Μιχάλης
Μεντίνης
Οι πορνογραφικές
ταινίες των τελευταίων δεκαετιών, σε αντίθεση με το παρελθόν, έχουν μια
ακατανόητη, εκ πρώτης όψεως, εμμονή με την ίδια κατακλείδα σκηνή: ο άνδρας
εκσπερματώνει μέσα στο στόμα της γυναίκας, η οποία με πασαλειμμένα χείλια από
το ‘πατρικό γάλα’, σαν «μωρό», μοιάζει να συμμετέχει σε ένα ιδιόμορφο τυπικό
μετάβασης που επιβεβαιώνει συνεχώς την γαστρο-σεξουαλική συνθήκη της εποχής
μας, τον αδιάρρηκτο και συμφυρματικό δηλαδή τρόπο με τον οποίο το φαγητό και το
σεξ διαπλέκονται. Το σπέρμα αποτελεί πλέον την «ιερή «ουσία» αυτής της συνθήκης
και γι’ αυτό τον λόγο δεν αποτελεί μόνο την κολλώδη λευκή αναπαραγωγική οπό,
αλλά τίθεται ταυτόχρονα και ως «φαγητό». Με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που το ψωμί και το
κρασί μετατρέπονται τελετουργικά στο σώμα και στο αίμα του Χριστού επιτρέποντας
στον πιστό να μετέχει στη θεία χάρη, μεταλαμβάνοντας το σπέρμα η γυναίκα
μετέχει στο νέο φιλελεύθερο συμβολικό και στις εμφύλες σχέσεις εξουσίας που το χαρακτηρίζουν,
αφομοιώνοντας μέσω αυτού μια νέα ψυχοπολιτική αισθητική που επικοινωνείται συστηματικά
με όρους διατροφικούς.
Τα υγρά του σώματος
όπως γράφει η Elizabeth
Grosz
(στο
Volatile
Bodies:
Towards
a
Corporeal Feminism)
αποτελούν
αποσπασμένα τμήματα του σώματος και ως τέτοια φέρουν κάτι από το υποκείμενο. Δεν
θα προχωρήσω σε μια αναλυτική φαινομενολογία των σωματικών υγρών. Πηγαίνοντας όμως
πέρα από την ανάλυση της Grosz,
θα διαπιστώσω δύο πράγματα. Το πρώτο, πως το ανδρικό σπέρμα μεταφέρει όχι απλώς
κάτι από το υποκείμενο, αλλά και κάτι από τη συμβολική γαστρο-σεξουαλική συνθήκη.
Το δεύτερο, πως η ‘απέχθεια’ (βλ. Kristeva στο Powers of Horror)
με την οποία συνήθως περιβάλλονται τα σωματικά υγρά του άλλου, ειδικά όσον
αφορά τη βρώση τους, έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί όσον αφορά το
ανδρικό σπέρμα (όχι όμως και τα γυναικεία υγρά) κάτι που αντανακλάται και στην
απόπειρα εκλογίκευσης που επιχειρείται με αναφορές σε τρέχουσες διατροφικές και
αισθητικές συντεταγμένες –ότι δηλαδή περιέχει υψηλή συγκέντρωσή πρωτεΐνης, ότι
ενυδατώνει το δέρμα κτλ. Μπροστά σε αυτή την συνθήκη, η «ιδανική» γυναικά είναι αυτή που τα «πίνει
όλα», συνήθως σε στάση γονατιστή. Υπάρχει όμως και μια φιγούρα, η οποία δεν
αρκείται σε απλές δίαιτες. Αντίθετα, κλείνει το στόμα πεισματικά, αρνείται την
τροφή, αποσεξουλικοποιεί το σώμα της, απο-ταυτοποιείται
από τη γαστρο-σεξουαλική συνθήκη, γίνεται αυτό που ο Deleuze ονόμαζε ‘μειοψηφία’
για να μεταμορφωθεί. Δεν επιχειρώ να εξιδανικεύσω την ανορεξία, αλλά να
εντοπίσω το σημείο μέχρι το οποίο αποτελεί μια πραγματική μεταμορφωτική φυγή
τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες.
Το παρόν κείμενο έχει
στόχο να ψηλαφίσει εν συντομία και πρόχειρα την περιοχή που ορίζουν οι συντεταγμένες
‘φαγητό’ και ‘σεξ’. Δεν πρόκειται για συνεκτικό κείμενο αλλά για μια πρώτη χαρτογράφηση
πιθανών αφετηριακών σημείων για περαιτέρω ανάλυση και για το λόγο αυτό παράγει
περισσότερα ερωτήματα πάρα απαντήσεις. Αλλά ας το πιάσουμε λίγο από την αρχή.
1
Όπως εξηγούν οι Deleuze
και Guattari
(στο Αντι-Οιδίποδας), μέσα σε μία
μηχανική συναρμογή, αυτό που ουσιαστικά ρυθμίζει «την υποχρεωτική, απαραίτητη
και επιτρεπόμενη επιμειξία των σωμάτων είναι κυρίως ένα διατροφικό και ένα σεξουαλικό
καθεστώς» (1988, σελ. 90 στην αγγλική έκδοση).
Τα δύο αυτά καθεστώτα, που εκτός από τα σώματα αφορούν σε τελική ανάλυση
και την αλληλόδραση των ψυχισμών, τις τελευταίες δεκαετίες ανατοποθετούνται ως
προς την μεταξύ τους θέση μέσα στην νεοφιλελεύθερη συναρμογή. O ισχυρισμός του Foucault (στο η Χρήση των Ηδονών) πως το σεξ έχει
καταλάβει την προνομιακή θέση που είχε στην αρχαιότητα η διατροφή ως το πεδίο
των ηθικών περιορισμών, της επιστημονικής έρευνας και του ατομικοποιημένου
αναστοχασμού, δεν ισχύει πλέον. Αντίθετα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνθήκη
όπου το διατροφικό έχει πλέον εξίσου ισχυρή θέση
με το σεξουαλικό (αν όχι προνομιακή), με το ‘τι τρώμε’, το ‘πώς τρώμε’, ‘πόσο
τρώμε’, με ‘ποιους τρώμε’ και ‘που τρώμε’ να αποτελούν εξίσου σημαντικές, (αν
όχι βασικότερες) συντεταγμένες υποκειμενοποίησης και ηθικών επιταγών/περιορισμών
με το πως και με ποιους κάνουμε σεξ (βλ. Probyn στο Carnal Appetites).
Η επικαλυπτόμενη περιοχή ανάμεσα στο φαγητό και στο σεξ είναι πλέον τόσο
ευρεία, πολύμορφη και αδιάσπαστη που θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα τρίτο,
ξεχωριστό γαστροσεξουλικό καθεστώς, όπου το σεξ είναι φαγητό, και το φαγητό
είναι σεξ.
Δεδομένου ότι μέσα στο
σύγχρονο διατροφικό καθεστώς η φιγούρα του ‘σεφ’ είναι μια κυρίαρχη φιγούρα, θα
μπορούσαμε να πούμε με λακανικούς όρους πως το ‘Όνομα του Πατρός’ –το οποίο επιβάλει
έναν κυρίως σεξουαλικό περιορισμό και εισαγάγει το παιδί στην συμβολική τάξη διαρρηγνύοντας
την εξάρτησή του από τη μητέρα– εμφανίζεται πλέον ως το ‘Όνομα-του-Σεφ’, ως μια
λειτουργία του χορηγεί διατροφικές και σεξουλικές ελευθερίες αλλά επιβάλει και
περιορισμούς μέσω των οποίων επιτελείται η μετάβαση, το πέρασμα από μία συνθήκη
‘μητρικής εξάρτησης’ στην «ενηλικίωση» και την «ανεξαρτησία» του
νεοφιλελεύθερου συμβολικού κόσμου: από το κράτος πρόνοιας στην ατομική
υπευθυνότητα (π.χ. υγεία/ασφάλιση), από τη «θηλυκή» και «ανώριμη» Ανατολή (βλ.
Στέλιος Ράμφος) στη «ώριμη» καπιταλιστική Δύση (π.χ. Ελλάδα), από την αποικιοκρατία
στον πολυεθνικό/πολυφυλετικό και επιχειρηματικό νεοφιλελευθερισμό (π.χ. Λατινική
Αμερική) κτλ. κτλ.
Το όνομα-του-Σεφ
αποτελεί κατά μία έννοια την άρνηση αυτού που στην ψυχανάλυση έχει χαρακτηριστεί
μάλλον βιαστικά ως ‘διάκλειση του Ονόματος του πατρός’. Οι εμφανιζόμενες στον
τύπο περιπτώσεις πλακουντοφαγίας, όπου ένας διάσημος σεφ ή κριτικός φαγητού
αναλαμβάνει να μαγειρέψει και να φάει τον πλακούντα της γυναίκας του (http://goo.gl/4iiar6) αναδεικνύουν
μια σημαντική διάσταση της τελετουργικής (μαγειρικής) διαχείρισης αυτού του
‘οργάνου χωρίς σώμα’ σε σχέση με την εισαγωγή στο συμβολικό. Δεν πρόκειται για
κάτι το εντελώς καινούριο. Οι Aymara
της
Βολιβίας και οι Quechua
του Περού, όπως και πολλές άλλες προ-νεωτερικές κοινωνίες, θάβουν τελετουργικά
τον πλακούντα επιστρέφοντας τον στην μεγάλη Σημειωτική
Χώρα (όρος της Julia Kristeva) της pacha mama (‘μητέρας
γης’). Αυτό που είναι διαφορετικό στην δική μας περίπτωση είναι πως η σύγχρονη
τελετουργική πλακουντοφαγία συντελείται ως μια σαμανική μαγειρική,
ανθρωποφαγική, τελετή επιτελούμενη από μια ανδρική φιγούρα, τον ‘σεφ’ (ή του
ειδικού στο φαγητό). Ακόμη και όταν η πλακουντοφαγία ασκείται από γυναίκες, με
τον πλακούντα να επιστρέφει και να ενσωματώνεται μέσα στο μητρικό σωματικό
ρυθμό, αυτή η ενσωμάτωση διαμεσολαβείται
από την αρρενωπότητα της επιχειρηματικής μετατροπής του πλακούντα σε
κάψουλες, κάτι που επίσης προϋποθέτει πως πρώτα
έχει μαγειρευτεί, αφυδατωθεί και αποξηρανθεί.
2
Η μεταφορική του
μαγειρεύειν και του φάγειν ξεπερνούν την απλή τους αναλογική περιγραφικότητα
(κατάλοιπο μεν μιας άλλης τάξης, εν μέρει ανθρωποφαγικής) και αναπαριστούν με
έναν πιο σπλαχνικό τρόπο την ίδια τη συγκρότηση και διάρθρωση του εαυτού. Από το να «φας» το λαρύγγι κάποιου, να
«ψήσεις» ή να «φας» μια γυναίκα ή να «μαγειρέψεις» ένα αποτέλεσμα, μεταβαίνουμε
στο (εν γένει) μαγειρεύειν ως συμφυρματικά διαπλεκόμενο με την αποκαλούμενη,
λαθεμένα, «επιμέλεια του εαυτού». Πρόκειται για το «μαγείρεμα του εαυτού» ως
αισθητοποιημένου γκουρμέ για κατανάλωση. Μαγειρεύουμε τον εαυτό μας ως φαγητό
για το κεφάλαιο. Όσο πιο νόστιμοι και γλυκοί τόσο πιο εύκολα θα μας προτιμήσουν.
Ίσως οι τούρτες γλυπτά της Annabel
de
Vetten
αποτελούν
την πιο ειλικρινή αναπαράσταση αυτού του αισθητικοποιημένου κανιβαλισμού. Όπως
λέει και o
Benjamin
(στο το Έργο Τέχνης την Εποχή της
Μηχανικής Αναπαραγωγής): «η αλλοτρίωση του εαυτού έχει φτάσει σε τέτοιο
βαθμό που μπορεί να βιώσει την ίδια του την καταστροφή ως μιας πρώτης τάξεως
αισθητική ευχαρίστηση» (1936, σελ.20, στην αγγλική έκδοση).
Υπάρχει μια σημαντική
ψυχοπολιτική διάσταση στην ανδρική φιγούρα του ‘σεφ’ (πρόκειται για ανδρική
θέση υποκειμένου) και τις εκπομπές μαγειρικής που μπορούμε να κατανοήσουμε ως
ενδραμάτιση του λακανικού ‘σταδίου του καθρέφτη’ μέσα στο συμβολικό. Για τον Lacan, (στο Ecrits) το βρέφος που
αντιλαμβάνεται το σώμα του διασπασμένο αναγνωρίζει για πρώτη φορά μπροστά στον
καθρέφτη το σώμα του ως ενότητα και αρχίζει να διαμορφώνει το ‘Εγώ’. Κατ’
αναλογία, το διασπασμένο μεταμοντέρνο υποκείμενο που είναι αναγκασμένο να καταλαμβάνει
πολλές και συγκρουόμενες μεταξύ τους θέσεις υποκειμένου, ρόλους και
υποχρεώσεις, διαμορφώνει ένα νεοφιλελεύθερο ‘Εγώ’ ως ενοποιητική λειτουργία
μέσα από τη φαντασιακή ταύτιση με την ιδανική-εικόνα του επιτυχημένου και
δημιουργικού σεφ. Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει την ίδια τη διαδικασία ενοποίησης
των διαφόρων θραυσμάτων: το «μαγείρεμα». Τα υλικά που συνδυάζει για να μαγειρέψει
ο σεφ είναι τα θραύσματα ενός διασπασμένου εαυτού που πρέπει να ενοποιηθούν,
έστω προσωρινά, να υποβληθούν σε επιμέλεια και ο εαυτός να προκύψει ως ένα
μαγειρικό έργο τέχνης που κάθε αφεντικό θα θέλει να φάει. Η Δια της μαγειρικής
τέχνης Θεραπεία (‘Culinary
Art
Therapy’),
που σύντομα θα έρθει και στη χώρα μας, αφορά ακριβώς αυτήν τη συσχέτιση της
‘βελτίωσης του εαυτού’ με τη μαγειρική διαδικασία.
3
Ας γυρίσουμε σε αυτό
που λέγαμε στην αρχή του κειμένου.
Η γαστροσεξουαλική
συνθήκη είναι όπως είπαμε συμφυρματική και πολύμορφη. Ο ιδιοκτήτης της γνωστής
αλυσίδας φούρνων (φαγητό) που επιδίδεται ταυτόχρονα σε σωματεμπορία (σεξ)
ξεδιπλώνει την προσωπική του ιστορία πάνω σε γαστροσεξουλικές συντεταγμένες. Οι
φωτογραφίες από το πρότζεκτ διαμαρτυρίας της Χλόη Κριθαρά Devienne αποδίδουν
εύστοχα μια από τις σκοτεινές πτυχές της εν λόγω συνθήκης.
Η ανα-διαρρύθμιση της
σχέσης του διατροφικού και του σεξουαλικού καθεστώτος επιφέρει επίσης μια
διαφοροποίηση ως προς τις δεσπόζουσες ‘φιγούρες’ (με τη φουκωική τους έννοια). Σε
αντίθεση με τις φιγούρες που ορίζονται κυρίως από την σχέση τους με το σεξ τις οποίες
περιγράφει ο Foucault,
(στο η Ιστορία της Σεξουαλικότητας)
–πχ. του ‘αυνανιζόμενου παιδιού’, της ‘υστερικής γυναίκας’, ή του ‘φιλομόφυλου
άνδρα’– στη νέα συνθήκη οι αναδυόμενες φιγούρες ορίζονται πρωτίστως από τη
σχέση τους με το φαγητό/σεξ. Δύο τέτοιες φιγούρες είναι ο ‘γαστροσεξουαλικός
άνδρας’ (πρόκειται περί ανδρικής θέσης υποκειμένου) και η ‘ανορεκτική γυναίκα’
(πρόκειται για γυναικεία θέση υποκειμένου). Ο γαστροσεξουλικός άνδρας δεν
μαγειρεύει για να μοιραστεί τις και να συνεισφέρει στις δουλείες του σπιτιού.
Αντίθετα, μαγειρεύει περιστασιακά και με στόχο να γοητεύσει, να παγιδεύσει το
θήραμα του μέσα από ένα performance.
Στην άρνηση της για φαγητό η ανορεκτική γυναίκα αρνείται τις γραμμές επιβολής
της γαστροσεξουαλικής συνθήκης, εντοπίζει την παγίδα στη φιγούρα του σέξι άνδρα
που μαγειρεύει, διαισθάνεται μια βαθύτερη γαστροσεξουλική συμβολική λειτουργία
πίσω από φιγούρες και εικόνες, και κρατάει το στόμα της ερμητικά κλειστό.
Οι κυρίαρχες
ψυχιατρικές ή ψυχολογικές (πρωτίστως οι γνωσιακές) θεωρήσεις, ακόμη και κάποιες
φεμινιστικές που θέλουν την ανορεξία να βρίσκεται σε αιτιατή σχέση με την
επιδίωξη επίτευξης προτύπων όμορφου σώματος, κάνουν το λάθος να θεωρούν την
άρνηση για φαγητό απλώς ως το μέσο εκδήλωσης μιας παθολογίας (ή ως το μέσο της
επίτευξης ενός όμορφου σώματος) και αδυνατούν να συλλάβουν πως το φαγητό συνιστά
ακριβώς τον φορέα μιας ψυχοπολιτικής διαρρύθμισης και πως η άρνησή του αποτελεί
πράξη αντίστασης. Αρκεί κάποιος να διαβάσει τις σκηνές από το μυθιστόρημα της Margaret Atwood The Edible Woman (‘η
Φαγώσιμη Γυναίκα’) όπου η
πρωταγωνίστρια, παρακολουθώντας τον μέλλοντα σύζυγό της να τρώει μία μπριζόλα,
ταυτίζεται με το κρέας και αναπτύσσει σταδιακά ανορεξία για να κατανοήσει αυτήν
τη λογική.
Μετεωριζόμενη μεταξύ
μιας άβολης παιδικότητας (μικρόσωμα χαρακτηριστικά) την οποία επιθυμεί με
απώτερο σκοπό την διολίσθηση μέσα στη μήτρα και την ανυπαρξία, και σε ένα άβολο
γήρας (γερασμένα χαρακτηριστικά, εμμηνόπαυση κτλ) και διολισθαίνοντας μέσα στην
‘σημειωτική χώρα’ της ‘μάνας γης’, στο θάνατο, η ανορεκτική γυναίκα δεν
επιδιώκει να είναι όμορφη, αλλά να απαλλαγεί από το γαστροσεξουαλικό καθεστώς
που την ορίζει, θέλει να πάψει να είναι «γυναίκα». Σωστή διάγνωση, λαθεμένη στρατηγική
–δεν θα αναπτύξω τα αδιέξοδα αυτής της στρατηγικής πέρα από ένα σημείο, ούτε τις
πιθανές στρατηγικές εξόδου. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που έχει πολύ
μεγάλη σημασία η διαφοροποίηση των φεμινιστικών μεταμοντέρνων θεραπειών της
ανορεξίας από αυτές που αναπτύσσονται μέσα στο πλαίσιο του κοινότοπα
φαλλοκρατικού ψυχιατρικοποιημένου πλαισίου/λόγου και της νεωτερικής αιτιατής λογικής. Τόσο οι
γνωστικοσυμπεριφοριστικές, όσο και οι περισσότερο ευαίσθητες στο πλαίσιο
προσεγγίσεις όπως οι συστημικές, διέπονται από μια νεωτερική λογική εντοπισμού
του αιτίου και από την απουσία ουσιαστικής θεωρίας πάνω στο φαγητό.
4
Ο Elias Canneti (στο Crowds and Power)
το είχε πει με σαφήνεια: «τείνουμε να κοιτούμε τα χιλιάδες κόλπα της εξουσίας
που διαδραματίζονται στην επιφάνεια, αλλά αυτά αποτελούν το λιγότερο σημαντικό
κομμάτι. Κάτω από την επιφάνεια, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, βρίσκεται η πέψη,
και ξανά η πέψη (digestion).
Κάτι ξένο αρπάζεται, τεμαχίζεται σε μικρά κομματάκια, χωνεύεται και
αφομοιώνεται…είναι βέβαιο πως όλες αυτές οι διεργασίες…βρίσκουν το αντίστοιχό
τους στον ψυχισμό» (2000 [1960], σελ. 210). Έχει δίκιο, ακόμη και στην
κουλτούρα του Λυντσαρίσματος στην Αμερική τις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε την στενή σύνδεση ρατσισμού και ανθρωποφαγίας:
τμήματα του σώματος κατασφαγμένων μαύρων πωλούνταν ακόμη και σε μπακάλικα. Ας
μη ξεχνάμε επίσης πως πριν ο υπουργός εξωτερικών του Μussolini, Galeazzo Ciano, περιγράψει ως «λουλούδια που ανθίζουν’ τις βόμβες που
έριχναν πάνω σε άμαχους Αιθίοπες (βλ. Jay, 1992, The Aesthetic Ideology),
είχε προηγηθεί η αισθητικοποίηση του φαγητού από τους Ιταλούς Φουτουριστές και
η γαστροσεξουαλικοποίηση της πολιτικής στο «γεύμα της λευκής επιθυμίας» του Marinetti. Το φασιστικό κράτος
κατασκευαζόταν μέσω μιας μαγειρικής μεταφορικής ως κράτος-Σεφ που μαγείρευε στη
φωτιά του πολέμου (με βόμβες) τους Αιθίοπες. Στην εποχή της κυβερνολογικής, η
εξουσία δεν κυνηγάει πλέον τα θηράματά· τα έχει εξημερώσει και τα εκπαιδεύει να
μαγειρεύουν τον ίδιο τους τον εαυτό με μπαχαρικά και εξωτικές σάλτσες. Δεν ήταν
τυχαίο ότι ο Μαρξ παρομοίαζε τόσο συχνά το κεφάλαιο με βαμπίρ που ρουφάει το αίμα
της εργατικής τάξης. Η παρομοίωσή του γειωνόταν στην πολιτική οικονομία της
νεκρής και ζωντανής εργασίας. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, αλλά το βαμπίρ
βαρέθηκε να πίνει ωμό αίμα και απαιτεί μαγειρεμένο κρέας, και μάλιστα γκουρμέ.