22.12.14

Σχετικά με το Music School



Στο νέο talent show του MEGA που εμφανίζεται ως ένα αθώο «Μουσικό Σχολείο», ως μια «μουσική γιορτή γεμάτη τραγούδι και συναίσθημα»[1], υπάρχει MEGAλη εκμετάλλευση. Συνεχίζοντας την παράδοση παιδικής εκμετάλλευσης που εγκαινίασε με το Junior MasterChef, το κανάλι αυτή τη φορά βάζει παιδιά να ανταγωνιστούν για τον τίτλο του πιο ταλαντούχου celebrity-τραγουδιστή, με έπαθλο μια υποτροφία για σπουδές στο Ωδείο Αθηνών…


Η sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας


Μια σημαντική κοινωνική-πολιτισμική διαδικασία που συνδέεται με την εκπομπή, είναι η sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας. Η sexουαλικοποίηση δεν αφορά φυσικά την αναγνώριση της παιδικής σεξουαλικότητας αλλά τη διασύνδεση της παιδικής ηλικίας με το sex, την μετατροπή των παιδιών σε αντικείμενα του σεξουαλικού βλέμματος. Ένα από τα αναχώματα ενάντια στην σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών δεν διατυπωνόταν μόνο με βιολογικούς όρους αλλά και με όρους ψυχικούς, συναισθηματικούς. Η μη ολοκληρωμένη θυμική οικονομία των παιδιών τα τοποθετούσε σε μία ασφαλή απόσταση από την ενήλικη σεξουαλική ζωή. Ένα παιδί δεν μπορούσε να το ερωτευτεί κανείς· ακόμη κι αν το ίδιο έδειχνε στοιχεία ερωτικού συναισθήματος, αυτά θεωρούνταν μη ώριμης φύσης και άρα τοποθετούνταν εκτός της ανάλογης ανταπόκρισης από τους ενήλικες.

Αυτό που συμβαίνει με το μουσικό σχολείο του MEGA, και που φυσικά αντανακλά μια γενικότερη τάση, είναι η κατάρρευση αυτού του ανασχετικού φράγματος. Στην συγκεκριμένη εκπομπή, τα παιδιά καλούνται να μάθουν και να επιτελέσουν μια σειρά από έμφυλες θέσεις και συμπεριφορές που σχετίζονται με τον έρωτα.[2] Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι πως συχνά καλούνται να ερμηνεύσουν τραγούδια σαν να είναι μεγάλοι, να νιώσουν λόγια ερωτικής έντασης (πόνου, καημού κτλ.) που δεν ανταποκρίνονται στα βιώματά τους, λαμβάνοντας σχόλια από τους κριτές πως ερμήνευσαν το τραγούδι με μεγάλη ωριμότητα και πολύ συναίσθημα και πως φάνηκε ότι ένιωθαν τα λόγια κτλ.[3] Αυτή η συστηματική καλλιέργεια της ερωτικής συναισθηματικής ωριμότητας και η δημόσια έκθεση και επιτέλεση της επιτρέπει την σύγκλιση της ερωτικής θυμικής οικονομίας των παιδιών με αυτή των ενήλικων, δίνοντας επιπλέον υπόσταση στο σεξουαλικό βλέμμα προς τα παιδιά.

Λέμε «επιπλέον υπόσταση» γιατί η sexουαλικοποίηση του παιδικού σώματος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο σημείο. Η διαδικασία διαφαίνεται από την διάχυση μέσα στην εφηβική και παιδική ηλικία μιας έντονης σεξουαλικής κουλτούρας, κάτι που γίνεται ορατό κυρίως στο facebook. Επιπροσθέτως, αυτό που καθίσταται σαφές μέσα από μια προσεκτική ανάλυση, είναι πως στον όψιμο καπιταλισμό η παιδική σεξουαλικότητα μετατρέπεται σε αντικείμενο για την παραγωγή κέρδους και πως η διαδικασία αυτή εσωτερικεύεται από τα ίδια τα παιδιά/εφήβους. Η σύλληψη στην Θεσσαλονίκη του τύπου που φωτογράφιζε σε ερωτικές πόζες ανήλικες, κάποιες από τις οποίες ήταν κάτω των 15 ετών, πέρα από το επιχειρηματικό δαιμόνιο του εν λόγω κυρίου (που επιβεβαιώνει τα όσα προείπαμε), εγείρει το σοβαρό θέμα του πως τα ίδια τα κορίτσια μπορούσαν να δουν από μικρή ηλικία την ομορφιά τους και το ερωτικό τους σώμα ως αντικείμενο παραγωγής πλούτου. Αν και αυτό αφορά κυρίως τα μικρά κορίτσια, μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την τάση και στα αγόρια.[4] 

Βρισκόμαστε στην εποχή το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας κατά την Λακανική ψυχανάλυση είναι η κατάρρευση της συμβολικής λειτουργίας του Πατέρα, κάτι που επιφέρει την επιστροφή στον Αρχέγονο Πατέρα κατά τον Φρόυντ· έναν διεστραμμένο πατέρα που διεκδικεί τον έλεγχο πάνω στο σώμα των κοριτσιών του με διάφορους τρόπους. Η σταδιακή εκμετάλλευση της παιδικής/εφηβικής σεξουαλικότητας δεν περιορίζεται στην εκπόρνευση παιδιών σε χώρες της λεγόμενης περιφέρειας ή στις δεκατριάχρονες νιγηριανές στους δρόμους της Αθήνας πάνω στις οποίες εκτονώνουν τις σεξουαλικές τους ενορμήσεις αρκετοί συμπολίτες μας. Αντίθετα, έχει αρχίσει να χτυπάει την πόρτα των έως πρόσφατα φιλήσυχων και συντηρητικών στρωμάτων. Εμβληματική της τάσης για sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας και της εκμετάλλευσης της παραγόμενης sexουλικότητας, είναι η περίπτωση της Κριστίνα Πιμένοβα (βλ. φώτο), η οποία σε ηλικία εννέα (9) μόλις ετών κάνει καριέρα στο μόντελινγκ. Τα σχόλια τύπου «σέξυ πόδια» στις φωτογραφίες της στο facebook καταδεικνύουν την απροσχημάτιστη κατάρρευση των ορίων της παιδικής ηλικίας. Ο συνδυασμός της ερωτικής συναισθηματικής ωρίμανσης ή η επιτέλεση ωρίμανσης που παρατηρούμε σε προγράμματα όπως το music school μαζί με την sexουαλικοποίηση του παιδικού/εφηβικού σώματος που παρατηρείται γενικότερα, ανοίγει σταδιακά ένα νέο πεδίο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με τον όψιμο καπιταλισμό να πραγματώνει τη φράση «δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του».

Τώρα που το music school κάνει το τοπίο της παιδικής εκμετάλλευσης πιο οικείο με τους περισσότερους να χαμογελούν πλέον ανέμελα και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό μπροστά στο θέαμα της χαριτωμένων παιδιών, δεν θα εκπλαγεί κανένας όταν το MEGA θα παρουσιάσει κάποιο Next Top Model Kids ή Junior Next Top Model όπου μικρές Λολίτες θα ποζάρουν σε σέξι πόζες και θα λικνίζονται σε πασαρέλες, προωθώντας έτσι τον παιδικό προάγγελο της ιδανικής, σέξι και τεχνητά ευτυχισμένης ώριμης γυναίκας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο κυρίαρχο star system.



Παιδική ηλικία και συναισθηματική εργασία

Μια άλλη διάσταση η οποία συνδέεται άμεσα με τη sexουαλικοποίηση της παιδικής ηλικίας και με την καλλιέργεια της ερωτικής συναισθηματικής ωριμότητας των παιδιών, είναι η παιδική (συναισθηματική) εργασία που προωθεί η εκπομπή. 

Σε κάθε επεισόδιο, οι δάσκαλοι-κριτές ζητούν από τα παιδιά να «βγάλουν» ένα κατάλληλο «συναίσθημα-εμπόρευμα» (μια «θετική συναισθηματικότητα»-«παιδικότητα»), το οποίο καλείται στη συνέχεια να «καταναλώσει» το κοινό και οι τηλεθεατές. Οι δάσκαλοι (σε ρόλο υπεύθυνου πρόσληψης σε εταιρία;) αξιολογούν τη συναισθηματική επιτέλεση των παιδιών λέγοντας συχνά πως το χαμόγελο/κέφι/συναίσθημα δεν ήταν όσο θα επιθυμούσαν.[5] Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά μαθαίνουν να εσωτερικεύουν τις εντολές και τις οδηγίες τους, ρυθμίζοντας ανάλογα τη συναισθηματική τους επιτέλεση.[6] Η «παράσταση» που καλούνται να δώσουν, αφορά ρητά την παραγωγή της κατάλληλης με το κάθε τραγούδι συναισθηματικής κατάστασης που θα εκδηλώνεται σε επίπεδο συμπεριφοράς ως «ανεμελιά», «χαλαρότητα» και «ωριμότητα») και κυρίως την επίδειξή της στους κριτές, στο κοινό και στους τηλεθεατές. Η ίδια η ζωή των παιδιών, το σύνολο της ύπαρξης τους γίνεται εργασία κι εμπόρευμα ταυτόχρονα, που εκμεταλλεύεται και πουλά το κανάλι.[7] 

Σε αντίθεση με τον σαφή διαχωρισμό εργασίας και κοινωνιακότητας-επικοινωνίας, την αυστηρή πειθάρχηση και τον «εξωτερικό» καταναγκασμό που χαρακτήριζαν το φορντικό εργοστάσιο, στο μεταφορντικό Music School η εξουσία λειτουργεί μέσω της χαλάρωσης των ορίων μεταξύ εργασίας και ζωής (εδώ, της ‘παιδικής ηλικίας’), και μέσω της αυτονομίας, της ελευθερίας και της κινητοποίησης ολόκληρης της ύπαρξης του υποκειμένου · μέσω μιας ‘χαρούμενης αυτο-εκμετάλλευσης’. Τα παιδιά-συναισθηματικοί εργάτες καλούνται –μέσα από ένα κλισέ λεξιλόγιο– να «απολαύσουν» την κάθε τους περφόρμανς, να «περάσουν καλά», να νιώσουν ή να «βγάλουν» χαρά, να «υπερβούν τα όριά τους» και να «δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό». Τα στημένα σκετσάκια «περνάμε καλά», «χαράς», «παιδικής ανεμελιάς» και «χαζολογήματος» κατά τις πρόβες, τα κοντινά ζουμ της κάμερας στα πρόσωπα και στις εκφράσεις των παιδιών ή στα δάκρυα συγκίνησης των κριτών κατά την ώρα του τραγουδιού, οι αγκαλιές και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις των γονιών μετά το τραγούδι, αποτελούν βασικό στοιχείο της «συναισθηματικής κατάστασης-εμπορεύματος» της εκπομπής, κατασκευάζοντας επιδέξια αυτό που μας παρουσιάζεται ως «αυθόρμητο» και «γνήσιο».

Πέρα από τις όποιες τραγουδιστικές γνώσεις, αυτό που βασικά διδάσκει η εκπομπή είναι συγκεκριμένα μοτίβα συναισθηματικής επιτέλεσης και τρόπους διαμόρφωσης του εαυτού που βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Το Music School εκπαιδεύει τόσο αυτούς που συμμετέχουν με τη φυσική τους παρουσία όσο και τους τηλεθεατές σε ένα νέο πρότυπο εργαζόμενου που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Ο εαυτός που καλούνται να διαμορφώσουν τα παιδιά σε κάθε «παράσταση-επιτέλεση» (performance), οφείλει να καλλιεργεί και να βελτιώνει ασταμάτητα τις δεξιότητες του, να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του για να προωθήσει τον εαυτό του ως εμπόρευμα και να ικανοποιήσει τους πελάτες, να «τα δίνει όλα», να αυξάνει την αποδοτικότητα και τις επιδόσεις του, να είναι ευέλικτος και διαρκώς εξελισσόμενος, χωρίς να αντιδρά στην εντατική του αξιολόγηση και στα πιεστικά έργα που του αναθέτουν (βλ. νέο πανεπιστήμιο/λύκειο/σχολείο κοκ).[8] 

Στο δρόμο που άνοιξαν δειλά-δειλά τα Stage και τα «κοινωφελή» πεντάμηνα του ΟΑΕΔ (και μας έκαναν απόλυτα σαφή οι πρόσφατες δηλώσεις Λοβέρδου για τους εθελοντές εκπαιδευτικούς), αυτό που μας παρουσιάζει η εκπομπή είναι ένας «ωφελούμενος» εργαζόμενος που όχι μόνο δουλεύει αδιαμαρτύρητα με ελάχιστο ή καθόλου μισθό, αλλά αντιλαμβάνεται την εργασία του ως «εθελοντισμό», ως εκμάθηση δεξιοτήτων και γνώσεων, σαν μια μορφή χάρης και αναγνώρισης που του κάνουν οι εκμεταλλευτές του. Στο Music School, η εργασία, από μισθωτή σχέση και μέσο βιοπορισμού, μετατρέπεται σε μια εξατομικευμένη συνθήκη που γίνεται σχεδόν αποκλειστικά για λόγους ευχαρίστησης ή «εμπειρίας».

Στο εργασιακό αυτό μοντέλο, η απλήρωτη εργασία (και κυρίως το να υιοθετεί κανείς και να εντείνει την ‘χαρούμενη αυτο-εκμετάλλευσή’ του) παρουσιάζεται ως «συσσώρευση εμπειρίας» που είναι «καλή για το βιογραφικό» ή ως κάτι που αυξάνει το ‘ατομικό κεφάλαιο’ και την «ανταγωνιστικότητα» του στην αγορά εργασίας (Λοβέρδος: μοριοδότηση, υπόσχεση μισθού και «κανονικής» πρόσληψης στο δημόσιο), (Music School: συσσώρευση ορατότητας, φήμης και «κεφαλαίου τραγουδιστή/τριας-celebrity» που υπόσχονται μια μελλοντική «καριέρα» στο τραγούδι ή στην τηλεόραση).[9] Αντί για μισθό, η ‘συμβολική αμοιβή’ αυτού του εργαζόμενου (χαρά, εκμάθηση δεξιοτήτων, απόκτηση εμπειρίας κτλ) πηγάζει από το να κάνει «χαρούμενους» και «ικανοποιημένους» εκείνους στους οποίους προσφέρει την «εθελοντική» εργασία του –δηλαδή, τόσο την επιχείρηση (MEGA) και τους managers-coachers της (δάσκαλους-αξιολογητές-εμψυχωτές) όσο και τους πελάτες-καταναλωτές της (κοινό, τηλεθεατές). Στόχος είναι η ‘ταύτιση εργαζομένου-επιχείρησης’ που μας διδάσκουν τα βιβλία μάνατζμεντ και οργανωσιακής ψυχολογίας ·οι επιθυμίες των εργατών πρέπει να ευθυγραμμίζονται και να προβλέπουν τις επιθυμίες της επιχείρησης (με την οποία υποτίθεται έχουν «κοινά» συμφέροντα), ώστε να είναι ήδη προσαρμοσμένες και σε συμφωνία με αυτή.[10]



Ανταγωνισμός, Εκμετάλλευση και Ψυχολογία

Το MEGA προσπαθεί εναγωνίως να αποκρύψει το ότι εκμεταλλεύεται παιδιά και τα ωθεί στον ανταγωνισμό, με το να τονίζει διαρκώς πως «κανείς δεν αποχωρεί», πως υπάρχουν μόνο θετικά σχόλια, ζεστοί κριτές και ένα «προστατευτικό κλίμα» ή μια «τρυφερή ατμόσφαιρα», στην οποία τα παιδιά «περνούν καλά» και «μαθαίνουν πράγματα». Ωστόσο, οι ψηφοφορίες του καναλιού που καλούν τους τηλεθεατές να διαλέξουν ποια παιδιά θα «νικήσουν» και θα «περάσουν στον τελικό» (λες και ποντάρουν σε άλογα κούρσας στον ιππόδρομο) μας δείχνουν μια άλλη εικόνα. Σε αυτή την κούρσα, φυσικά, όλοι ξέρουν και αναμένουν πως ο νικητής θα είναι ένας.


Αυτό που έχει βέβαια σημασία δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο νικητής θα είναι ένας, αλλά η προσπάθεια που γίνεται ώστε αυτό να μη φανεί, να δοθεί η εικόνα πως εδώ είμαστε όλοι ίσοι και περνάμε καλά, αυτή είναι η ιδεολογική λειτουργία του προγράμματος που αντανακλά το πέρασμα στον κόσμο των επιχειρήσεων από το «εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια» στο «εδώ είμαστε όλοι φίλοι», απλά κάποιος θα πάρει προαγωγή αλλά ας μην χαλάσουμε την ωραία ατμόσφαιρα, ας δούμε αυτήν τη νίκη/προαγωγή ως μέρος του παιχνιδιού. Η φήμη πως στο Music School χρησιμοποιούνται ψυχολόγοι που διασφαλίζουν πως τα παιδιά δεν θα βγουν τραυματισμένα από αυτή την διαδικασία είναι άκρως υποκριτική. Τα παιδιά γνωρίζουν καλά από το σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες την κουλτούρα του ανταγωνισμού και έχουν «πληγωθεί» αρκετές φορές. Αυτό που στην ουσία καταδεικνύει η συμμετοχή των ψυχολόγων καθώς και η ψυχολογία με την οποία η παρουσιάστρια και οι κριτές τροφοδοτούν τα παιδιά, είναι η σημασία της ψυχολογίας για την παραγωγή της κατάλληλης ατμόσφαιρας και «ασφαλών» διεργασιών μέσα από τις οποίες η εκμετάλλευση παρουσιάζεται ως ένα όμορφο παιχνίδι.[11] 

Χρησιμοποιώντας μια ψυχολογική ορολογία και ερωτήσεις του στυλ «πως ένιωσες;» ή «είχες άγχος;», οι κριτές καλούν τα παιδιά να υιοθετήσουν ένα ψυχολογικό βλέμμα που λειτουργεί δικαιολογώντας την καταπίεση, την εκμετάλλευση και τις λογικές ανταγωνισμού. Αυτές μεταφράζονται έτσι σε όρους όπως ‘ανασφάλεια’, ‘συστολή’ ή ‘άγχος’, που το κάθε παιδί οφείλει να «βελτιώσει» και να «διαχειριστεί» ξεχωριστά, ως ένα «πρόβλημα» που είναι δικό του και ατομικό.[12] Αυτή η ψυχολογική γλώσσα ασκεί έντονη βία, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται η έκθεση και η «αντικειμενοποίηση» του εαυτού, η εξονυχιστική αξιολόγηση-βαθμολόγηση της απόδοσης, της παραγωγικότητάς του και η επισήμανση των «ατελειών» που πρέπει να βελτιωθούν κάτω απ’ τα επιτηρητικά βλέμματα κριτών, κοινού και τηλεθεατών.

Για το ζήτημα του Music School, οι –λαλίστατοι για κάθε άλλο θέμα– ψυχολόγοι έχουν καταπιεί τις γλώσσες τους, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις (βλ. http://kerentzis.blogspot.gr/2014/06/the-voice-kids-music-school.html). Ωστόσο, το πρόβλημα με τις ψυχολογικού τύπου κριτικές είναι πως περιορίζονται σε ένα επίπεδο ‘ψυχολογικού τραύματος’ ή ‘κακοποίησης’, αναπαράγοντας παράλληλα μια πολύ προβληματική θυματοποίηση των παιδιών. Αντίθετα, εκείνο που χρειάζεται να προσέξουμε είναι οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης και υποκειμενοποίησης-καθυπόταξης που διαπερνούν τη συγκεκριμένη εκπομπή, καθώς και το πώς ο μετασχηματισμός που συμβαίνει στον όψιμο καπιταλισμό στη συναισθηματική ωρίμανση των παιδιών –μετασχηματισμός που ενισχύεται τόσο μέσα από την τάση sexουαλικοποίησής τους όσο και από τη ‘συναισθηματική εργασία’ τους σε talent show όπως το Music School– συνδέεται με τη μετατροπή της ίδιας της παιδικής ηλικίας σε εμπόρευμα · σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και παραγωγής κέρδους.




Το παραπάνω κείμενο είναι μια συλλογική προσπάθεια της ομάδας διαχείρισης της σελίδας του Δικτύου Κριτικής Ψυχολογίας, της ομάδας Δια-Τάραξη, της ανεξάρτητης Ομάδας Συνεργατικής Πρακτικής, καθώς και αρκετών ατόμων που έκαναν παρεμβάσεις και σχόλια στο κείμενο.

Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας                    http://criticalpsy-net.blogspot.gr/

Ομάδα Δια-Τάραξη                                     http://dia-taraksi.blogspot.gr/

Ομάδα Συνεργατικής Πρακτικής             http://pomocriticaltherapy.wordpress.com/





[2] Αυτό είναι κάτι που εντοπίζεται σε πολλές από τις οδηγίες και σχόλια που δέχονται τα παιδιά από τους κριτές: «αρέσει στις γυναίκες…στη Ντορετα», «ο Εντμοντ θα ρίξει τις γυναίκες σαν τις μύγες», «βάλε το πιο κοριτσίστικο που έχεις..φουστίτσα», «κράτα την αγκαλίτσα… μην την κρατάς σα να πάτε για σουβλάκια. Ρομαντικά».

[3] Εδώ αξίζει να αναστοχαστούμε πάνω στο μαζικό ελληνικό τραγούδι και την κουλτούρα του, μια συναισθηματική πανούκλα και ερωτική μιζέρια που μεταδίδεται δυστυχώς σε όλο και πιο μικρές ηλικίες. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι αυτή η μιζέρια «κουμπώνει» μια χαρά με τη sexουαλικοποίηση του ενήλικου και παιδικού κόσμου. Η «sexουαλικοποίηση» δεν είναι παρά θεαματικοποίηση του σεξ που λειτουργεί μόνο σε συνθήκες στέρησης και μιζέριας, δεν μπορείς να κάνεις σεξουαλικό κάτι που από μόνο του είναι σεξουαλικό ούτως ή άλλως, μόνο να το καταστείλεις, να το ευτελίσεις και να το ελέγξεις δια της θεαματικής υπερέκθεσης. 

[4] Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα την περίπτωση του Brendan Jordan, ενός gay έφηβου που έγινε γνωστός από ένα video στο οποίο εμφανίζονταν να χορεύει, και «είχε την τύχη» να γίνει τόσο διάσημος ώστε να τον καλεί στην εκπομπή της η Queen Latifah, να του στέλνει μηνύματα η Lady Gaga και να συμμετέχει στην καμπάνια της American Apparel. Υπάρχει μία τάση όπου τα gay αγόρια  sexouαλικοποιούν όλη την υπόστασή τους με διάφορους τρόπους.

[5] «προκαλεί την καλή διάθεση», «να μας ανεβάσεις», «είσαι γεννημένος διασκεδαστής», «λίγο παραπάνω κέφι θα ήθελα», «θα ήθελα να χαμογελάς περισσότερο», «το χαμόγελο ήθελα να υπάρχει λίγο παραπάνω», «έβγαλες τα συναισθήματα που έπρεπε», «Μας ξεκούρασες. Σαν να έφυγε από πάνω μας η κούραση της ημέρας», «εκείνο που θέλω από σένα είναι να το χαρείς το τραγούδι», «να σε δει ο κόσμος να είσαι ευχάριστη, να μεταδίδεις ευχάριστα το τραγούδι», «θέλω να νιώθεις ότι εννοείς κάθε λέξη. Πρέπει να μπεις σε αυτό το ρόλο», «Ξέρεις τι μου έλειψε; Λίγο παραπάνω συναίσθημα. Λίγο παραπάνω πρέπει να το βάλεις στο κορμί σου».

[6] «για να φανεί ότι το νιώθω πρέπει να το δείξω στο πρόσωπο μου και ειδικά στα μάτια μου», «Μου είπε (το παιδί) πρέπει να θολώσω τα μάτια μου. Να τα κάνω να θολώσουν. Να μην βλέπω τον κόσμο», «θα πρέπει να χαλαρώσω έτσι ώστε να μπορέσω να το ζήσω μέσα μου», «πρέπει να βγάλω συναίσθημα. Να δουν πως το νιώθω», «Πρέπει να το αισθανθώ το τραγούδι».

[7] Πέρα από την ίδια την εκπομπή, ενδεικτικό του χυδαίου τρόπου με τον οποίο το MEGA εκμεταλλεύεται και εμπορευματοποιεί την ‘παιδικότητα’ είναι οι βρεφικές-νηπιακές φωτογραφίες των παιδιών που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα του [http://www.megatv.com/themusicschool/default.asp?catid=36097], όσο και το ότι πάνω από τις μισές διαφημίσεις προϊόντων που προβάλλονται στα διαλείμματα του Music School στοχεύουν σε ένα παιδικό καταναλωτικό κοινό ή έχουν παιδιά πρωταγωνιστές.

[8] «εξέλιξη που έχεις…κάθε φορά καλύτερη», «άνοδο όσον αφορά την απόδοσή σου», «είμαι χαρούμενη για τη σημερινή σου απόδοση», «ένα παιδί με μεγάλη προοπτική για εξέλιξη», «Έδωσες τον καλύτερό σου εαυτό. Μπορείς να φτάσεις πολύ ψηλά», «Ενώ είναι τέλεια, συνεχώς βελτιώνεται».

[9] Πρόκειται για μια ψευδή υπόσχεση ευτυχίας για χάρη της οποίας τα παιδιά πρέπει να σφυρηλατηθούν στις εξοντωτικές πρόβες και στο αυστηρό πρόγραμμα και μέσα από την οποία νομιμοποιούνται αλλά και ηθικοποιούνται ο χρόνος και ο κόπος που αφιερώνουν.

[10] Κριτής: «Πώς αισθάνθηκες;» Παιδί: «Ωραία». Κριτής: «Κι εμείς αισθανθήκαμε ωραία…», Κριτής: «το απήλαυσα το τραγούδι και ελπίζω και εσύ. Αυτό έχει σημασία. Να απολαμβάνεις το τραγούδι». 

[11] Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε πως η συστηματική πίεση που δέχονται τα παιδιά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κριτών αποκρύπτεται επιδέξια ή εμφανίζεται φευγαλέα κυρίως στη στιγμή της αξιολόγησης, της ανακοίνωσης του νικητή ή εκφράζεται έμμεσα με παράπονα για τη δυσκολία των κομματιών. 

[12] «ντροπαλή, πρέπει να αποβάλλει την ανασφάλεια και να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της», «να κάνεις πράγματα για να ξεπεράσεις τη συστολή», «έχεις άγχος παραπάνω από το κανονικό», «σίγουρη για τον εαυτό της. έχει αυτοπεποίθηση», «απέβαλλες το άγχος», «δεν πιστεύω να ‘χουμε άγχος», «ανέβηκες με σιγουριά, απέβαλες ανασφάλειες»,  «η καλύτερή σου φορά χωρίς αμφιβολία. επιτέλους ανέβηκες με σιγουριά».

15.12.14

Η κατασκευή της «ενδοσχολικής βίας»




Λευτέρης Παπαθανάσης



Η είδηση πέφτει σαν κεραυνός. Η Ελλάδα είναι στην τέταρτη θέση (ανάμεσα στις χώρες που μελετήθηκαν) στην έκταση του φαινομένου της «ενδοσχολικής βίας». Το συμπέρασμα είναι το ίδιο άμεσο: κάτι πρέπει να κάνουμε και μάλιστα το συντομότερο! Ποιο άκαρδο τέρας είναι στο κάτω-κάτω ευχαριστημένο με το γεγονός ότι τα παιδιά μας περνούν τόσο άσχημα στο σχολείο, με τραύματα που τους μένουν μέχρι τα γεράματα? (βάλε έναν αστερίσκο εδώ, θα δούμε ποιο είναι το πραγματικό άκαρδο τέρας προς το τέλος…).

Εδώ και λίγο καιρό λοιπόν, τα ελληνικά σχολεία (ακολουθώντας τη διεθνή μόδα) ζούνε στους ρυθμούς του φαινομένου αυτού. Μελέτες για το φαινόμενο, σεμινάρια για το φαινόμενο, επιτροπές και υπεύθυνοι για το φαινόμενο, «δράσεις» για το φαινόμενο. Λέω λοιπόν από την αρχή ότι για μένα το φαινόμενο αυτό είναι μια κατασκευή, μια επινόηση. Ακόμα περισσότερο, ισχυρίζομαι ότι η κατασκευή αυτού του φαινομένου έχει βαθύτερα και σκοτεινά κίνητρα, δηλαδή τη δημιουργία συναίνεσης στην ένταση του κοινωνικού ελέγχου και την πειθάρχηση της νεολαίας.

Πριν αρχίσουμε, ας διευκρινίσουμε κάτι πολύ βασικό. Η έννοια της «ενδοσχολικής βίας» δεν έχει να κάνει με κάποιον τοπολογικό προσδιορισμό της βίας, δηλαδή δεν σημαίνει «η βία που ασκείται στο χώρο του σχολείου». Η έννοια αυτή υποδηλώνει έναν ξεχωριστό, αυτόνομο τύπο βίας, που αναπτύσσεται στο Σχολείο και τροφοδοτείται απ’αυτό ή στην καλύτερη περίπτωση μια ειδική έκφανση της βίας στους εφήβους η οποία αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο Σχολείο. Ποια ακριβώς είναι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ποιος αυτός ο ξεχωριστός χαρακτήρας του φαινομένου «κανένα στόμα δεν το’βρε και δεν το’πε ακόμα». Όχι τυχαία. Όσο περισσότερη ασάφεια υπάρχει στους βασικούς όρους που περιγράφουν το φαινόμενο, τόσα περισσότερα περιστατικά μπορεί να χωρέσει και τόσο περισσότερο μπορεί να επεκταθεί ο επιθυμητός έλεγχος με την αφορμή του.

Μίλησα πριν για κατασκευή του φαινομένου, πράγμα που μπορεί να είναι αντίθετο με την καθημερινή εμπειρία μας με τα παιδιά. Τα παιδιά τσακώνονται, πλακώνονται, προσβάλουν συχνά το ένα το άλλο (και μάλιστα σκληρά). Ακόμη, κάνουν αποτυχημένες προσπάθειες να εκδηλώσουν τις πρωτόγνωρες γι’αυτά σεξουαλικές ορμές, δοκιμάζουν ρόλους, χειραγωγούν και χειραγωγούνται, λένε ψέματα και πολλά άλλα. Είναι αυτό κάτι νέο? Δεν αποτελούν όλα αυτά (μαζί με άλλα πολλά) μέρος τις διαδικασίας κοινωνικοποίησης του παιδιού? Ποιο είναι εκείνο το παιδί που μεγάλωσε χωρίς να πληγωθεί σωματικά ή «ψυχικά» από τους φίλους του? Ισχυρίζομαι εδώ ότι αυτός ο τρόπος (η μέθοδος της δοκιμής και του λάθους) είναι ο μόνος τρόπος που μαθαίνουμε και χτίζουμε την προσωπικότητά μας, συνεπώς ότι η απαίτηση για ένα παιδί που δεν θα πληγωθεί ποτέ και από τίποτα, είναι η συνταγή για έναν άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, έναν άνθρωπο χωρίς την ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή την ικανότητα να βρίσκεται σε συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους. Η αναγωγή όλων αυτών των παιδικών ή εφηβικών εμπειριών σε μια προβληματική κατάσταση με τον όρο «ενδοσχολική βία» ψυχιατρικοποιεί αυτόματα την παιδική ηλικία.

Επιμένω στον ισχυρισμό της κατασκευής. Το Σεπτέμβριο του 2013 ξεκίνησε στο ελληνικό Σχολείο η εκστρατεία καταγραφής των κρουσμάτων «ενδοσχολικής βίας» με σκοπό να προσδιοριστεί η έκταση του φαινομένου. Μιλάμε για μια εντελώς αυθαίρετη και αντιεπιστημονική διαδικασία. Σε κάθε σχολείο ορίστηκε ένας υπεύθυνος για την καταγραφή των περιστατικών. Ο υπεύθυνος αυτός ήταν ένας συνάδελφος από το σύλλογο διδασκόντων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν ψυχολόγος, κοινωνιολόγος ή τέλος πάντων κάποιος που έχει ειδικευθεί στον τρόπο που συλλέγονται αυτά τα δεδομένα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι κατέγραφε τα περιστατικά που ταίριαζαν στο μυαλό του σ’αυτό το αόριστο πράγμα που είναι η ιδέα της «ενδοσχολικής βίας», από έναν επαναλαμβανόμενο καυγά μέχρι ένα ατυχές ερωτικό «πέσιμο». Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την από τα πριν επιβαλλόμενη αντίληψη: ότι το η έκταση της «ενδοσχολικής βίας» είναι σημαντική και πρέπει να ληφθούν μέτρα. Πρόκειται για μια τιτάνια λαθροχειρία. Όπως αντιλαμβάνεσαι, ο τρόπος που έγινε η συλλογή των στοιχείων προϋπέθετε την αποδοχή του φαινομένου που υποτίθεται ότι ανίχνευε!!! Ο τρόπος που έγινε η μελέτη λοιπόν, είναι ο κλασικός τρόπος που κατασκευάζονται οι κοινωνικές υστερίες, η μελέτη απλά υπηρετεί το συμπέρασμα που από την αρχή θέλαμε να εξάγαγουμε (με την ίδια λογική δικαιολογεί εδώ και χρόνια το αμερικανικό κράτος το βαθύ ρατσισμό του, με την ίδια λογική εδραιώθηκε η ισλαμοφοβία, με την ίδια λογική στήνεται κάθε κρατικά κατευθυνόμενη μαζική υστερία).

Αν όμως πρόκειται περί κατασκευής, τότε γιατί τόσος κόπος? Ποιο σκοπό εξυπηρετεί η συγκεκριμένη κατασκευή? Το είπα ήδη από την αρχή. Η κατασκευή αυτή προετοιμάζει το έδαφος για μια ευρεία συναίνεση στην όξυνση των πολιτικών πειθάρχησης της νεολαίας, πολιτικών που το κράτος έχει ανάγκη ειδικά μετά την τομή της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008. Εάν το κράτος πείσει την κοινωνία ότι το Σχολείο είναι ένας χώρος που τα παιδιά κυρίως κινδυνεύουν, τότε εξασφαλίζεται η συναίνεση στις πολιτικές του εντεινόμενου αυταρχισμού και του καθολικού ελέγχου. Με τον ίδιο τρόπο που το πλαίσιο ελέγχου των εκπαιδευτικών, η Αξιολόγηση, πάτησε πάνω σε μια τεράστια εκστρατεία δυσφήμισης τους (ανισόρροποι, ανεπαρκείς, λουφαδόροι, φοροφυγάδες, παιδεραστές, ποιος θα ήθελε το παιδί του να μπλέξει με τέτοιους εκπαιδευτικούς?), το πλαίσιο ελέγχου και πειθάρχησης των νεολαίων θα επιβληθεί πάνω στην κατασκευή της ιδέας της «ενδοσχολικής βίας», θα επιβληθεί τελικά «για το καλό τους»…

Ακόμη περισσότερο, η ιδέα της «ενδοσχολικής βίας» έρχεται να καθίσει πάνω στον καθένα/μια από μας. Ο επιτακτικός τρόπος με τον οποίο απαιτείται η ανίχνευση (επιβεβαίωση όπως είπαμε πριν) της «ενδοσχολικής βίας» έχει κρεμάσει πάνω από κάθε μέλος της σχολικής κοινότητας ένα ερωτηματικό. Αυτό σημαίνει ότι το πλαίσιο αυτό επιτυγχάνει κάτι ακόμη μεγαλύτερο απ’αυτό που περιέγραψα πιο πριν, πετυχαίνει την «αυθόρμητη» εξάπλωση ενός γενικευμένου καθεστώτος ελέγχου απ’όλους προς όλους!

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν βλέπω πίσω από την υστερία της «ενδοσχολικής βίας» κάποια συνωμοσία. Δεν πιστεύω ότι οι ιεραρχικές/ταξικές κοινωνίες χρειάζονται τις συνωμοσίες για να γεννήσουν μια κοινωνική υστερία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ασχολούνται με το ζήτημα δεν είναι πιόνια κάποιου σκοτεινού κέντρου που προωθεί το ζήτημα, όμως μοιράζονται την ίδια ιδεολογία, το ίδιο σύνολο αξιών ή δεν έχουν αντιστάσεις απέναντί του. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, κι εδώ είναι το εξαιρετικά ανησυχητικό, το στρατόπεδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς τηρεί σιγή ισχύος για το θέμα, όταν δεν το αποδέχεται (η Αριστερά γενικά έχει παρασυρθεί εδώ και πολλά χρόνια σε μια απόλυτα οικονομίστικη θεώρηση του σχολείου με αποτέλεσμα τη σύγχυση που επικρατεί σήμερα μπροστά στις νέες εξελίξεις).

Στο ελληνικό Σχολείο η ιδέα της «ενδοσχολικής βίας» είναι σχετικά νεαρή. Με έναν ειρωνικό τρόπο το λανσάρισμά της συμπίπτει με την εποχή «το μνημόνιο είναι ευλογία». Είναι μέσα σ’αυτή την εποχή της Κρίσης και της καταστροφής εκατοντάδων χιλιάδων ζωών που το πλαίσιο της ιδέας της «ενδοσχολικής βίας» μου φαντάζει ακόμη πιο επικίνδυνο. Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο τα προβλήματα των παιδιών εξατομικεύονται και συνεπώς ψυχολογικοποιούνται. Η βία ως μια κατάσταση που εξαπολύεται από το ίδιο το κράτος απέναντι στις ζωές μας και ποτίζει κάθε πτυχή τους, απλά εξαφανίζεται. Όλη η ιστορία πια είναι να δούμε «πού είναι το πρόβλημα» με το κάθε παιδί που μπαίνει στο μικροσκόπιο. Η βία εξετάζεται σαν μια ατομική υπόθεση και, ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν τεχνικές που μπορεί να αμβλύνουν την κατάσταση, τελικά δικαιολογείται ως τέτοια και το σύστημα που την παράγει αθωώνεται πανηγυρικά. Δεν είναι λοιπόν ο κόσμος μας που έχει το πρόβλημα, είναι το κάθε παιδί. Αυτά τα ίδια παιδιά που πια δεν μπορούν να μας φέρουν το συμβολικό αντίτιμο για κάποιο μουσείο ή παράσταση, που δεν έχουν να πάρουν κάτι να φάνε στο διάλειμμα, που γυρνούν σπίτι για να ζήσουν το υπόλοιπο της μέρας με την απόγνωση των άνεργων γονιών τους, που για μέλλον βλέπουν την ερήμωση, αυτά τα παιδιά που δεν τα ακούει κανείς και μόνο τα λοιδορεί, είναι τα παιδιά που «έχουν προβλήματα».

Η εκστρατεία κατά της «ενδοσχολικής βίας» όμως έχει και μια άλλη λειτουργία. Μεταλλάσσει δραματικά τη σχέση εκπαιδευτικού-παιδιού. Ο παιδαγωγικός ρόλος του εκπαιδευτικού υποχωρεί μπροστά στο νέο ρόλο του παιδονόμου/ψυχολόγου/αξιολογητή. Το νέο σχολείο είναι ένα κάτεργο ολικού ελέγχου. Τα «στελέχη» είναι οι παιδονόμοι του εκπαιδευτικού, ο εκπαιδευτικός είναι ο παιδονόμος των μαθητών/ριων. Κάθε πόρτα ελεύθερης έκφρασης κλείνει ερμητικά μην τυχόν και βγει απ’αυτή κάτι «αποκλίνον». Η παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών καταργείται, η ελεύθερη έκφραση των παιδιών (σωματική, συναισθηματική, πνευματική) καταργείται επίσης. Το σχολείο διαμορφώνεται ως ένας χώρος στον οποίο επικρατούν τα «προληπτικά μέτρα». Οι υπέρμαχοι της ιδέας αυτής βέβαια έχουν (σαν πλασιέ ασφαλειών ζωής) πάντα κάποιο κακό λόγο να πουν για να σε πείσουν: κι αν κάποιος χτυπήσει το παιδί σου? Κι αν κάποιος το προσβάλλει? Δεν θα ήθελες ο χώρος του σχολείου να ελέγχεται απόλυτα ώστε να μην συμβούν αυτά? Κι αν οι εκπαιδευτικοί δεν φτάνουν να αστυνομεύσουν όλο το χώρο? Μήπως θα ήταν καλό να βάλουμε και μια κάμερα? Ή ακόμη, μήπως να σκεφτόμαστε έναν ανιχνευτή μετάλλων στην είσοδο? Ο κατάλογος της καταστροφολογίας δεν κλείνει φυσικά ποτέ. Η επιλογή ήταν πάντα η ίδια: ή «τα δίνουμε όλα» στην πρόληψη και τον έλεγχο, στην αστυνόμευση δηλαδή, ή οι προσπάθειές μας στρέφονται στη ρίζα του κακού, στο ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Αλλά ποιος από τους γραφειοκράτες και τις επιτροπές θα ήθελε κάτι τέτοιο?

Μια ακόμη παράμετρος της υστερίας είναι ότι υπονομεύει την ίδια την παιδαγωγική πράξη. Έγραψα και παλιότερα ότι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που μπορούμε να κάνουμε θεωρώντας την Εκπαίδευση είναι το να την αντιμετωπίσουμε σαν μια συλλογή δεξιοτήτων και «γνώσεων» ενός συγκεκριμένου ατόμου. Η Εκπαίδευση είναι μια διαδικασία κοινωνική και ως τέτοια διδάσκει πολύ περισσότερα από τις «ξερές» γνώσεις των διαφόρων αντικειμένων. Μέσα στη σχολική τάξη, στη ζωή της τάξης, το παιδί μπορεί να πάρει σημαντικά μαθήματα. Μπορεί να εκτιμήσει την αξία της συνεργασίας, να συνειδητοποιήσει ότι έχει να μάθει ακόμη κι από τα λάθη των άλλων παιδιών, να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να μην τα καταφέρει σε μια δοκιμασία και να κρίνει πού χρειάζεται βελτίωση, να σταθεί δίπλα σε ένα άλλο παιδί σε κάποιο πρόβλημά του ή ακόμη και σε μια σκανταλιά που σκάρωσε, να αστειευτεί και να αυτοσαρκαστεί, να προσπαθήσει να λύσει μια άσκηση Χημείας ενώ δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από το μπροστινό θρανίο που κάθεται ο έρωτάς του, να αγαπήσει τη γνώση σαν κάτι που κάνει όλη την τάξη λίγο καλύτερη. Το να λέει κάποιος ότι χρειαζόμαστε ένα ειδικό πρόγραμμα πρόληψης ενάντια στην «ενδοσχολική βία» σημαίνει ότι αυτόματα ακυρώνει το παιδαγωγικό ευεργέτημα της διδασκαλίας της «Ελένης» και την «Αντιγόνης», της προσπάθειας να λύσουμε όλοι μαζί ένα πρόβλημα Μαθηματικών, της κατανόησης των νόμων κίνησης της Φύσης και των Κοινωνιών. Με λίγα λόγια, είναι μια ευθεία παραδοχή ότι τελικά η Εκπαίδευση δεν μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ότι καλύτερο άνθρωπο σε κάνουν οι «δράσεις κατά της ενδοσχολικής βίας». Αν αναρωτιέσαι ποιες είναι αυτές οι δράσεις, δεν θα εκπλαγείς από την απάντηση: Διαλέξεις από «ειδικούς» (ψυχολόγους δηλαδή, μιας και είπαμε ότι τα παιδιά «έχουν πρόβλημα»), σεμινάρια της Αστυνομίας στα μικρά παιδιά (για να βελτιωθεί και το κλίμα μεταξύ του υποτελούς και του επιστάτη του), συζητήσεις στην τάξη για την καλή συμπεριφορά και «συμβόλαια τάξης» (έτσι, για να φορτώνεται το παιδί και με την παραπανίσια ενοχή ότι έσπασε και το συμβόλαιο αν κάνει μια βλακεία. Μια διαδικασία που αυτόματα το καθιστά αποδιοπομπαίο).

Αυτά λοιπόν είναι τα νέα της «ενδοσχολικής βίας». Τα παιδιά «έχουν προβλήματα». Όλως παραδόξως, τα πραγματικά προβλήματα που γεννά το εκπαιδευτικό μας σύστημα ούτε καν αναφέρονται στους τόμους που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια. Η εξετασιομανία και η συνεχής αξιολόγηση/πιστοποίηση του παιδιού που τσακίζει κάθε φυσική δίψα για μάθηση, το τέρας των Πανελλαδικών Εξετάσεων που έχει οδηγήσει χιλιάδες παιδιά στην απόγνωση και δεκάδες ακόμη και στην αυτοκτονία, ο αυταρχισμός και η εντατικοποίηση, ο απίστευτος ανταγωνισμός που ισοπεδώνει το χαρακτήρα του παιδιού, το συνεχές ταξικό ξεσκαρτάρισμα. Ψάξε σε κάθε εγκύκλιο, σκάλισε τα πρακτικά κάθε σεμιναρίου και θα δεις ότι δεν υπάρχει ούτε λέξη για όλα αυτά, γιατί αυτό το σχολείο είναι που θέλουν τα αφεντικά. Αν λοιπόν καλοπροαίρετα λες «γιατί να μην κάνουμε κι αυτά τα προγράμματα κατά της βίας?», αναρωτήσου γιατί τόσα χρόνια το κράτος δεν έχει κάνει τίποτα για τα σοβαρά προβλήματα της Εκπαίδευσης παρά τους τόνους προτάσεων των εκπαιδευτικών?

Η άποψή μου είναι απλή. Τα προβλήματα της Εκπαίδευσης δεν λύνονται με περισσότερο έλεγχο, αλλά με περισσότερη Δημοκρατία και Ελευθερία. Ενιαίο, δημόσιο και δωρεάν, πολυτεχνικό σχολείο για όλα τα παιδιά, κατάργηση κάθε μορφής εξετάσεων και βαθμολογίας, σχολικές και μαθητικές κοινότητες που θα διοικούν αμεσοδημοκρατικά το σχολείο, γενναία αύξηση στη χρηματοδότηση για να μπορούν να γίνουν τα σχολεία χώροι που θα καλύπτουν όλες τις δημιουργικές ορμές της νεολαίας. Όλα αυτά, μαζί με την εμπλοκή ολόκληρης της τριμερούς σχολικής κοινότητας στους κοινωνικούς αγώνες για την απόκρουση της καπιταλιστικής επιθετικότητας και την κοινωνική αλλαγή. Στις φράσεις-κλισέ κάθε πολιτικού και «στελέχους» είναι ότι «το σχολείο πρέπει να διαμορφώνει υπεύθυνους πολίτες». Ε, ας το κάνουμε κάποια στιγμή πράξη αυτό, αλλά με ειλικρίνεια, όχι να λέμε «υπεύθυνους» και να εννοούμε «υποταγμένους»!

Ξέρω, κάθε φορά που φτάνω στον επίλογο, στο «δια ταύτα», ξυνίζεις τα μούτρα σου. Σου φαίνονται πολύ προπαγανδιστικά όλα αυτά που προτείνω και μάλλον ουτοπικά. Εντάξει, αν λοιπόν αυτά σου φαίνονται ουτοπικά, ας συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε τόσα χρόνια μπας και φιλοτιμηθεί να δουλέψει. Ας εντείνουμε το πλαίσιο του Ελέγχου μέχρι να μην μπορούμε καν να ανασάνουμε. Τότε θα είμαστε όλοι ασφαλείς. Άνευροι και ψόφιοι, άβουλοι και μαριονέτες. Αλλά ασφαλείς…


Αναδημοσίευση από: https://lefterisp.wordpress.com/2014/12/11/v/