Ανδρέας Βατσινάς
Στο
τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Psychopolitik:
Neoliberalismus und die neuen Machttechniken»[1] (Ψυχοπολιτική: Νεοφιλελευθερισμός και νέες
τεχνικές εξουσίας) ο Buyng
Chul-Han –Κορεάτης φιλόσοφος ο οποίος είναι
καθηγητής στο Βερολίνο και γράφει στη γερμανική γλώσσα– προσφέρει μια
διαγνωστική της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης κοινωνίας, αναλύοντας τους μηχανισμούς
εξουσίας που λειτουργούν σε αυτή.
Το
βιβλίο είναι μόλις 70 σελίδες, πυκνογραμμένο, με κοφτές, σύντομες προτάσεις,
ενώ περιλαμβάνει πολύ ετερογενείς θεματικές (από τα ‘Big Data’, την (αυτο)επιτήρηση και το
‘ψηφιακό πανοπτικό’ στα social
media,
μέχρι τον ‘ποσοτικοποιημένο εαυτό’, τα συναισθήματα ως πρώτες ύλες της άυλης
παραγωγής κλπ.). Η παρουσίαση αυτή θα είναι πολύ επιλεκτική, εστιάζοντας κυρίως
στις δυνατότητες που μας προσφέρει το βιβλίο για: 1. μια ανάλυση των νεοφιλελεύθερων
τεχνικών εξουσίας 2. μια κριτική ορισμένων ψυχοτεχνικών που συμβάλλουν στην
παραγωγή των ψυχισμών που χρειάζεται ο σύγχρονος καπιταλισμός και 3. μια
εναλλακτική θεώρηση και πιθανή πολιτικοποίηση κάποιων ψυχισμιακών προβλημάτων.
Νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική
Ο
συγγραφέας εντοπίζει τη μετάβαση από μια πειθαρχική-βιοπολιτική
τεχνική εξουσίας που βασίζεται στον καταναγκασμό, στην υπακοή και στην
επιβολή, λειτουργώντας μέσω απαγορεύσεων, λογοκρισίας ή μιας βίας που ασκείται
ενάντια στη θέληση εκείνων που καθυποτάσσονται, σε μια –χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερη– ψυχοπολιτική τεχνική εξουσίας η οποία
ενεργοποιεί, κινητοποιεί, βελτιστοποιεί, συνδέεται με ‘projects’ και ‘πρωτοβουλίες’, και
δεν επιβάλλει την υπακοή. Προσελκύει και καλοπιάνει αντί να απαγορεύει, είναι
περισσότερο καταφατική παρά αρνητική, περισσότερο θελκτική παρά καταπιεστική. Σε
αντίθεση με το πανοπτικό του Bentham
το
οποίο δεν είχε πρόσβαση στην ‘εσωτερικότητα’ –στον ψυχισμό και στις μύχιες
σκέψεις και επιθυμίες των επιτηρούμενων–
σε αυτό που ο Han
ονομάζει
‘ψηφιακό πανοπτικό’ η ψυχοπολιτική μας παροτρύνει να ποστάρουμε σέλφι και να
αφηγούμαστε τη ζωή μας, να κάνουμε ‘like’, να «μοιραζόμαστε» (sharing) στιγμές, σκέψεις και
αναμνήσεις, να «επικοινωνούμε» τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, αφουγκράζεται
τα γούστα μας, τις αγαπημένες μας ταινίες, μαγαζιά, μπαράκια και προϊόντα. Η
νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική δεν ασκείται ενάντια
στη θέληση και την ελευθερία των ανθρώπων, αλλά μέσω αυτών· μέσω της χρησιμοποίησης και της εργαλειοποίησής τους
από το κεφάλαιο. Η μετατόπιση από την πειθαρχική στην ψυχοπολιτική εξουσία
αντιστοιχεί στη μετάβαση από μια ξένη εκμετάλλευση, μια «εξωτερική»
καταπίεση/καταναγκασμό σε μια «εσωτερική» αυτοεκμετάλλευση, μια κινητοποίηση/αυτοκαταναγκασμό
που βιώνεται ως «ελευθερία».[2] Με
άλλα λόγια, οδηγούμαστε σε μια «παράδοξη ελευθερία», που ενώ βιώνεται ως
τέτοια, αποτελεί ένα μέσο καθυπόταξης και συνδέεται με αυτοκαταναγκασμούς.
Σύμφωνα με τον Han,
το υποκείμενο που παράγει αυτή η εξουσία δεν είναι τόσο ένα «υποταγμένο/πειθαρχημένο»
υποκείμενο, όσο ένα «παρακινημένο» υποκείμενο της επίδοσης/βελτιστοποίησης που
δεν έχει συνείδηση της εκμετάλλευσής του. Θεωρεί ότι είναι ελεύθερο, ενώ στην
πραγματικότητα το σύστημα εκμεταλλεύεται την ελευθερία του και το ίδιο το
υποκείμενο εκμεταλλεύεται τον εαυτό του (κάτι που είναι εμφανές π.χ. στον
εθελοντισμό, στην τάση για άμισθη πρακτική και «μαθητεία», σε διάφορες μορφές ‘άυλης’
και ‘ψηφιακής’ εργασίας).
Φυσικά,
η θεματική της αυτοεκμετάλλευσης που αναδεικνύει
ο Han,
εντοπίζεται τουλάχιστον από την εποχή του de La Boétie (2012 [1548]) –η έννοια της
‘εθελοδουλείας’– όπως και στην ιδέα του Spinoza ότι
«οι άνθρωποι αγωνίζονται για την υποδούλωσή τους σαν να ήταν λύτρωση». Συνδέοντας
την αυτοεκμετάλλευση με την μετατροπή του ατόμου σε ‘επιχειρηματία του εαυτού
του’ (βλ. Foucault,
2012), ο Han
ισχυρίζεται
ότι η αντίθεση εργάτη-εργοδότη, εργασίας-κεφαλαίου και η διαλεκτική
κυρίου-δούλου είναι πλέον ξεπερασμένες ως αναλυτικά εργαλεία. Ο
νεοφιλελευθερισμός
“μετατρέπει
τον εργάτη σε επιχειρηματία. Ο νεοφιλελευθερισμός και όχι η κομμουνιστική
επανάσταση, εξαλείφει την εργατική τάξη που υφίσταται την ξένη εκμετάλλευση.
Σήμερα κάθε ένας είναι ένας εργαζόμενος
που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του στη δική του επιχείρηση. Κάθε ένας είναι
κύριος και δούλος ενός ατόμου. Επιπλέον, η πάλη των τάξεων μετατρέπεται σε μια
εσωτερική πάλη κάποιου με τον εαυτό του (σ. 9). […] Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς
μετατρέπει την ξένη εκμετάλλευση σε αυτοεκμετάλλευση που επηρεάζει όλες τις
«τάξεις». Η αυτοεκμετάλλευση χωρίς τάξεις είναι απολύτως ξένη στον Marx. Αυτό καθιστά αδύνατη την
κοινωνική επανάσταση, η οποία στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ εκμεταλλευτών και
εκμεταλλευόμενων. Εξαιτίας της απομόνωσης του υποκειμένου της επίδοσης
–εκμεταλλευτή του εαυτού του– δεν συγκροτείται κανένα πολιτικό εμείς, ικανό για μια κοινή δράση (σ. 10).”
Σύμφωνα
με τον Han,
αυτή η διαταξική ‘αυτοεκμετάλλευση’ ωθεί το κάθε άτομο να γίνει ‘κύριος και
δούλος του εαυτού του’. Η ταξική σύγκρουση εσωτερικεύεται-ψυχολογιοποιείται ως ατομική
σύγκρουση/πρόβλημα, οδηγώντας στην αδυναμία συλλογικής πολιτικής δράσης. Καθώς η
νεοφιλελεύθερη κοινωνία εξαλείφει το ‘κοινωνικό’ κι εξατομικεύει την ευθύνη για
την επιτυχία και την αποτυχία, η κοινωνική αποτυχία καταλήγει να θεωρείται ως
παθολογία· αποδίδεται σε και βιώνεται ως προσωπική-ψυχική ανεπάρκεια, αντί να ωθήσει
τους ανθρώπους να αγωνιστούν ενάντια σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα.
Σε
ένα άρθρο του, ο Cuéllar (2014)
κατηγορεί τον Han
ότι
μας προσφέρει μια εκδοχή κακής ψυχολογίας και ότι το έργο του είναι «χυδαία ψυχολογικό,
ψυχολογιοποιητικό και ψυχοπαθολογιοποιητικό». Το πρόβλημα που εντοπίζει ο Cuéllar είναι
ότι η ιδεαλιστική ανάλυση του Han
(και
κατ’ επέκταση, η κριτική της ψυχολογιοποίησης ως αποπολιτικοποίησης) διατρέχει
τον κίνδυνο να ψυχολογιοποιηθεί και η ίδια, εξηγώντας τη διαιώνιση της
κυριαρχίας, την απουσία ριζοσπαστικοποίησης ή μιας επαναστατικής διαδικασίας με
βάση ψυχολογικούς όρους και μηχανισμούς. Ακόμα χειρότερα, η ανάλυση για το
αυτοεκμεταλλευόμενο υποκείμενο όχι μόνο εξαλείφει την ‘ταξικότητα’ ως κατηγορία
ανάλυσης και την ύπαρξη δομικών ανισοτήτων, αλλά προσφέρει την καλύτερη
δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης.
Το
επιχείρημα του Cuéllar είναι και σωστό και λάθος. Είναι
σωστό όταν ασκεί κριτική στη θέση του Han ότι «οι επαναστάσεις
δεν είναι πλέον εφικτές» στη βάση του ότι οι νέες μορφές σχέσεων και εξουσίας
βασίζονται στην εξατομίκευση και στην αυτοεκμετάλλευση. Το ότι η
εξατομίκευση-ψυχολογιοποίηση της δομικής καταπίεσης και η αυτοεκμετάλλευση
συνδέονται με αποπολιτικοποίηση είναι εμφανές, ωστόσο αυτές δεν επαρκούν από μόνες τους ως συνολική εξήγηση για
κάποια υποτιθέμενη ριζοσπαστικοποίηση ή την απουσία της. Επίσης, αν δεχτούμε
την παραπάνω ανάλυση, χρειάζεται μια ιστορικοποίηση των κοινωνικών διεργασιών
και τάσεων, των αγώνων και των αντιμαχόμενων δυνάμεων που οδήγησαν στις
παραπάνω κατευθύνσεις και στην εμφάνιση της ψυχοπολιτικής (κάτι που ο Han παραλείπει).
Όταν
ο Han
υποστηρίζει
ότι «το νεοφιλελεύθερο καθεστώς μετασχηματίζει την ξένη εκμετάλλευση σε
αυτοεκμετάλλευση που επηρεάζει όλες τις τάξεις» και ότι κάτι τέτοιο «καθιστά
αδύνατη την κοινωνική επανάσταση, που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ
εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων», δεν έχει απολύτως άδικο. Σίγουρα
παρακάμπτει το ότι εξακολουθούμε να ζούμε σε ταξικά οργανωμένες
κοινωνίες, στις οποίες υπάρχει ακόμα «ξένη» εκμετάλλευση και αγώνες ενάντια σε
αυτή. Από την άλλη όμως, σε αυτές τις κοινωνίες η (αυτο)εκμετάλλευση και η
εξατομίκευση-ψυχολογιοποίηση της εκμετάλλευσης που περιγράφει ο Han, αποκτούν μια κεντρική ιδεολογική λειτουργία
στη δικαιολόγηση και τη διαιώνιση της κυριαρχίας. Η μία διάσταση δεν αποκλείει
την άλλη.
Body ‘n Soul: Από την Πειθαρχία/Βιοπολιτική στην
Ψυχοπολιτική
Επιχειρώντας
μια κριτική επέκταση και αναθεώρηση των αναλύσεων του Foucault (2011· 2012) και του Deleuze (2001), o Han παρατηρεί ότι το πειθαρχικό
καθεστώς είναι οργανωμένο γύρω από περιβάλλοντα εγκλεισμού (φυλακές, σχολεία,
εργοστάσια, νοσοκομεία), έχοντας ως βασικό του στοιχείο οργάνωσης και
παρέμβασης το ‘σώμα’. Όπως υποστηρίζει –και σε αντίθεση με διάφορους θεωρητικούς–
η μορφή εξουσίας που ο Foucault
ανέλυσε
ως ‘βιοπολιτική του πληθυσμού’ αντιστοιχεί στην κοινωνία της πειθαρχίας και
είναι ανεπαρκής για το νεοφιλελεύθερο καθεστώς που βασίζεται στην εκμετάλλευση
της ψυχής· η νεοφιλελεύθερη εξουσία δεν ασχολείται κυρίως με το βιολογικό, το
σωματικό, οργανώνεται ως «ψυχή», «ανακαλύπτει την ψυχή ως παραγωγική δύναμη»
(σ. 23).[3] Σύμφωνα
με την κριτική του Han,
ο Foucault
εστίασε
την αναλυτική της εξουσίας του στους μηχανισμούς πειθάρχησης και διάπλασης του
σώματος, παραβλέποντας τη ‘διαχείριση/διοίκηση του ψυχισμού’ και τη γέννηση της
ψυχοπολιτικής.[4]
Αυτή
η ‘στροφή στη ψυχή’ (σ. 23), η θεώρηση της ψυχής ως παραγωγικής δύναμης, συγκλίνει
με τις αναλύσεις διαφόρων θεωρητικών για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από
ένα καθεστώς ‘φορντισμού/Τεϋλορισμού’ (βιομηχανική μαζική παραγωγή) σε ένα
καθεστώς ‘μεταφορντισμού/Τογιοτισμού’ (‘άυλη’, ‘συναισθηματική’ ή
‘επικοινωνιακή’ ευέλικτη παραγωγή), στο οποίο έχει κομβική σημασία η χρήση
ολόκληρης της ύπαρξης του ατόμου και η επικοινωνία που συνδέονται με την παραγωκατανάλωση
(prosumption)
πολιτισμικών, γλωσσικών και συναισθηματικών κωδίκων, όπως και υποκειμενικοτήτων.
Αν, δηλαδή, η πειθαρχική εξουσία και στον 20ο αιώνα ο Τεϋλορισμός
και το ‘επιστημονικό μάνατζμεντ’ είχαν ως στόχο το ρεγουλάρισμα της σχέσης
μεταξύ ανθρώπινου σώματος-μηχανής, την παραγωγή ενός πειθήνιου και μέγιστα
αποδοτικού σώματος (που θα έκανε τις απαραίτητες κινήσεις στο εργοστάσιο στον
πιο γρήγορο χρόνο), τότε η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική που παρουσιάζει ο Han συνδέει
τις ανάγκες της σύγχρονης (άυλης/επικοινωνιακής/συναισθηματικής) παραγωγής με
τη διαμόρφωση των κατάλληλα παραγωγικών και υπερ-αποδοτικών ψυχισμών. Όπως
υποστηρίζει, «η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική είναι η τεχνική της κυριαρχίας που
σταθεροποιεί και αναπαράγει το κυρίαρχο σύστημα μέσω ενός ψυχολογικού
προγραμματισμού και ελέγχου» (σ. 61). Αν η πειθαρχία και το ψυχιατρείο (Foucault) ήταν απαραίτητα ως
προϋποθέσεις για τη σταδιακή μετάβαση από τη φεουδαρχία στον βιομηχανικό-φορντικό
καπιταλισμό και μια ορισμένη μορφή ‘πρωταρχικής συσσώρευσης’ (Marx), διάφορες ψυχοτεχνικές επιτελούν
σήμερα μια αντίστοιχη λειτουργία.
Ψυχολογικό και Εγκεφαλικό
Ντοπάρισμα
Στο
νεοφιλελεύθερο καθεστώς, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν προϋποθέτει τόσο τη
σωματική πειθάρχηση, όσο την ψυχική-πνευματική βελτιστοποίηση. Σε αντίθεση με
τις χοντροκομμένες πειθαρχικές τεχνικές της ψυχιατρικής (εγκλεισμός, καθήλωση,
ηλεκτροσόκ, «θεραπευτική» χορήγηση ψυχοφαρμάκων) και τις διάφορες
«θεραπευτικές» μεθόδους της ψυχολογίας, διάφορες ψυχοτεχνικές που έχουν
εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια –όπως η νευροβελτίωση (neuroenhancement) ή λαϊκότερα ‘εγκεφαλικό
ντοπάρισμα’ (brain
doping),
ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός (NLP), το coaching,
οι πρακτικές θετικής ψυχολογίας– δεν έχουν ως στόχο την επιστροφή του ατόμου σε
κάποια υποτιθέμενη κατάσταση «υγείας» ή «φυσιολογικότητας», από μια κατάσταση
«ψυχικής ασθένειας» ή «μη φυσιολογικότητας». Αν η εξουσία της ψυχιατρικής, της
ψυχανάλυσης και της ψυχολογίας ήταν θεμελιωμένη στο δίπολο ‘ασθένεια-υγεία’ (ως
σχετικά στατικών καταστάσεων) και σε ένα μοντέλο «θεραπευτικής» εντροπίας
(επιστροφή στην ‘κανονικότητα’/‘υγεία’/‘ομαλότητα’), αυτές οι τεχνικές ψυχικής
βελτιστοποίησης προϋποθέτουν ένα συνεχές ‘υγείας/φυσιολογικότητας ως διαρκούς αυτοϋπέρβασης’.
Το
«κινητοποιημένο» υποκείμενο που είναι ‘επιχειρηματίας του εαυτού’ του, ο
ψυχισμός των απεριόριστων επιδόσεων και της αδιάκοπης προσωπικής αυτοβελτίωσης αντανακλά
την ψυχοκοινωνική διαρρύθμιση συνολικά. Καθώς η ψυχισμιακή και η οικονομική
παραγωγή γίνονται αλληλένδετες, η δίχως όριο ‘προσωπική ανάπτυξη’ αντιστοιχεί στη
φαντασίωση μιας άπειρης, αιώνιας και ανεμπόδιστης ‘οικονομικής ανάπτυξης’. Οι
στιγμές ‘κρίσης’ –η οικονομική ύφεση (economic depression) και συνθήκες όπως η ‘κατάθλιψη’
(depression)
και το ψυχικό «κάψιμο» που περιγράφεται ως ‘burnout’– αντί για ‘τυχαίες
παρεκκλίσεις’ ή ‘λάθη’, αποτελούν φυσική συνέπεια της «ομαλής» λειτουργίας του καπιταλισμού
και των ψυχισμών που προϋποθέτει, αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα ψυχισμιακά
φαινόμενα –ως μπλοκαρίσματα του υπάρχοντος συστήματος και των μηχανισμών
υποκειμενοποίησης του– διαθέτουν μια ριζοσπαστική δυναμική και μπορούν να μετατραπούν
σε αρνήσεις κι αντιστάσεις ενάντια στην υποβάθμιση του ψυχισμού σε μια μηχανή (αυτο)εκμετάλλευσης
και παραγωγής.
Βιβλιογραφία
Cuéllar-P, D. (2014). Psicologismo, idealismo y posmodernismo tardío en Byung-Chul Han.
Ανακτήθηκε
από, https://davidpavoncuellar.wordpress.com/2014/10/09/psicologismo-idealismo-y-posmodernismo-tardio-en-byung-chul-han/
Dardot, P., Laval, C. (2014). The New Way of the World: On Neoliberal Society. London:
Verso.
de La Boétie, E. (2012). Πραγματεία περί εθελοδουλείας. 4η έκδοση. Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν.
Deleuze, G. (2001). Οι κοινωνίες του ελέγχου.
Στο: Η κοινωνία του ελέγχου. Αθήνα:
Ελευθεριακή κουλτούρα.
Foucault, M. (2011). Επιτήρηση και Τιμωρία.
Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον.
Foucault, M. (2012). Η γέννηση της
βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Kολλέγιο
της Γαλλίας (1978-1979). Αθήνα: Πλέθρον.
Han, B-C. (2014). Psicopolítica:
Neoliberalismo y nuevas técnicas de poder. Barcelona: Herder Editorial.
[1]
Το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ούτε στα ελληνικά. Το παρακάτω
κείμενο βασίζεται στην ισπανική μετάφραση (Han, 2014).
[2]
Η ανάλυση αυτή συνδέεται με μια ιστορική διαδικασία εσωτερίκευσης των
κοινωνικών καταναγκασμών ως αυτοκαταναγκασμών (σύμφωνα με τον Norbert Elias), με την ανάδυση της ψυχολογικής
ατομικότητας-εσωτερικότητας ως ενός πεδίου γνώσης/εξουσίας (κατά τον Foucault), με τη μετάβαση από
τον λόγο του κυρίου στον λόγο του καπιταλιστή (Lacan), όπως και με αυτό που διάφοροι
κοινωνιολόγοι έχουν αναλύσει ως ‘εξατομίκευση’.
[3]
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το σώμα ως παραγωγική δύναμη δεν είναι τόσο βασικό
στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη κοινωνία όσο ήταν στη βιοπολιτική/πειθαρχική
κοινωνία, αλλά μετατρέπεται περισσότερο σε ένα αντικείμενο αισθητικής (sexness) και τεχνικο-υγιεινής
βελτιστοποίησης (fitness).
Εδώ, υπάρχει μια έμφυλη διάσταση που χρειάζεται να λάβουμε υπόψη.
[4]
Αντίστοιχα, οι Dardot
& Laval
(2014) σχολιάζουν: «Ο Foucault
προσέφερε μια χαρτογράφηση αυτής της διαδικασίας η οποία ήταν προβληματική.
Αντίθετα με ότι υποστηρίζεται συνήθως, η γενική αρχή του μηχανισμού της
αποδοτικότητας (apparatus
of
efficiency)
δεν είναι τόσο μια ‘εκγύμναση σωμάτων’ όσο μια ‘διαχείριση/διοίκηση των νοών’ (management of minds)».