15.6.14

Έξι θέσεις για το Άγχος και πως εμποδίζει την Αγωνιστική Δράση


Institute for Precarious Consciousness

 
Έξι θέσεις για το άγχος (anxiety), τους λόγους για τους οποίους ουσιαστικά εμποδίζει την αγωνιστική δράση, και μια πιθανή στρατηγική για να το καταπολεμήσουμε.[1]



 
1. Κάθε φάση του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από το δικό της κυρίαρχο αντιδραστικό συναίσθημα.[2] 


Κάθε φάση του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο συναίσθημα που λειτουργεί συνεκτικά. Δεν πρόκειται όμως για μία στατική κατάσταση. Η επικράτηση ενός ορισμένου κυρίαρχου συναισθήματος[3] υφίσταται μόνο μέχρι τη στιγμή που θα δημιουργηθούν στρατηγικές αντίστασης, ικανές να αποδομήσουν αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα ή/και τις κοινωνικές του πηγές. Για αυτό το λόγο, ο καπιταλισμός εισέρχεται διαρκώς σε κρίση και ανασυντίθεται γύρω από νέα κυρίαρχα συναισθήματα.

Μια βασική διάσταση του κυρίαρχου συναισθήματος της κάθε φάσης του καπιταλισμού είναι το γεγονός ότι αποτελεί ένα κοινό μυστικό · κάτι που όλοι ξέρουν, αλλά κανείς δεν παραδέχεται, ούτε μιλάει γι’ αυτό. Όσο αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα αποτελεί ένα κοινό μυστικό, εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή, με αποτέλεσμα τη μη εμφάνιση στρατηγικών καταπολέμησής του.

Τα κοινά μυστικά είναι συνήθως εξατομικευμένα. Το πρόβλημα είναι ορατό μόνο σε ένα ατομικό, ψυχολογικό επίπεδο· τα κοινωνικά αίτια του προβλήματος αποκρύπτονται. Κάθε φάση του καπιταλισμού κατηγορεί τα θύματα του συστήματος για την οδύνη που το ίδιο το σύστημα προκαλεί. Επίσης, κάθε φάση παρουσιάζει ένα θεμελιακό κομμάτι της λειτουργικής της λογικής, ως ένα τυχαίο και περιορισμένης εμβέλειας πρόβλημα.

Κατά τη νεωτερική εποχή (μέχρι τον μεταπολεμικό συμβιβασμό), το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η δυστυχία (misery). Τον 19ο αιώνα η κυρίαρχη αφήγηση ήταν ότι ο καπιταλισμός οδηγεί σε ένα γενικευμένο πλουτισμό. Το κοινό μυστικό αυτής της αφήγησης ήταν η δυστυχία της εργατικής τάξης. Η ανάδειξη αυτής της δυστυχίας πραγματοποιήθηκε από επαναστάτες. Το πρώτο κύμα των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων κατά τον 19ο αιώνα ήταν ένας μηχανισμός για την καταπολέμηση της δυστυχίας. Τακτικές όπως οι απεργίες, οι αγώνες για καλύτερους μισθούς, διάφορες μορφές πολιτικής οργάνωσης, η αλληλοβοήθεια, οι συνεταιρισμοί και τα απεργιακά ταμεία, ήταν αποτελεσματικοί τρόποι για να καταπολεμηθεί η ισχύς της δυστυχίας, διασφαλίζοντας ένα στοιχειώδες κοινωνικό ελάχιστο όριο. Κάποιες από αυτές τις στρατηγικές είναι ακόμη αποτελεσματικές για την καταπολέμηση της δυστυχίας.

Όταν η δυστυχία έπαψε να είναι λειτουργική ως στρατηγική ελέγχου, ο καπιταλισμός μετατοπίστηκε προς την πλήξη (boredom). Στα μέσα του 20ου αιώνα, η κυρίαρχη δημόσια αφήγηση ήταν ότι το βιοτικό επίπεδο –το οποίο διεύρυνε την πρόσβαση στην κατανάλωση, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση– αυξανόταν. Όλοι στις πλούσιες χώρες ήταν ευτυχισμένοι, ενώ οι φτωχές χώρες βάδιζαν στο δρόμο της ανάπτυξης. Το κοινό μυστικό ήταν πως όλοι έπλητταν. Αυτό είχε προκύψει από το καθεστώς του Φορντισμού που επικρατούσε μέχρι τη δεκαετία του ’80 –ένα καθεστώς που βασιζόταν σε δουλειές πλήρους απασχόλησης δια βίου, εγγυημένη κοινωνική πρόνοια, στο μαζικό καταναλωτισμό, στη μαζική κουλτούρα και στην αφομοίωση του εργατικού κινήματος που είχε συγκροτηθεί για την καταπολέμηση της δυστυχίας. Η εργασιακή ασφάλιση και η παροχή κοινωνικής πρόνοιας μείωσαν το άγχος και τη δυστυχία, οι δουλειές όμως ήταν βαρετές, και απαρτίζονταν από απλά, επαναλαμβανόμενα έργα. Ο καπιταλισμός των μέσων του 20ου αιώνα προσέφερε όλα όσα ήταν απαραίτητα για την επιβίωση, όχι, όμως, και ευκαιρίες για ζωή. Ήταν ένα σύστημα που βασιζόταν στην εξαναγκαστική επιβίωση σε σημείο κορεσμού.

Φυσικά, δεν είχαν όλοι οι εργαζόμενοι υπό το καθεστώς του Φορντισμού σταθερές θέσεις εργασίας ή ασφάλεια, ωστόσο αυτό ήταν το κεντρικό εργασιακό μοντέλο, γύρω από το οποίο είχε οργανωθεί το ευρύτερο σύστημα. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν τρεις μορφές συμβιβασμού σε αυτή τη φάση, με τον συμβιβασμό του εργαζόμενου-Β  –πλήξη με αντάλλαγμα την ασφάλεια– να συνιστά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύζευξης Φορντισμού-πλήξης. Στις μέρες μας, ο συμβιβασμός του εργαζόμενου-Β έχει μειωθεί σημαντικά, αφήνοντας ένα χάσμα μεταξύ του εργαζόμενου-Α και του εργαζομένου-C (στους συμμετέχοντες στην καταναλωτική κοινωνία, και στην αυτονομία και ανασφάλεια των πιο περιθωριοποιημένων). 


2. Η σύγχρονη αντίσταση πηγάζει από το κύμα της δεκαετίας του ’60, ως αντίδραση στο κυρίαρχο συναίσθημα της πλήξης. 

Εάν κάθε στάδιο του κυρίαρχου συστήματος, έχει ένα κυρίαρχο συναίσθημα, τότε κάθε στάδιο αντίστασης χρειάζεται στρατηγικές για να νικήσει ή να διαλύσει αυτό το συναίσθημα. Εάν το πρώτο κύμα των κοινωνικών κινητοποιήσεων ήταν ένας μηχανισμός για την καταπολέμηση της δυστυχίας, το δεύτερο κύμα (των δεκαετιών του ’60 - ’70 ή πιο γενικά (και ευρύτερα) κατά τις δεκαετίες του ’60-’90)  ήταν ένα μηχανισμός για την καταπολέμηση της πλήξης. Αυτό είναι το κύμα από το οποίο αναδύθηκαν τα δικά μας κινήματα και το οποίο εξακολουθεί να επηρεάζει τις περισσότερες από τις θεωρίες και τις πρακτικές μας.

Οι περισσότερες από τις τακτικές αυτής της εποχής ήταν/είναι τρόποι να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο του «δούλευε-κατανάλωνε-ψόφα». Οι Καταστασιακοί εισήγαγαν μια ολόκληρη σειρά από τακτικές, που κατευθύνονταν στην καταπολέμηση της πλήξης, δηλώνοντας ότι «Δε θέλουμε ένα κόσμο στον οποίο η εγγύηση πως δε θα πεθάνουμε από την πείνα, εξασφαλίζεται με την αποδοχή του κινδύνου του να πεθάνουμε από πλήξη». Η αυτονομία καταπολέμησε την πλήξη μέσω της άρνησης της εργασίας, τόσο εντός της εργασίας (χρησιμοποιώντας το σαμποτάζ και την επιβράδυνση (go-slows) του ρυθμού εργασίας), όσο και εναντίον της (τεμπελιάζοντας και εγκαταλείποντας την). Αυτές οι μορφές διαμαρτυρίας είχαν συνδεθεί με μια ευρύτερη κοινωνική διαδικασία αντικουλτούρας την οποία χαρακτήριζε η έξοδος από τις επικρατούσες μορφές ανιαρής εργασίας και από τους βαρετούς κοινωνικούς ρόλους.

Στο φεμινιστικό κίνημα, η «γυναικεία δυσφορία» θεωρητικοποιήθηκε ως ένα συστημικό φαινόμενο κατά τη δεκαετία του ’60. Μετέπειτα, αναδείχτηκαν κι άλλες μορφές δυσαρέσκειας μέσω της διαδικασίας συνειδητοποίησης (consciousness raising) καθώς επίσης και μέσω των κειμένων και δράσεων που προήλθαν απ’ αυτή –από το «Μύθο του κολπικού οργασμού» μέχρι το ξέσπασμα της φεμινιστικής ομάδας Redstockings σχετικά με την έκτρωση. Παρόμοιες τάσεις είναι επίσης εμφανείς στο Θέατρο των Καταπιεσμένων, στην κριτική παιδαγωγική, στις πιο σημαντικές μορφές άμεσης δράσης (καρναβαλικές, ακτιβίστικες και πασιφιστικές), καθώς και σε πρόσφατα κινήματα της δεκαετίας του ‘90, όπως το κίνημα του free party, η ομάδα «Επανακτήστε τους δρόμους» (Reclaim the streets), η DIY κουλτούρα (Do It Yourself) και η κουλτούρα των hacker.

Η μεταστροφή που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα από τη δυστυχία στην πλήξη, ήταν κρίσιμη για την εμφάνιση ενός νέου κύματος εξέγερσης. Εμείς αποτελούμε την απόληξη αυτού του κύματος. Όπως ακριβώς οι τακτικές του πρώτου κύματος εξακολουθούν να είναι λειτουργικές όσον αφορά την καταπολέμηση της δυστυχίας, έτσι και οι τακτικές του δεύτερου κύματος είναι λειτουργικές όσον αφορά την καταπολέμηση της πλήξης. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι/ες όλο και πιο σπάνια με την πλήξη ως βασικό αντίπαλο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αγωνιστική αντίσταση βρίσκεται εγκλωβισμένη στο σημερινό της αδιέξοδο.


3. Ο καπιταλισμός έχει αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό τον αγώνα ενάντια στην πλήξη. 

Μέχρι στιγμής, ο αγώνας ενάντια στην πλήξη έχει εν μέρει αφομοιωθεί. Ο καπιταλισμός επεδίωξε την έξοδο σε χώρους πέραν της εργασίας, δημιουργώντας έτσι το κοινωνικό εργοστάσιο –ένα πεδίο στο οποίο ολόκληρη η κοινωνία είναι οργανωμένη όπως ένας χώρος εργασίας. Η επισφάλεια χρησιμοποιείται για να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν στην εργασία τους εντός ενός εκτεταμένου πεδίου εργασίας, το οποίο σήμερα περιλαμβάνει το σύνολο του κοινωνικού εργοστασίου.

Μπορεί κανείς να απαριθμήσει πολλά παραδείγματα στα οποία εμφανίζεται αυτή η τάση. Οι εταιρείες έχουν υιοθετήσει επίπεδα μοντέλα management, τα οποία παρακινούν τους εργαζόμενους, όχι απλώς να διαχειρίζονται την ψυχή τους, αλλά να την επενδύουν στην εργασία τους. Η καταναλωτική κοινωνία προσφέρει πλέον μια ευρύτερη γκάμα προϊόντων τα οποία απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό και μια διαρκή απόσπαση της προσοχής, που δεν καθορίζεται από τις μαζικές προτιμήσεις στον ίδιο βαθμό όπως παλιότερα. Νέα προϊόντα, όπως τα video games και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμπεριέχουν αυξημένα επίπεδα ενεργής προσωπικής εμπλοκής και απο-κοινωνικοποιημένης κινητοποίησης. Οι εργασιακές εμπειρίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους μέσω μικροδιαφορών και της διαχείρισης των επιδόσεων, καθώς επίσης και μέσω του πολλαπλασιασμού των περιστασιακών και ημι-αυτοαπασχολούμενων θέσεων εργασίας στο περιθώριο του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός έχει ευνοήσει την ανάπτυξη διαφόρων δευτερευόντων ταυτοτήτων που διαμεσολαβούνται από τα media –τον εαυτό όπως απεικονίζεται στα κοινωνικά δίκτυα, την ορατή κατανάλωση, και την δια βίου μάθηση– οι οποίες πρέπει να διατηρούνται μανιωδώς. Διάφορες μορφές αντίστασης της προηγούμενης περιόδου έχουν αφομοιωθεί ή έχουν αναβιώσει σε εμπορευματοποιημένη και ελεγχόμενη μορφή, εφόσον η αρχική, πρωτότυπη αντίσταση έχει εξαλειφθεί: για παράδειγμα, τα νυχτερινά club-επιχειρήσεις και τα μουσικά φεστιβάλ αντικατέστησαν το rave. 


4. Στο σύγχρονο καπιταλισμό, το κύριο αντιδραστικό συναίσθημα είναι το άγχος (anxiety).

 To κοινό μυστικό της εποχής μας είναι πως όλοι είναι αγχώδεις. Το άγχος έχει εξαπλωθεί από τα περιορισμένα πεδία στα οποία βρισκόταν παλιότερα (όπως η σεξουαλικότητα), στο σύνολο του κοινωνικού πεδίου. Κάθε μορφή έντασης, αυτοέκφρασης, συναισθηματικού δεσμού, αμεσότητας και απόλαυσης, είναι πλέον αλληλένδετη με το άγχος. Το άγχος έχει, λοιπόν, καταστεί ένα κεντρικό στοιχείο της καθυπόταξης.

Μεγάλο μέρος του κοινωνικού υπόβαθρου του άγχους είναι το πολύπλευρο, πανταχού παρόν, δίκτυο επιτήρησης και παρακολούθησης. Μερικά παραδείγματα είναι η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης με κάμερες (CCTV), οι αναφορές εργασιακών επιδόσεων στις εταιρίες, τα κέντρα ευρέσεως εργασίας (Job Centre), το σύστημα των προνομίων στις φυλακές, η συνεχής εξέταση και κατηγοριοποίηση των νεότερων μαθητών στο σχολείο. Ωστόσο, αυτό το εμφανές δίκτυο επιτήρησης και παρακολούθησης αποτελεί απλώς ένα εξωτερικό περίβλημα. Χρειάζεται να σκεφτούμε επίσης τους τρόπους με τους οποίους μια νεοφιλελεύθερη θεώρηση περί επιτυχίας εμπεδώνει αυτούς τους μηχανισμούς παρακολούθησης στην υποκειμενικότητα και στις ιστορίες ζωής του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού.

Χρειάζεται να σκεφτούμε, τον τρόπο με τον οποίο η εσκεμμένη και φαινομενικά εκούσια αυτοέκθεση, μέσω των κοινωνικών δικτύων, η ορατή κατανάλωση και η επιλογή της θέσης κάποιου στο πεδίο των απόψεων, προϋποθέτει, επίσης, μια performance στο πεδίο του αδιάκοπου βλέμματος κάποιων εικονικών άλλων. Οφείλουμε να σκεφτούμε τους τρόπους με τους οποίους αυτό το βλέμμα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αναζητούμε, συγκρίνουμε, και γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, ως συμπρωταγωνιστές σε μία ατέρμονα παρακολουθούμενη, ατελείωτη επίδοση. Η επιτυχία μας σε αυτή την επίδοση, επηρεάζει, με τη σειρά της, τα πάντα, από την ικανότητα να προσεγγίζουμε την ανθρώπινη ζεστασιά, μέχρι την ικανότητά μας να αποκτήσουμε πρόσβαση σε μέσα στοιχειώδους διαβίωσης, όχι μόνο με τη μορφή ενός μισθού αλλά και με τη μορφή της αναγνώρισης. Όσοι βρίσκονται εκτός αυτού του πεδίου της διαμεσολαβημένης από τα media παρακολούθησης αποκλείονται όλο και περισσότερο, καθώς ο δημόσιος χώρος γραφειοκρατικοποιείται και ιδιωτικοποιείται, ενώ όλο και μεγαλύτερο φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας ποινικοποιείται για λόγους κινδύνου, ασφάλειας, ενόχλησης, ή με αναφορά στην ποιότητα ζωής ή σε κάποια αντικοινωνική συμπεριφορά.

Σε αυτό το όλο και πιο «αποστειρωμένο εξαιτίας της επιταγής της ασφάλειας» και ορατό πεδίο, μας προστάζουν να επικοινωνούμε. Εκείνος/η που δεν μπορεί να επικοινωνήσει είναι αποκλεισμένος/η. Δεδομένου ότι ο καθένας είναι αναλώσιμος, το σύστημα απειλεί να αποσυνδέσει βίαια οποιονδήποτε, κάθε στιγμή, σε ένα πλαίσιο όπου οι εναλλακτικές λύσεις έχουν αποκλειστεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα η αναγκαστική αποσύνδεση να συνεπάγεται την αποκοινωνικοποίηση. Αυτό οδηγεί σε μια παράλογη μη-επιλογή μεταξύ αποκοινωνικοποιημένης ένταξης και αποκοινωνικοποιημένου αποκλεισμού. Αυτή η απειλή εκφράζεται με ανεπαίσθητους τρόπους στις πειθαρχικές πρακτικές του σήμερα –από την αδυναμία σύνδεσης και τον αποκλεισμό από το Διαδίκτυο (Internet bans) μέχρι τις απολύσεις και την περικοπή επιδομάτων– με αποκορύφωμα τις δρακόντειες μορφές ατομικού εγκλεισμού που συναντάμε στις φυλακές. Τα συστήματα αυτού του είδους αποτελούν το σημείο εκκίνησης του ελέγχου-μέσω-του-άγχους: όλες οι συντεταγμένες της συνδεσιμότητας διαλύονται σε ένα περιβάλλον διαρκούς κινδύνου, προκαλώντας έτσι την κατάρρευση της προσωπικότητας.

Το σημερινό κυρίαρχο συναίσθημα του άγχους είναι επίσης γνωστό ως επισφάλεια. Η επισφάλεια είναι μια μορφή ανασφάλειας που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως αναλώσιμους με στόχο την επιβολή ελέγχου. Η επισφάλεια διαφέρει από τη δυστυχία, στο ότι οι απαραίτητοι πόροι για την επιβίωση δεν είναι απλώς απόντες. Αντίθετα, υπάρχουν, αλλά παρακρατούνται ανάλογα με την περίπτωση.

Η επισφάλεια οδηγεί σε μια γενικευμένη απαισιοδοξία · σε μια διαρκή σωματική διέγερση χωρίς εκτόνωση. Όλο και περισσότεροι νέοι/ες ζουν με τους γονείς τους. Επίσης, σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού –άνω του 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο– παίρνουν αντικαταθλιπτικά. Ο ρυθμός γεννήσεων μειώνεται, καθώς η ανασφάλεια κάνει τους ανθρώπους απρόθυμους να δημιουργήσουν οικογένειες. Στην Ιαπωνία, εκατομμύρια νέων δεν βγαίνουν ποτέ από τα σπίτια τους (οι λεγόμενοι hikikomori), ενώ άλλοι δουλεύουν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου, σε βαθμό επιδημίας. Έρευνες δείχνουν πως ο μισός πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου βιώνει ανασφάλεια λόγω του εισοδήματός τους. Σε οικονομικό επίπεδο, κάποιες διαστάσεις του συστήματος του άγχους συμπεριλαμβάνουν την «ευέλικτη» παραγωγή («lean» production), τη χρηματιστικοποίηση, την επακόλουθη σκλαβιά εξαιτίας του χρέους (debt slavery), τη γρήγορη επικοινωνία και τις χρηματιστικές ροές, καθώς επίσης και την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής. Χώροι εργασίας όπως τα τηλεφωνικά κέντρα (call centers), συναντώνται όλο και πιο συχνά · χώροι στους οποίους καθένας επιτηρεί τον εαυτό του, προσπαθεί να διατηρήσει την απαιτούμενη «προσφορά υπηρεσιών» ενώ υπόκειται διαρκώς σε επανεξέταση και στην ενδεχόμενη αποτυχία, τόσο μέσω ποσοτικών απαιτήσεων όσον αφορά τον αριθμό των κλήσεων, καθώς και μέσω μιας διαδικασίας που αρνείται στους περισσότερους εργαζόμενους μια σταθερή θέση εργασίας (πρέπει να δουλεύουν έξι μήνες απλώς για να προσληφθούν, σε αντίθεση με μια θέση μαθητευόμενου). Η διαχείριση των εντυπώσεων σημαίνει πως το χάσμα μεταξύ των επίσημων κανόνων και αυτού που πραγματικά συμβαίνει είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Το κλίμα μάλιστα που επικρατεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου, διοχετεύει αυτό το διάχυτο άγχος στην παγκόσμια πολιτική. 


5. Το άγχος είναι ένα κοινό μυστικό. 

Το υπερβολικό άγχος και το στρες αποτελούν ένα κοινό μυστικό. Στις περιπτώσεις όπου γίνεται συζήτηση γι’ αυτά, γίνονται αντιληπτά ως ατομικά, ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία συχνά αποδίδονται σε ελαττωματικά πρότυπα σκέψης ή σε ανεπαρκή προσαρμογή.

Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη δημόσια αφήγηση προτείνει πως χρειαζόμαστε περισσότερο άγχος, έτσι ώστε να παραμείνουμε «ασφαλείς»  (μέσω της «επιδίωξης της ασφάλειας»  και «ανταγωνιστικοί» (μέσω της διαχείρισης των επιδόσεων). Κάθε ηθικός πανικός, κάθε νέα καταστολή ή κάθε νέος κύκλος καταπιεστικών νόμων, προστίθεται στο συσσωρευτικό βάρος του άγχους και τους στρες, τα οποία πηγάζουν από την ευρύτερη υπερ-πειθάρχηση. Η πραγματική, ανθρώπινη ανασφάλεια διοχετεύεται στην τροφοδότηση της επιδίωξης της ασφάλειας. Αυτό όμως αποτελεί ένα φαύλο κύκλο, επειδή η επιδίωξη της ασφάλειας, αυξάνει τις ίδιες τις συνθήκες (αναλωσιμότητα, επιτήρηση, εντατικοποίηση της πειθάρχησης), οι οποίες προκαλούν το αρχικό άγχος. Στην πραγματικότητα, η ασφάλεια της Πατρίδας χρησιμοποιείται ως έμμεσο υποκατάστατο που υποδηλώνει την ασφάλεια του Εαυτού. Και πάλι, αυτό έχει συμβεί και παλιότερα, όπως για παράδειγμα στη χρήση του εθνικού μεγαλείου ως μια μορφή αποζημίωσης για τη δυστυχία, καθώς επίσης και στη χρήση του παγκοσμίου πολέμου ως μέσου διοχέτευσης της ματαίωσης που προκύπτει από την πλήξη.

Το άγχος διοχετεύεται επίσης προς τα κάτω: Η αδυναμία των ανθρώπων να ασκήσουν έλεγχο στις ζωές τους, οδηγεί σε έναν έμμονο αγώνα να ανακτήσουν τον έλεγχο, μέσω της διαχείρισης μικρο-πραγμάτων, τα οποία μπορούν να ελέγξουν. Οι τεχνικές γονικής διαχείρισης, για παράδειγμα, προβάλλονται ως τρόποι μείωσης του γονικού άγχους, προσφέροντας ένα καθορισμένο σενάριο, το οποίο οι γονείς μπορούν να ακολουθήσουν. Σε ένα ευρύτερο, κοινωνικό επίπεδο, οι ανεκδήλωτες ανησυχίες που δημιουργούνται από την επισφάλεια, τροφοδοτούν διάφορα βασανιστικά προγράμματα κοινωνικής ρύθμισης και κοινωνικού ελέγχου. Αυτό το κρυμμένο άγχος και ο κοινωνικός έλεγχος εκφράζονται όλο και περισσότερο πάνω στις μειονότητες.

Το άγχος εξατομικεύεται με διάφορους τρόπους: από τις ομιλίες και τους λόγους της Δεξιάς που επιρρίπτουν την ευθύνη για τη φτώχεια στους φτωχούς, μέχρι τις σύγχρονες θεραπείες που αντιμετωπίζουν το άγχος ως νευρολογική διαταραχή ή ως ένα δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης. Εκατοντάδες παραλλαγές του λόγου της «διαχείρισης»  –διαχείριση χρόνου, διαχείριση θυμού, γονική διαχείριση, διαφήμιση και πώληση του εαυτού ως εμπορεύματος (self-branding), στρατηγικές μάρκετινγκ όπως το gamification–  προσφέρουν στα αγχώδη υποκείμενα μια ψευδαίσθηση ελέγχου, ως αντάλλαγμα για τη όλο και μεγαλύτερη συμμόρφωσή τους στο καπιταλιστικό μοντέλο υποκειμενικότητας. Επίσης, πολλοί ακόμα λόγοι αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων και ποινικοποίησης, αντιμετωπίζουν την επισφάλεια ως ζήτημα προσωπικής απόκλισης, ανευθυνότητας και παθολογικού αυτο-αποκλεισμού. Πολλοί από αυτούς τους λόγους (discourses) επιδιώκουν να διατηρήσουν το εποικοδόμημα του Φορντισμού (εθνικισμός, κοινωνική ένταξη), χωρίς την υποδομή του (μια εθνική οικονομία, κοινωνική πρόνοια, δουλειές για όλους). Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικά αντιδραστικής επίθεσης (backlash) βρίσκονται διάφορα δόγματα περί ατομικής ευθύνης, τα οποία ενισχύουν την αίσθηση ότι ο καθένας είναι ευάλωτος και αναλώσιμος. Έπειτα, υπάρχει η βιομηχανία της αυτοεκτίμησης, η μαζική φλυαρία των ΜΜΕ τα οποία δασκαλεύουν τους ανθρώπους πώς να κατακτήσουν την επιτυχία μέσω της θετικής σκέψης, λες και οι πηγές του άγχους και της ματαίωσης είναι απλώς απατηλές. Όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά της τάσης του να ιδιωτικοποιούμε τα προβλήματα, τόσο εκείνα που σχετίζονται με την εργασία, όσο κι αυτά που αφορούν την ψυχολογία.

Προηγουμένως, υποστηρίξαμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι κοινωνικά απομονωμένοι προκειμένου να διατηρηθεί ένα κοινό μυστικό. Αυτό ισχύει για τη σημερινή κατάσταση, στην οποία η γνήσια επικοινωνία είναι όλο και πιο σπάνια. Η επικοινωνία είναι πιο διαδεδομένη από ποτέ, ωστόσο, πραγματοποιείται όλο και περισσότερο μόνο μέσα από διαύλους τους οποίους ελέγχει το σύστημα. Ως εκ τούτου, με διάφορους τρόπους, οι άνθρωποι αποτρέπονται από το να επικοινωνούν στ’ αλήθεια, ακόμη και όταν το σύστημα απαιτεί να είναι όλοι συνδεδεμένοι και πρόθυμοι να επικοινωνήσουν. Οι άνθρωποι όχι μόνο υπακούν την επιταγή να επικοινωνούν αντί να εκφράζουν τον εαυτό τους, αλλά επίσης αυτο-λογοκρίνονται εντός συγκεκριμένων διαμεσολαβημένων και αυστηρά ελεγχόμενων χώρων. Παρομοίως, η συναισθηματική εργασία δεν ανακουφίζει το άγχος · αντίθετα, επιδεινώνει την οδύνη και τα δεινά των εργαζομένων, ενώ αποσπά απλώς την προσοχή των καταναλωτών (έρευνες έχουν δείξει πως η απαίτηση που υπάρχει από τους εργαζόμενους να παριστάνουν τους χαρούμενους, προκαλούν, στην πραγματικότητα, σοβαρά προβλήματα υγείας).

Ο βαθμός της επικοινωνίας δεν έχει να κάνει. Η ανασύνθεση –επανασύνδεση- χειραφετητικών, κοινωνικών δυνάμεων δε θα συμβεί, αν δεν υπάρξουν δίαυλοι, μέσω των οποίων το κοινό μυστικό μπορεί να εκφραστεί. Υπό αυτή την έννοια, οι άνθρωποι είναι ουσιαστικά πιο μόνοι από ποτέ. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένων και πολλών ριζοσπαστών) να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα όσων βιώνουν και αισθάνονται. Κάτι πρέπει να προσδιοριστεί ή να μεσολαβηθεί  (κατ’ ουσία να διατυμπανιστεί) ή, για εμάς, να έχει ήδη αναγνωριστεί ως πολιτικό προκειμένου να θεωρηθεί πραγματικό. Το κοινό μυστικό δεν πληροί αυτά τα κριτήρια, γι’ αυτό και παραμένει αόρατο. 


Μετάφραση: Στέλλα Μαύρη
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 








[1] Η συζήτηση εδώ δεν καλύπτει πλήρως ολόκληρο τον παγκόσμιο Νότο. Η ιδιομορφία του παγκόσμιου Νότου είναι ότι οι κυρίαρχες καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές είναι συγκροτημένες πάνω σε προγενέστερα στάδια του καπιταλισμού ή σε προ-καπιταλιστικά συστήματα, αντί να τα έχουν αντικαταστήσει πλήρως. Οι αγώνες, επομένως, που αφορούν τον άξονα της δυστυχίας και της πλήξης είναι πιο αποτελεσματικοί στο Νότο. Ο παγκόσμιος Νότος έχει βιώσει ένα ιδιαίτερο είδος επισφάλειας, διαφορετικό από τις προηγούμενες περιόδους: τη μαζική, βίαιη αποσύνδεση τεράστιων εκτάσεων του κόσμου από τον παγκόσμιο καπιταλισμό (ειδικά στην Αφρική) και την αντίστοιχη μαζική ανάπτυξη της παραοικονομίας, που πλέον επισκιάζει την επίσημη οικονομική δραστηριότητα σχεδόν παντού. Η παραοικονομία προσφέρει εύφορο έδαφος για αυτόνομες πολιτικές, όπως φαίνεται από περιπτώσεις, όπως εκείνης της πόλης του El Alto (μιας αυτο-οργανωμένης περιοχής που αποτελείται από παραγκουπόλεις, και η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των κοινωνικών κινημάτων στη Βολιβία), της εξέγερσης των Ζαπατίστας (που οδήγησε στη δημιουργία αυτόνομων κοινοτήτων ιθαγενών στην Τσιάπας) και κινημάτων όπως το Abahlali base Mjondolo (ένα αυτόνομο κίνημα κατοίκων από έναν άτυπο συνοικισμό στη Νότιο Αφρική). Ωστόσο, η παραοικονομία υπόκειται συχνά σε ένα είδος συλλογικής επισφάλειας, καθώς το κράτος θα μπορούσε (για παράδειγμα) να ισοπεδώσει τις παραγκουπόλεις, να εκδιώξει τους πλανόδιους εμπόρους ή να πατάξει παράνομες δραστηριότητες –ενώ το κάνει κατά περιόδους. Με αποκαλυπτικό τρόπο, ήταν η αυτοπυρπόληση ενός πλανόδιου εμπόρου, ο οποίος δέχτηκε αυτού του είδους την κρατική εκδίωξη, που πυροδότησε την εξέγερση στο Sidi Bouzid, και η οποία αργότερα επεκτάθηκε στην Αραβική Άνοιξη. Οι μαζικές αναταραχές για παρόμοιους λόγους γίνεται όλο και πιο συχνές στην Κίνα. Είναι επίσης συχνό φαινόμενο, το να κυριαρχούν στον τομέα της παραοικονομίας διάφορες ιεραρχικές συμμορίες ή δίκτυα από ομάδες αυταρχικών κομμάτων (όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι).
[2] Affect: συναίσθημα, σωματική προδιάθεση, τρόπος σχετίζεσθαι.
[3] Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «κυρίαρχο συναίσθημα», δεν εννοούμε πως αυτό είναι το μόνο αντιδραστικό συναίσθημα που βρίσκεται σε λειτουργία. Το νέο κυρίαρχο συναίσθημα μπορεί να συνδέεται δυναμικά με άλλα συναισθήματα: ο εργαζόμενος ενός τηλεφωνικού κέντρου πλήττει και είναι κακοπληρωμένος, είναι το άγχος όμως αυτό που τον κρατάει σ’ εκείνη την κατάσταση, αποτρέποντας τη χρήση παλαιών στρατηγικών, όπως είναι ο συνδικαλισμός, το σαμποτάζ και η εγκατάλειψη της εργασίας του.