τα κινήματα αυτά συνδέουν το προσωπικό με το πολιτικό, με τρόπο που φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική φύση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτά τα κινήματα αμφισβητούν την αναγωγή των κοινωνικών φαινομένων στο επίπεδο του ατόμου, ενώ παράλληλα, η ιστορική αλλαγή μετασχηματίζει ορισμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα οποία η κυρίαρχη ψυχολογία παρουσιάζει ως ουσιώδη και αμετάβλητα. Επίσης, η καθολικοποίηση του αγώνα για την κοινωνικοπολιτική αλλαγή, συχνά αμφισβητεί και υπερβαίνει την παγκοσμιοποίηση της εκμετάλλευσης που έχει επιφέρει ο καπιταλισμός.



Η ψυχολογία στέκεται εμπόδιο στη χειραφέτηση 

Εκείνοι που πιστεύουν πως γνωρίζουν ελάχιστα πράγματα για την ψυχολογική θεωρία, βρίσκονται συχνά στην καλύτερη θέση αντίστασης απέναντι σε αυτήν. Η αρχική τους παραδοχή –πως το μεγαλύτερο μέρος της ψυχολογίας δεν είναι τίποτα άλλο από βλακείες– είναι μία καλή βάση για να ξεκινήσουμε την ανάλυση μας για το πώς η ψυχολογία λειτουργεί ως ιδεολογία. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή, και αυτός είναι ένας από τους στόχους του παρόντος βιβλίου. Όπως συμβαίνει με οποιοδήποτε ιδεολογικό σύστημα, αυτοί που αρχίζουν να μαθαίνουν για την ψυχολογία, τείνουν να πιστεύουν πως μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε μία μυστηριώδη αρμονία με την κοινή λογική. Στην πραγματικότητα, είναι αυτή η εμπειρία της εναρμόνισης της ψυχολογίας με την κοινή λογική που την καθιστά ελκυστική. Το πρόβλημα δημιουργείται εν μέρει εξαιτίας αυτής της πολύ διαισθητικής απήχησης της ψυχολογίας, και λόγω του ότι η ψυχολογία ως ιδεολογία κατακλύζει σε τόσο μεγάλο βαθμό την κοινή λογική περί συμπεριφοράς, που επανεμφανίζεται ακόμη και στις ζωές όσων πιστεύουν πως δεν έχουν καμία σχέση μαζί της. Η ψυχολογία πρέπει να αντιμετωπιστεί σε δύο διαστάσεις: όταν οι επονομαζόμενοι ειδικοί την εισάγουν με ξεκάθαρο τρόπο στις ζωές των υπολοίπων ανθρώπων, και όταν χρησιμοποιείται με έμμεσο τρόπο προκειμένου να ενοχοποιηθούν κάποια πολιτικά επιχειρήματα και να αποκλειστούν διάφορες προοπτικές ριζοσπαστικής αλλαγής. 

Είναι καθήκον μας να κατανοήσουμε το πώς έκαναν την εμφάνισή τους το πεδίο της ψυχολογίας (η ατομική εμπειρία διαχωρισμένη από τους άλλους) και ο κλάδος της ψυχολογίας (ένα ορισμένο σώμα γνώσης και τεχνικών). Καθήκον μας όμως είναι, επίσης, να βρούμε τρόπους παρέμβασης και μετασχηματισμού της ψυχολογίας σε κάτι διαφορετικό. Από το εξωτερικό της ψυχολογίας, αυτοί που ασχολούνται με τη ριζοσπαστική πολιτική, είναι αναγκασμένοι να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το πεδίο της εμπειρίας που διαμορφώνει ο κλάδος. Τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση καθώς και τα ειρηνευτικά κινήματα έχουν εμφανιστεί ανά τον κόσμο ως απάντηση στις άθλιες συνθήκες της εποχής μας, και η αλληλεγγύη με αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στη δυστυχία είναι σίγουρα ένας τρόπος για να υποφέρουμε το ανυπόφορο. Παράλληλα, όμως, αλληλεγγύη σημαίνει πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ψυχολογιοποίηση που εντείνει την προσωπική, ιδιωτική δυστυχία όλων αυτών που έχουν διδαχθεί να πιστεύουν πως είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για όσα τους συμβαίνουν. 

Η ψυχολογία είναι πράγματι μία ψευδοεπιστήμη που εξαπατά το κοινό, αλλά η οποία επικαλείται παράλληλα δυνάμεις που έχουν φτιαχτεί για να λειτουργούν βαθιά μέσα μας, όντας άτομα που έχουμε καταλήξει να είμαστε αυτό που είμαστε προκειμένου να δουλεύουμε και να επιβιώνουμε μέσα στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι νεοφερμένοι στην ψυχολογία, και αυτοί που ήδη ασφυκτιούν μέσα σ’ αυτήν, χρειάζεται πλέον να δράσουν με έναν διαφορετικό τρόπο. Εκείνοι που επιλέγουν να εκπαιδευτούν ως ψυχολόγοι το κάνουν συχνά με σκοπό να βοηθήσουν τους άλλους. Έτσι λοιπόν, το παρόν βιβλίο εμπεριέχει εργαλεία και πόρους ώστε να βοηθήσει όσους μαθητεύουν στην ψυχολογία να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, μένοντας πιστοί σε αυτόν τον αρχικό τους στόχο. Το κυρίως κείμενο παρουσιάζει μία συλλογιστική σχετικά με την ανάπτυξη και τη λειτουργία της ψυχολογίας στην σύγχρονη κοινωνία, ενώ οι υποσημειώσεις παρέχουν λεπτομερείς βιβλιογραφικές πηγές ώστε όσοι δουλεύουν μέσα στο πεδίο της ψυχολογίας να μπορούν να ακολουθήσουν τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται και να τα αναπτύξουν περαιτέρω. Πολλοί ψυχολόγοι γνωρίζουν πως υπάρχει κάτι βαθύτατα λάθος στην ψυχολογία. Το παρόν βιβλίο επιχειρεί να παρουσιάσει το πώς μπορούμε να αλλάξουμε το πεδίο συζήτησης εντός του κλάδου και ενάντια στον κλάδο, ώστε να κινηθούμε πέρα από την ψυχολογία ως μορφή κοινωνικού έλεγχου, προς την ατομική και την κοινωνική χειραφέτηση.



Μετάφραση και Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 

5.3.14

Γιατί οι άνθρωποι μέμφονται τον εαυτό τους



Jennifer Silva
 
Η Barbara Fried καθηγήτρια νομικής στο Πανεπιστήμιο του Stanford στο εισαγωγικό δοκίμιό της για το φόρουμ Boston Review με τίτλο «Beyond Blame», επισημαίνει πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έχει παρατηρηθεί μια ραγδαία αύξηση στο κατά πόσο οι άνθρωποι «μέμφονται τον εαυτό τους», με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές να καθιστούν το άτομο ως το μόνο που είναι υπεύθυνο για τη μοίρα του. Η ελευθερία και η αξιοπρέπεια έχουν γίνει αλληλένδετες με την προσωπική ευθύνη –και η αυτομομφή αποτελεί το καινούριο μότο μας κινητοποίησης. Η ολοένα και μεγαλύτερη ευαλωτότητα των κοινοτήτων και των οικογενειών μας κατά την ίδια χρονική περίοδο, συνέβαλλε στο να παγιωθεί η αντίληψη ότι ο καθένας πρέπει να βασίζεται μόνο στον εαυτό του. Ο προηγούμενος κυβερνητικός εκπρόσωπος και υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές Ron Paul συνόψισε αυτό το πνεύμα αυτομομφής όταν το 2011 σε ένα τηλεοπτικό debate υποστήριξε με ενθουσιώδη τρόπο ότι η απόφαση να αποποιηθούν την ασφάλεια υγείας τους αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα των αμερικάνων. Όταν ο συντονιστής του debate τον ρώτησε αν αυτή του η δήλωση σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να πεθάνει κάποιος που είναι βαριά τραυματισμένος αλλά ανασφάλιστος απ’ το να του παρέχεται κρατική φροντίδα, μπορούσαν να ακουστούν ξεκάθαρα μέλη του κοινού να φωνάζουν «Ναι»! Αν πάρεις ένα ρίσκο και πετύχεις, τότε είσαι ήρωας. Αν πάρεις ένα ρίσκο και αποτύχεις, τότε είσαι ο μοναδικός υπαίτιος –ακόμα κι αν αυτό σου κοστίσει τη ζωή σου. Το να παίρνει κανείς ρίσκο και το να ρίχνει την ευθύνη στον εαυτό του αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας άξιας προσωπικότητας στην σύγχρονη αμερικανική κοινωνία.



Η αυτομομφή συνδέεται άμεσα με την εξουσία και την ανισότητα μιας και ο τρόπος με τον οποίο αυτή αποδίδεται, ευνοεί τους ισχυρούς. Ωστόσο, η κρίσιμη ερώτηση είναι γιατί άνθρωποι που δεν ευνοούνται απ’ το συγκεκριμένο σύστημα –δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των αμερικάνων– υποστηρίζουν με τόσο έντονο τρόπο το συγκεκριμένο σύστημα ηθικών αξιών. Αναζητώντας μια απάντηση πέρασα αρκετά χρόνια της ζωής μου ερευνώντας την αμερικανική εργατική τάξη, αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που έχουν πνιγεί από τα χρέη και που δεν μπορούν να πληρώσουν τα φοιτητικά τους δάνεια. Παρατήρησα το πως αναπτύσσεται η αυτομομφή στην καθημερινότητα προκειμένου να προσφέρει λύση σε πολλά προβλήματα –να διαμορφώσει τον εαυτό, να κρίνει τι είναι άξιο και τι όχι, να προσδώσει αξιοπρέπεια και να προσφέρει μια ερμηνεία για τις αποτυχίες. Εν συντομία, έμαθα ότι το να μέμφεται κανείς τον εαυτό του αποτελεί μία στρατηγική με την οποία μετατρέπει αυτό που είναι αβέβαιο, σε κάτι βέβαιο.

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το παράδειγμα της Monica, μιας 31χρονης γυναίκας της εργατικής τάξης, που κατάγεται από κάποια πολιτεία στα βορειοανατολικά. Η Monica χρησιμοποιεί την ηθική της αυτομομφής για να προσδώσει νόημα και μια αίσθηση προόδου σε μια ζωή γεμάτη αποτυχίες, συνεχείς αλλαγές και απογοητεύσεις. Μετά την αποφοίτησή της απ’ το λύκειο, η Monica βρήκε την πρώτη της δουλειά σε ένα εργοστάσιο παιχνιδιών κοντά στο σπίτι της, όπου είχε ως αρμοδιότητα να πακετάρει τις κούκλες που ήταν έτοιμες για αποστολή. Όταν το εργοστάσιο έκλεισε, την προσέλαβαν σε ένα άλλο με ηλεκτρικά είδη, στο οποίο περνούσε 8 ώρες την ημέρα τοποθετώντας μικροσκοπικά ελατήρια μέσα σε διακόπτες. Έκτοτε έχει δουλέψει ως σερβιτόρα, ως οδηγός φορτηγού, ως βοηθός σε φάρμα, ως υπάλληλος τηλεμάρκετινγκ και ως νοσοκομειακή βοηθός. Λίγο πριν κλείσει τα 30 και μετά το ναυάγιο μιας κατά τα φαινόμενα σοβαρής σχέσης, επέστρεψε στο πατρικό της προκειμένου να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί και να βοηθήσει στην επιχείρηση υλοτομίας του πατέρα της. 

Η Monica ποτέ δεν οραματίστηκε ένα δικό της μέλλον. «Δεν υπήρχε πενταετές σχέδιο», μου είπε γελώντας. Στη συνέχεια όμως, κατσούφιασε καθώς μου περιέγραφε το πως ξεκίνησε τα ναρκωτικά και το αλκοόλ ώστε να καταφέρει να αντιμετωπίσει την πίεση που ένιωθε και να ξεφύγει απ’ τις προβληματικές οικογενειακές της σχέσεις. Κατάφερε να μείνει καθαρή όταν συνειδητοποίησε ότι η ζωή της κατέληγε σε αδιέξοδο. Παρά το γεγονός ότι έχει υποτροπιάσει κάποιες φορές και αναγκάστηκε να διακόψει τις συνεδρίες με τον θεραπευτή της επειδή έχασε την ασφαλιστική κάλυψη για την υγεία της, η Monica τώρα για πρώτη φορά στη ζωή της νιώθει συγκεντρωμένη στους στόχους της και αισιόδοξη. Αρχίζει να φοιτά σε κολλέγιο, έχοντας δανειστεί κάμποσες χιλιάδες δολάρια και ευελπιστώντας να κάνει καριέρα σαν καλλιτέχνιδα. Προσπαθεί να βλέπει πάντα την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων και πιστεύει ότι η ευτυχία βρίσκεται στο χέρι της: ακόμα και όταν της έκλεψαν το ποδήλατο –το μοναδικό μεταφορικό μέσο που διέθετε– εκείνη είπε: «δεν πειράζει, έπρεπε να ξεφορτωθώ αυτό το ποδήλατο επειδή ήταν mountain bike και να πάρω ένα πιο απλό για μέσα στην πόλη». Παρόλο που οικονομικά «κρέμεται από μια κλωστή» και παρόλο που οι σχέσεις της βρίσκονται σε αδράνεια, διατηρεί την πίστη στην ικανότητά της να ακολουθήσει το μονοπάτι που θα την οδηγήσει σε μία ζωή γεμάτη νόημα –για όσο διάστημα παραμένει μακριά απ’ τις ουσίες: «Επειδή αν δεν καταφέρω να μείνω καθαρή, ξέρεις, μπορεί να ξαναρχίσω να πίνω, κι αυτό θα σήμαινε πως θα χάσω τα πάντα».

Όσο οι ανισότητες στην Αμερική αυξάνονται, πολλοί/ές γίνονται σαν τη Monica. Μαθαίνουμε να μην έχουμε προσδοκίες για αφοσίωση στην εργασία μας ή σταθερότητα στις σχέσεις μας. Παίρνουμε ρίσκα συχνά χωρίς καθοδήγηση από άλλους και με ελλιπή γνώση και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ζωές που να μοιάζουν σταθερές και άξιες να τις ζήσει κανείς. Και όταν αποτυγχάνουμε, μαζεύουμε μόνοι τα κομμάτια μας, και ξεκινάμε ξανά. Όταν οι δουλειές είναι βραχύχρονες, οι οικογένειες ευάλωτες, οι θεσμοί καταρρέουν και η εμπιστοσύνη στους συνανθρώπους μας έχει χαθεί, το να επωμιστεί κάποιος/α την ευθύνη για τα όσα του/της συμβαίνουν δίνει προσωρινά μια αίσθηση ελέγχου στη ζωή και ύπαρξης νοήματος. Το να μέμφεται κανείς τον εαυτό του αποδεικνύεται ως ένας μηχανισμός ζωτικής σημασίας για να αντιμετωπίσει κανείς το χάος, την απελπισία και την ανασφάλεια που απειλεί καθημερινά να στραγγίξει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και τάξης απ’ τη ζωή μας. Μουδιάζουμε τον πόνο της προδοσίας και ικανοποιούμε τη δίψα μας για σχετίζεσθαι με άλλους, με το να πλάθουμε στο μυαλό μας την εικόνα του εαυτού μας ως εκείνου που είναι κυρίαρχος της μοίρας του.

Η αυτομομφή υποβαστάζεται από μια βιομηχανία αυτοβοήθειας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Η πραγματική της δύναμη όμως έγκειται στην υπόσχεση ότι μπορούμε με τη βούλησή μας να έχουμε μία χαρούμενη και επιτυχημένη ζωή, στην ικανότητά της αυτομομφής να προσδίδει στο άτομο δύναμη μέσα απ’ την αποτυχία, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Όπως μου εξήγησε και μια άλλη νεαρή γυναίκα, η Kelly, η οποία εργάζεται ως μαγείρισσα και που ανά διαστήματα έμενε στο αυτοκίνητό της: «Η ζωή δεν μου χρωστάει καμία χάρη. Ξέρω ότι είμαι ξεχωριστή και μοναδική σαν άτομο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να το αναγνωρίσει αυτό ή να με βοηθήσει να πετύχω τους στόχους μου». Όσοι ασπάζονται τη λογική της αυτομομφής τείνουν να μην νοιάζονται και να μην δείχνουν συμπόνια γι αυτούς που δεν μπορούν να βελτιώσουν μόνοι τους την κατάστασή τους χωρίς καμιά βοήθεια από τους άλλους. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν εγώ πρέπει να τα βγάζω πέρα μόνος/η μου, τότε καθένας/μία οφείλει να κάνει επίσης το ίδιο.

Όπως υποστηρίζει η Fried, η αυτομομφή έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Καταρχάς δημιουργεί διαιρέσεις μεταξύ νικητών και ηττημένων σε διάφορες κοινότητες που θα μπορούσαν δυνητικά να αναπτύξουν σχέσεις αλληλεγγύης. Αυτό που είναι όμως ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως η αναζήτηση της προσωπικής ευθύνης και ο ζήλος που παρατηρείται στο να ρίχνει κανείς το φταίξιμο στον εαυτό του αποκρύπτει τις ευρύτερες δυνάμεις που έχουν εξασθενήσει το προστατευτικό κοινωνικό μας δίκτυο, τις κοινότητες και τις οικογένειες μας. Το να ξεφορτωθούμε την άσκοπη αυτομομφή –η οποία στρέφεται τόσο απέναντι στους άλλους όσο και απέναντι στον εαυτό μας– προϋποθέτει τη δημιουργία θεσμών οι οποίοι θα αποκαθιστούν με μεγάλη προσοχή και φροντίδα το συλλογικό μας απόθεμα νοήματος, εμπιστοσύνης και αξιοπρέπειας. 




Μετάφραση:Ειρήνη Καμαράτου  
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας
Ο πίνακας είναι του Constant Nieuwenhuys