27.5.14

Καλός σε τίποτα





Από τότε που ήμουν έφηβος κατά περιόδους έχω υποφέρει από κατάθλιψη. Ορισμένα από αυτά τα επεισόδια ήταν πολύ εξουθενωτικά –οδηγώντας σε αυτοτραυματισμό, σε απόσυρση (κατά την οποία θα περνούσα μήνες συνεχόμενα στο δωμάτιό μου, βγαίνοντας έξω μόνο για να δώσω το παρόν ή να αγοράσω την ελάχιστη ποσότητα φαγητού που έτρωγα), καθώς και στην παραμονή μου σε ψυχιατρικές πτέρυγες. Δεν θα έλεγα πως έχω αναρρώσει από αυτή την κατάσταση, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι τόσο η συχνότητα εμφάνισης των καταθλιπτικών επεισοδίων όσο και η σοβαρότητά τους έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εν μέρει, αυτό αποτελεί συνέπεια ορισμένων αλλαγών στις συνθήκες διαβίωσής μου, αλλά έχει επίσης να κάνει με το ότι κατανόησα με διαφορετικό τρόπο την κατάθλιψή μου και τι την προκάλεσε. Προσφέρω εδώ τις δικές μου εμπειρίες ψυχικής οδύνης όχι επειδή πιστεύω πως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο ή μοναδικό σε αυτές, αλλά για να υπερασπιστώ τη θέση πως πολλές μορφές της κατάθλιψης γίνονται καλύτερα αντιληπτές –και καταπολεμούνται καλύτερα– μέσα από πλαίσια τα οποία είναι απρόσωπα και πολιτικά, παρά ατομικά και «ψυχολογικά».

Το να γράφει κανείς για τη δική του κατάθλιψη είναι δύσκολο. Η κατάθλιψη συνίσταται εν μέρει από μία χλευαστική και περιφρονητική «εσωτερική» φωνή που σε κατηγορεί για μαλθακότητα –δεν είσαι καταθλιπτικός, απλώς λυπάσαι τον εαυτό σου, σύνελθε και αυτή η φωνή ενδέχεται να προκαλείται από τη δημοσιοποίηση της κατάστασης. Φυσικά, δεν πρόκειται καθόλου για μια «εσωτερική» φωνή –είναι η εσωτερικευμένη έκφραση πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων, ορισμένες από τις οποίες έχουν ιδιοτελές συμφέρον να διαψεύσουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ κατάθλιψης και πολιτικής.

Η κατάθλιψή μου ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένη με την βεβαιότητα ότι κυριολεκτικά δεν ήμουν καλός σε τίποτα. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, μέχρι την ηλικία των τριάντα, πιστεύοντας πως δεν θα εργαζόμουν ποτέ. Στα είκοσι μου «περιπλανήθηκα» μεταξύ μεταπτυχιακών σπουδών, περιόδων ανεργίας και προσωρινών θέσεων εργασίας. Ένιωθα πως δεν άνηκα πραγματικά σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους –στις μεταπτυχιακές σπουδές επειδή ήμουν ένας ερασιτέχνης που είχε κατά κάποιο τρόπο προσποιηθεί για να γίνει δεκτός και όχι ένας σωστός φοιτητής. Στην ανεργία, επειδή δεν ήμουν πραγματικά άνεργος, όπως εκείνοι που αναζητούσαν στ’ αλήθεια εργασία, αλλά φυγόπονος, και στις προσωρινές θέσεις εργασίας, διότι ένιωθα πως οι επιδόσεις μου ήταν ανεπαρκείς, και σε κάθε περίπτωση δεν ανήκα πραγματικά σε αυτές τις δουλειές γραφείου ή εργοστασίου, όχι γιατί «παραήμουν καλός» γι’ αυτές, αλλά –το αντίθετο– γιατί ήμουν υπέρ του δέοντος μορφωμένος και άχρηστος, παίρνοντας τη δουλειά από κάποιον που τη χρειαζόταν και την άξιζε περισσότερο απ’ ότι εγώ. Ακόμα και όταν βρισκόμουν σε μια πτέρυγα ψυχιατρείου, ένιωθα πως δεν ήμουν στ’ αλήθεια καταθλιπτικός –μιμούμουν απλώς την κατάσταση προκειμένου να αποφύγω την εργασία, ή, σύμφωνα με την καταχθόνια παράδοξη λογική της κατάθλιψης, την προσομοίωνα, προκειμένου να αποκρύψω το γεγονός ότι δεν ήμουν ικανός να εργαστώ, και το ότι δεν υπήρχε καμία θέση για μένα στην κοινωνία.

Όταν τελικά με προσέλαβαν ως λέκτορα σε ένα κολέγιο Ανώτερης Εκπαίδευσης, ήμουν για λίγο καιρό ενθουσιασμένος –εν τούτοις από την ίδια τη φύση του, αυτός ο ενθουσιασμός έδειξε ότι δεν είχα αποτινάξει τα συναισθήματα αναξιότητας, τα οποία σύντομα θα οδηγούσαν και σε άλλες περιόδους κατάθλιψης. Μου έλειπε η ήρεμη αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος ο οποίος είναι «γεννημένος για το ρόλο». Σε κάποιο όχι πολύ υποσυνείδητο επίπεδο, προφανώς ακόμη δεν πίστευα πως ήμουν το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να κάνει μια δουλειά όπως η διδασκαλία. Από πού όμως πήγαζε αυτή η πεποίθηση; Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στην ψυχιατρική εντοπίζει την πηγή αυτών των «πεποιθήσεων» στη δυσλειτουργική χημεία του εγκεφάλου · πεποιθήσεις οι οποίες πρόκειται να  «επιδιορθωθούν» με φάρμακα. Η ψυχανάλυση και διάφορες μορφές θεραπείας που έχουν επηρεαστεί από αυτή, αναζητούν, όπως είναι γνωστό, τις ρίζες της ψυχικής δυσφορίας στο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ η Γνωστικο-Συμπεριφοριστική Θεραπεία δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό της πηγής των αρνητικών πεποιθήσεων όσο για να τις αντικαταστήσει απλώς με μια σειρά από θετικές ιστορίες. Αυτό δεν σημαίνει πως τα μοντέλα αυτά είναι τελείως λάθος, σημαίνει πως τους διαφεύγει η πιο πιθανή αιτία αυτών των συναισθημάτων κατωτερότητας: η κοινωνική εξουσία. Η μορφή κοινωνικής εξουσίας που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου ήταν η ταξική εξουσία, παρόλο που φυσικά το φύλο, η φυλή και άλλες μορφές καταπίεσης λειτουργούν παράγοντας την ίδια αίσθηση οντολογικής κατωτερότητας, η οποία εκδηλώνεται με τον καλύτερο τρόπο, ακριβώς στη σκέψη που διατύπωσα προηγουμένως: στην ιδέα ότι κάποιος/α δεν ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να φέρουν εις πέρας τους ρόλους οι οποίοι προορίζονται για την κυρίαρχη ομάδα.

Με την παρότρυνση ενός από τους αναγνώστες του βιβλίου μου «Capitalist Realism» («Καπιταλιστικός Ρεαλισμός»), άρχισα να εξερευνώ το έργο του David Smail. Ο Smail –ένας θεραπευτής, ένας θεραπευτής όμως που καθιστά το ζήτημα της εξουσίας κεντρικό στην πρακτική του– επιβεβαίωσε τις υποθέσεις σχετικά με την κατάθλιψη πάνω στις οποίες είχα «σκοντάψει». Στο ζωτικής σημασίας βιβλίο του «The Origins of Unhappiness» («Η πηγή της δυστυχίας»), ο Smail περιγράφει με ποιο τρόπο τα σημάδια της τάξης έχουν σχεδιαστεί ώστε να είναι ανεξίτηλα. Για όλους αυτούς/ες που διδάσκονται εκ γενετής να θεωρούν τον εαυτό τους κατώτερο, η απόκτηση προσόντων ή πλούτου θα είναι σπάνια επαρκής για να σβήσει –είτε στο δικό τους μυαλό ή στο μυαλό των άλλων– την πρωταρχική αίσθηση αναξιότητας που τους σημαδεύει από τόσο νωρίς στη ζωή. Κάποιος που δραπετεύει από την κοινωνική σφαίρα την οποία οφείλει «υποτίθεται» να καταλαμβάνει, διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπος με συναισθήματα ιλίγγου, πανικού και τρόμου:  «... απομονωμένος, αποκομμένος, περιστοιχισμένος από ένα εχθρικό περιβάλλον, βρίσκεσαι ξαφνικά χωρίς δεσμούς, χωρίς σταθερότητα, χωρίς τίποτα να σε κρατήσει όρθιο ή στη θέση σου. Σε καταλαμβάνει μια ιλλιγγιώδης, αρρωστημένη μη πραγματικότητα. Απειλείσαι από μία ολοκληρωτική απώλεια της ταυτότητας, μία αίσθηση απόλυτης δολιότητας. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να είσαι εδώ, τώρα, να κατοικείς σε αυτό το σώμα, να ντύνεσαι με αυτόν τον τρόπο. Είσαι ένα τίποτα, και το «τίποτα» είναι κυριολεκτικά αυτό που νιώθεις πως πρόκειται να γίνεις».

Για αρκετό καιρό τώρα, μία από τις πιο επιτυχημένες τακτικές της άρχουσας τάξης ήταν η ανάληψη ευθυνών (responsibilization). Κάθε μεμονωμένο άτομο της υποτελούς τάξης παροτρύνεται να νοιώθει πως η φτώχεια του, η έλλειψη ευκαιριών του, ή η ανεργία του, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά δικό του λάθος. Τα άτομα θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους αντί για τις κοινωνικές δομές · για τις οποίες σε κάθε περίπτωση έχουν παρακινηθεί να πιστεύουν πως δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια (είναι απλώς δικαιολογίες, τις οποίες επικαλούνται οι αδύναμοι). Αυτό που ο Smail αποκαλεί «μαγικό βολονταρισμό» («magical voluntarism») –η πεποίθηση πως έγκειται στο χέρι του κάθε ατόμου να κάνει τον εαυτό του ό,τι θέλει αυτός να γίνει– είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και ανεπίσημη θρησκεία της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία προωθείται από «εμπειρογνώμονες» των ριάλιτι και διάφορους γκουρού των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και από τους πολιτικούς. Ο μαγικός βολονταρισμός είναι τόσο αποτέλεσμα όσο και η αιτία του παρόντος ιστορικά χαμηλού επιπέδου ταξικής συνείδησης. Συνιστά την αντίθετη όψη της κατάθλιψης –βαθύτερη πεποίθηση της οποίας είναι το ότι είμαστε όλοι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη δική μας δυστυχία και, άρα αυτή μας αξίζει. Στις μέρες μας, ένας ιδιαίτερα φαύλο αδιέξοδο επιβάλλεται στους μακροχρόνια άνεργους στο Ηνωμένο Βασίλειο: ένας πληθυσμός ο οποίος σε όλη του τη ζωή διδάσκεται πως δεν είναι καλός σε τίποτα, ταυτόχρονα πληροφορείται πως μπορεί να κάνει οτιδήποτε θελήσει.

Οφείλουμε να αντιληφθούμε τη μοιρολατρική υποταγή του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου στη λιτότητα ως συνέπεια μιας κατάθλιψης που έχει σκόπιμα καλλιεργηθεί. Αυτή η κατάθλιψη είναι εμφανής στην παραδοχή πως τα πράγματα θα χειροτερέψουν (για όλους, εκτός από μια μικρή ελίτ), πως είμαστε τυχεροί που έχουμε έστω μια δουλειά (οπότε δεν πρέπει να περιμένουμε οι μισθοί να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό), πως δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά τη συλλογική ιατρική φροντίδα του κράτους πρόνοιας. Η συλλογική κατάθλιψη είναι επακόλουθο του σχεδίου επανα-υποταγής που προωθεί η άρχουσα τάξη. Για αρκετό καιρό τώρα, έχουμε αποδεχτεί ολοένα και περισσότερο την ιδέα πως δεν είμαστε από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να δράσουν. Όπως ένα καταθλιπτικό άτομο δεν μπορεί να «την ξεπεράσει μόνο του», «αλλάζοντας την κατάσταση ή τη συμπεριφορά του», έτσι και αυτή η αδράνεια δεν αποτελεί κάποια μορφή ελλειμματικής θέλησης/βούλησης. Η ανασυγκρότηση της ταξικής συνείδησης είναι πράγματι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, ένα έργο που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επίκλησης έτοιμων λύσεων –αλλά, σε αντίθεση με όσα μας λέει η συλλογική μας κατάθλιψη, αυτό είναι εφικτό. Επινοώντας νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, επαναφέροντας ξανά σε λειτουργία τους θεσμούς που έχουν παρακμάσει, μετατρέποντας την ιδιωτικοποιημένη δυσαρέσκεια σε πολιτικοποιημένο θυμό: όλα αυτά μπορούν να συμβούν, και όταν συμβούν, ποιος ξέρει τι είναι δυνατό;





Μετάφραση: Χρυσαυγή Τσώλα
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας


11.5.14

Remap(ping) Athens: Η κρίση πριν από την κρίση και η κρίση εντός της κρίσης



Δημήτρης Δαλάκογλου


Η ελίτ της Ελλάδας διακατέχεται από μια ισχυρή τάση να επωφελείται τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά από την κρίση. Μέρος αυτής της τάσης αντανακλάται στην διαρκή προσπάθεια ανασχηματισμού της αστικής υλικότητας (urban materiality) αυτού που συνήθιζε να αποτελεί το «εμπορικό κέντρο» της Αθήνας μέχρι το 2010. Πρόκειται για την περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στο Σύνταγμα και την Πλατεία Ομόνοιας, στην οποία τα περισσότερα καταστήματα μετά το 2010 έβαλαν λουκέτο. Σ’ αυτή την περιοχή, σύμφωνα με τα σχέδια που βρίσκονται υπό την επωνυμία Re-think Athens, πρόκειται να κατασκευαστεί ένας καινούργιος δημόσιος χώρος. Μαζί με τη δημιουργία/καταστροφή διαφόρων real estate και πολιτικών αξιών, αυτό το νέο project για το δημόσιο χώρο αποσκοπεί επίσης και στον περιορισμό των διαδηλώσεων σε ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια από τα οποία περνάει η καθιερωμένη πορεία διαμαρτυρίας: στην οδό Πανεπιστημίου. 

Κατά τη διάρκεια όμως της κρίσης, η Αθήνα δεν επανεξετάζεται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο (rethought), αλλά ανασχηματίζεται (remapped) και έμπρακτα. Το «Remap Athens» είναι μια ετήσια έκθεση τέχνης, η οποία έχει πραγματοποιηθεί τέσσερις φορές από το 2007 και μετά. Το Remap Athens #4 πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 2013 σε δημόσιους και ιδιωτικούς αστικούς χώρους, στις κεντρικές περιοχές του Κεραμικού και του Μεταξουργείου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, «το ReMap, που ξεκίνησε το 2007, είναι «μια διεθνής διοργάνωση σύγχρονης τέχνης που έχει καταστεί γνωστή για τη συμμετοχική της φύση, φιλοξενώντας ένα μοναδικό συνδυασμό project από  καταξιωμένους και «πρωτοεμφανιζόμενους» -καλλιτέχνες, εφόρους μουσείων, θεσμούς και γκαλερί από όλο τον κόσμο- τα οποία παρουσιάζονται εντός του υπάρχοντος αστικού πλαισίου δωρεάν για τους επισκέπτες της».[1]

Ουσιαστικά, το Remap Athens είναι κάτι μεταξύ προώθησης real estate, έκθεσης τέχνης και ενός εντατικού gentrification.[2] Μια πληθώρα εμπόρων έργων τέχνης, αλλά επίσης και κάποιοι μεμονωμένοι καλλιτέχνες –καταξιωμένοι ή και λιγότερο γνωστοί– εκθέτουν τα έργα τους σε νέα και παλιά ιδιόκτητα ακίνητα που ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στις δυο εταιρίες real estate που αποτελούν ταυτόχρονα τους δυο ιδιώτες-χορηγούς της έκθεσης. Αυτά τα ακίνητα προορίζονται επίσης για πώληση –ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, είναι το μοναδικό πράγμα που προορίζεται εμφανώς για πώληση, αφού δεν είχαν όλα τα έργα τέχνης που περιλαμβάνονταν στην έκθεση ετικέτες με τιμές.


Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αισθητική που χαρακτηρίζει το τελικό αποτέλεσμα είναι συχνά  αποκρουστική, grotesque: τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει κάποια μορφή προβληματισμού σχετικά με το πώς θα ενταχθούν τα έργα στους χώρους ή στην ίδια την αστική περιοχή. Ή από την άλλη, ίσως πάλι και τα ίδια τα κίνητρα να είναι αντιφατικά μεταξύ τους: για παράδειγμα, το ότι κάποια από τα έργα τέχνης που αναμένεται να προσελκύσουν τους περισσότερους επισκέπτες βρίσκονται στα real estate, αφήνει την εντύπωση πως η έκθεση προωθείται κατά κύριο λόγο από τους real estate «φίλους» της τέχνης. Φέτος, ένα από αυτά τα κτίρια προτίμησης ήταν ένα πολυτελές οίκημα αμφιλεγόμενου design. Σε αυτό, ένα τεράστιο έργο τέχνης βρισκόταν στη μέση μιας εμφανέστατα μικρής και χαμηλοτάβανης κουζίνας-καθιστικού, με την ανοιχτή πόρτα του WC να βρίσκεται στο φόντο. Ευτυχώς, υπήρχε τουλάχιστον μια πινακίδα που ενημέρωνε τους επισκέπτες ότι η τουαλέτα ήταν εκτός λειτουργίας. Δύο φοιτητές που εργάζονταν εκεί δωρεάν («έκαναν εθελοντισμό», όπως είπαν) είχαν αναλάβει τη φροντίδα των έργων τέχνης (ή μήπως του σπιτιού;). Επίσης, τη συνεχή επίβλεψη του υπερπολυτελούς σπιτιού (ή μήπως των έργων τέχνης;) είχε αναλάβει ένας αγριωπός φύλακας security, ο οποίος στεκόταν μπροστά στην πόρτα ντυμένος με ένα καλοκαιρινό κοστούμι και γυαλιά ηλίου, καρφώνοντας εχθρικά με το βλέμμα του τους επισκέπτες. Όχι μόνο δεν ανταπέδιδε χαμόγελα στους επισκέπτες, αλλά ήταν και εντελώς απρόθυμος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση τους.

Δύο δρόμους παρακάτω, ο κοινωνικός ρόλος του «Remap Athens» θα γίνονταν ακόμη πιο εμφανής. Μπροστά σε ένα τεράστιο, πανέμορφο, μη ανακαινισμένο νεοκλασικό σπίτι, που φιλοξενούσε την εμπορική πραμάτεια μιας γκαλερί, ένα μάτσο καλοντυμένων ανθρώπων μιλούσαν αγγλικά: έχοντας μόλις συναντηθεί, αντάλλασσαν φιλιά, γέλια και δυνατές φωνές καθώς εισέρχονταν χαρούμενα στην έκθεση. Κυριολεκτικά πέντε μέτρα μακριά, ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο, δύο άντρες (αόρατοι, απ’ ότι φαίνεται, για τη χαρούμενη παρέα) είχαν καθίσει σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποια φλέβα στα χέρια τους για να τρυπηθούν. Στο τετράγωνο που βρισκόταν διαγώνια απέναντι από το νεοκλασικό –το οποίο είχε προσωρινά μετατραπεί σε γκαλερί τέχνης– βρισκόταν ένα σκονισμένο και ερειπωμένο ξενοδοχείο· στο ίδιο τετράγωνο υπήρχαν ακόμη μια σειρά από πορνεία με τα κόκκινα ή άσπρα φώτα αναμμένα πάνω από την εξώπορτά τους. Μια νεαρή φοιτήτρια καλών τεχνών που δουλεύει εθελοντικά στην έκθεση μου είπε, καθισμένη σε ένα ξύλινο παγκάκι στην είσοδο του νεοκλασικού κτηρίου: «όλοι μας προσπαθούμε να συμβάλλουμε στην αναβάθμιση και στον καθαρισμό αυτής της περιοχής». Αυτή η φράση ακούστηκε περίεργα, γιατί από την συνομιλία μας φαινόταν πως δεν υποστήριζε τη Χρυσή Αυγή · ωστόσο, ένα χρόνο νωρίτερα η φράση «καθαρίζοντας τη βρωμιά» ή «για να ξεβρωμίσει ο τόπος», αποτελούσε το κεντρικό προεκλογικό σλόγκαν του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος. Τα ερωτήματα ήρθαν αμέσως στο μυαλό μου: ποιος ή τι είναι η βρωμιά που πρέπει να καθαριστεί σύμφωνα με εκείνη; Και με ποιο τρόπο σκοπεύουν να κάνουν αυτόν τον καθαρισμό; Ήταν ωστόσο ανούσιο το να κάνω αυτές τις ερωτήσεις, καθότι η κοπέλα είχε απορροφηθεί στο i-phone της. Η πόλη ανήκει στην τέχνη τώρα και δεν υπάρχει καθόλου χώρος για οποιαδήποτε μορφή κοινωνικά περιθωριοποιημένης ή πολιτικής σκέψης. Τη σκέψη είχε ήδη μονοπωλήσει το «Rethink Athens», το άλλο gentrification project που πραγματοποιείται στο κέντρο της Αθήνας. Την προηγούμενη μέρα, κάποιος ρώτησε στο δρόμο δύο άντρες με καλλιτεχνική εμφάνιση που βρίσκεται το «Remap Athens». Το «Remap είναι παντού!» φώναξε ο ένας από αυτούς. Όμως η διαδικασία του ανασχηματισμού της Αθήνας –παντού– φαίνεται να έχει και τα θύματα της.

Στην αυτοπεριγραφή του Remap αναφέρονται αρκετές έξυπνες φράσεις όπως «συμμετοχική φύση» (;), «δωρεάν πρόσβαση για τους επισκέπτες» και «εντός του υπάρχοντος αστικού πλαισίου». Ας εστιάσουμε για λίγο στο τελευταίο: ο Κεραμικός και το Μεταξουργείο αποτελούν κεντρικές περιοχές της Αθήνας που είναι πολύ ανομοιογενείς όσον αφορά τους τρόπους χρήσης τους, τους κάτοικους τους και τις δραστηριότητες τους: θεωρούνται σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο ως υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης. Καταστήματα μεταναστών, η αθηναϊκή China Town, το εμπόριο και η χρήση ναρκωτικών, η πορνεία, οι κάτοικοι που γεννήθηκαν εκεί, οι καλλιτέχνες που μετέφεραν τα στούντιο τους σε αυτές τις περιοχές τα τελευταία χρόνια, οι αρχαιολογικοί χώροι, κυριλέ μπαράκια, πολλές εγκαταλελειμμένες αποθήκες, μαγαζιά και σπίτια (κάποια από αυτά ετοιμόρροπα), φτηνά (αλλά επίσης και κάποια καινούρια ακριβά) ξενοδοχεία και αρκετοί ανοικοδόμητοι χώροι, συνυπάρχουν στο κοινωνικο-χωρικό μωσαϊκό του Κεραμικού και του Μεταξουργείου.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα αυτή η περιοχή στέγαζε αποθήκες με μεγάλη δραστηριότητα, καθώς και άλλες μορφές τεχνικής και μικρής κλίμακας βιομηχανικές δραστηριότητες. Τη δεκαετία του ’80 όμως, αυτού του είδους οι δραστηριότητες αναγκάστηκαν να μεταφερθούν έξω από το κέντρο της πόλης. Αυτή η κρατική παρέμβαση είχε ως συνέπεια τη σταδιακή απομάκρυνση πολλών κατοίκων της περιοχής από το κέντρο. Όλη αυτή η διαδικασία άφησε πίσω της πολλούς άδειους χώρους, ενώ κατέστρεψε και εκτόπισε ένα τεράστιο πλέγμα μικρών επιχειρήσεων, κοινωνικών σχέσεων και κοινοτήτων. Κατά τη δεκαετία του ‘90, όταν το πρώτο μαζικό ρεύμα μεταναστών από τα Βαλκάνια εισήλθε στην Ελλάδα, ο Κεραμικός και το Μεταξουργείο διέθεταν κάμποσα φτηνά καταλύματα και αχρησιμοποίητα ακίνητα –κι έτσι πολλοί μετανάστες μετακόμισαν εκεί. Ήταν εκεί όπου την ίδια δεκαετία άνοιξαν κάποιες από τις πρώτες επιχειρήσεις μεταναστών στην Αθήνα: καφετέριες, καφέ με ναργιλέ (shisha) ή τηλεφωνικά κέντρα. Στις περιοχές αυτές υπήρχαν πορνεία για πολλές δεκαετίες, αλλά αυτά επεκτάθηκαν τη δεκαετία του ’90, καθώς τα πιο παλιά ξενοδοχεία άρχισαν να κλείνουν και πολλά άλλα κτίρια άρχισαν να εγκαταλείπονται. Η αξία των real estate έπεσε κατακόρυφα και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά ή να μπουν στον κόπο να επισκευάσουν κτήρια τα οποία δεν θα επέφεραν ποτέ σημαντικές απολαβές. Τα εγκαταλελειμμένα κτίρια άρχισαν να καταλαμβάνονται από φτωχούς των πόλεων, κάποιες φορές από μετανάστες χωρίς χαρτιά, πρόσφυγες πολέμου, που κατέληξαν στην Αθήνα χάρη στα ακμάζοντα δίκτυα trafficking που ενισχύονταν και εξακολουθούν να τροφοδοτούνται από τις πολιτικές της Ευρώπης Φρούριο. Επίσης, αρκετοί χρήστες ναρκωτικών και άστεγοι έγιναν οι νέοι κάτοικοι των εγκαταλελειμμένων ιδιόκτητων κτιρίων. Η επονομαζόμενη αθηναϊκή China Town άρχισε να λειτουργεί εκεί κατά τη δεκαετία του 2000 με αρκετά μαγαζιά τα οποία πουλούσαν κυρίως ρούχα. Ωστόσο, κάποια απογεύματα μπορεί κανείς να αγοράσει τρόφιμα από πλανόδιους πωλητές που πουλούν την πραμάτεια τους στους δρόμους.

Τακτικές επιχειρήσεις της αστυνομίας στόχευσαν μαζικά την περιοχή, αφού κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 είχε διαμορφωθεί ένα κλίμα πολέμου ενάντια στους μετανάστες. Επίσης, στο στόχαστρο των αστυνομικών επιχειρήσεων που γίνονταν στην περιοχή έμπαινε περιοδικά και η χρήση ουσιών. Όπως φημολογείται, σε περιόδους όπου η χρήση ουσιών δεν δέχεται επίθεση στη συγκεκριμένη περιοχή, οι αστυνομικοί που προφυλακίζουν τους χρήστες ή τους σταματούν για να τους ψάξουν για ηρωίνη και crystal meth, τους λένε να εγκαταλείψουν την Ομόνοια ή άλλες περιοχές και να μετακινηθούν στο Μεταξουργείο. Οι δρόμοι του Μεταξουργείου και του Κεραμικού έχουν γνωρίσει άφθονη αστυνομική κτηνωδία και βία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ πολύ συχνά αυτή μεταδιδόταν από την τηλεόραση, δημιουργώντας τις χειρότερες εντυπώσεις για την περιοχή και τις δραστηριότητες που ενδεχομένως συνέβαιναν σε αυτή. Αυτή η ιδιόμορφη άτυπη συνεργασία μεταξύ της αστυνομίας και των ΜΜΕ έριξε τις τιμές στην περιοχή ακόμη περισσότερο, σε μια περίοδο όπου οι τιμές των real estate σε άλλες περιοχές της πόλης αυξάνονταν ανεξέλεγκτα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Αθήνα γνώρισε μια τεράστια ανάπτυξη (υλικά, γεωγραφικά και οικονομικά), με τους Ολυμπιακούς αγώνες να αποτελούν μια εμβληματική στιγμή της νέας «πλούσιας και ισχυρής» Ελλάδας. Ωστόσο, όπως εξήγησα, αυτή η περίοδος δεν ήταν ρόδινη για όλους: υπήρχαν εκείνοι που βρίσκονταν αποκλεισμένοι από την ευημερία και τα οφέλη της ανάπτυξης. Ο Κεραμικός και το Μεταξουργείο φιλοξενούσαν κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια όμως της ανάπτυξης, δεν ήταν μόνο οι φτωχοί που ευελπιστούσαν να βρουν καταφύγιο σε αυτές τις περιοχές: ήταν επίσης και δύο από τους βασικούς ιδιώτες-χορηγούς του Remap που έψαχναν για πιθανές πηγές κέρδους. Οι Oliaros και οι K&M Properties –και οι δύο πρόκειται για εταιρίες real estate– άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα φτηνά ακίνητα της περιοχής και προέβησαν σε μαζικές αγορές. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα επενδυτικό λάθος –ίσως δεν περίμεναν ότι η κρίση θα χτυπούσε τόσο νωρίς, ή ίσως υπάρχει ένα διαφορετικό σχέδιο gentrification εκεί.

Η κρίση μπορεί να έχει πλήξει τις εταιρίες real estate της Αθήνας και το εμπορικό κέντρο της πόλης από το 2010-11 και μετά, υπάρχουν όμως σίγουρα άνθρωποι που έχουν βιώσει κρίσεις μικρότερου βαθμού –αλλά εξίσου καταστροφικές– για περισσότερο από δυο δεκαετίες. Πρόκειται για αυτούς που δεν ωφελήθηκαν καθόλου κατά τη διάρκεια και από την περίοδο των τεράστιων κερδών, εκείνοι που δεν ασπάστηκαν ποτέ το νέο κόμμα της μεσαίας τάξης. Η πλειοψηφία των χώρων που φιλοξενούν το Remap Athens για είκοσι μέρες κάθε δυο χρόνια, φιλοξενούσαν μέχρι και πριν λίγα χρόνια κάμποσους φτωχούς των πόλεων, προσωρινά ή κάπως πιο μόνιμα, με νοίκι ή χωρίς: ανθρώπους που θα έμεναν σε αυτά τα κτίρια για όλη τη διάρκεια του έτους. Σήμερα, εκτός από την σύντομη περίοδο του Remap, τα περισσότερα από αυτά τα ιδιόκτητα κτίρια παραμένουν κλειδωμένα και ακατοίκητα. 



Μετάφραση: Κατερίνα Βαρδουλάκη
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας




[1] http://remapkm.org/4/ 
[2] Η εκδίωξη του προϋπάρχοντος πληθυσμού από µια «αναβαθμιζόμενη» αστική περιοχή και η εισαγωγή νέου πληθυσμού, ανώτερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται ως «εξευγενισμός». [ΣτΜ]