9.2.14

Τα φορτία της νεολαίας της εργατικής τάξης

Jennifer M. Silva[1]


Ο Brandon, ένας 34χρονος έγχρωμος άνδρας από το Richmond της Virginia, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια «ηθικοπλαστική προειδοποιητική ιστορία». Μεγαλώνοντας κοντά σε ένα πανεπιστήμιο, στο οποίο εργάζονταν και οι δύο του γονείς, στον τομέα της συντήρησης, διδάχτηκε από νεαρή ηλικία ότι η εκπαίδευση ήταν ο δρόμος για τη «γη της Επαγγελίας». Όντας πολύ πρόθυμος και σκληρά εργαζόμενος μαθητής, ο Brandon κέρδισε μια θέση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στο νοτιοανατολικό τμήμα της πολιτείας –τελικά, το παιδικό του όνειρο να φτιάχνει διαστημόπλοια φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα. Διασκέδασε τη νευρικότητά του για το ότι δανείστηκε δεκάδες χιλιάδες δολαρίων ως φοιτητικό δάνειο, αστειευόμενος: «Κοίταξε, αν σου χρωστάω 5 δολάρια, είναι δικό μου πρόβλημα · αν σου χρωστάω όμως 50.000 δολάρια, είναι δικό σου πρόβλημα».

Αυτό το εύθυμο χωρατό του όμως διαψεύδει τη μακρά σειρά των εμποδίων και των αβεβαιοτήτων που τον έχουν συντροφεύσει σε κάθε στροφή. Με το να μην καταφέρνει να περάσει τα μαθηματικά ή τη φυσική, ο Brandon άλλαξε την ειδικότητά του από μηχανικός σε εκείνη του ποινικού δικαίου. Αφότου αποφοίτησε έκανε αίτηση σε διάφορα αστυνομικά τμήματα, αλλά δε βρήκε δουλειά.

Με «δύο όνειρα του να έχουν αναβληθεί» –όπως ο ίδιος λέει– ο Brandon βρήκε δουλειά σε μια αλυσίδα γυναικείας ένδυσης, ελπίζοντας πως αυτό θα είναι προσωρινό. Έντεκα χρόνια αργότερα, είναι ακόμα εκεί ξεφορτώνοντας, σιδερώνοντας, τακτοποιώντας και βάζοντας τιμές στα ρούχα κατά τη διάρκεια της νυχτερινής βάρδιας. Όταν τα δάνειά του τέθηκαν εκτός αναστολής, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις μηνιαίες πληρωμές και αποφάσισε να κάνει το master του στην ψυχολογία –εν μέρει για να αυξήσει τις πιθανότητες να βρει μια καλή δουλειά και εν μέρει, παραδέχτηκε, για να παγώσει και πάλι τα δάνειά του. Τελικά, πήρε το master του, το οποίο και αποπλήρωσε παίρνοντας επιπλέον δάνεια από αυτήν «τη μοχθηρή κυρία, τη Sallie Mae».[2]

Μέχρι στιγμής, ο Brandon δεν έχει βρει μια δουλειά που να μπορεί να του αποφέρει τόσα έσοδα ώστε να μπορεί να καλύψει το μηνιαίο του δάνειο και τα έξοδα διαβίωσής του, και από τη στιγμή που η εταιρεία ένδυσης έκοψε πρόσφατα τις υπερωρίες και τα bonus, είναι πολύ αναστατωμένος. Κρατάει τα δάνεια σε διακανονισμό με τη συνεχή παγίωσή τους –μια στρατηγική που, όπως λέει, του κοστίζει 5000 δολάρια το χρόνο σε τόκους. Αναλογιζόμενος τη ζωή του, ο Brandon είναι οργισμένος: «Νιώθω σα να μου πούλησαν ψεύτικα αγαθά. Έκανα ό,τι μου είπαν, και απέφυγα τους μπελάδες, και πήγα στο πανεπιστήμιο. Που είναι η γη της Επαγγελίας; Νιώθω σα να μου είπαν ψέματα. Πίστεψα πως θα είχα επιλογές. Αυτό το φύλλο χαρτί (αναφέρεται στο πτυχίο του) μου κόστισε τόσο πολύ και δε με βοηθάει καθόλου. Ασφαλώς, τα σχολεία δεν μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία, αλλά ελάτε τώρα! –θα μπορούσαν να βοηθούν περισσότερο τα παιδιά.

Ο Brandon, όπως πολλοί άλλοι χειρώνακτες εργαζόμενοι της γενιάς του, έχει κολλήσει σε ένα ταξίδι προς την ενήλικη ζωή, στο οποίο δεν διαφαίνεται κάποιο τέλος στον ορίζοντα. Οι δικοί του γονείς, που είχαν απλώς απολυτήρια λυκείου, ήταν παντρεμένοι, εργάζονταν σταθερά στο πανεπιστήμιο και είχαν δικό τους σπίτι, αρκετά πριν φτάσουν στην ηλικία του. Ωστόσο, τα παιδιά της εργατικής τάξης σήμερα, μεγαλώνουν σε ένα κόσμο όπου τα σίγουρα μονοπάτια προς την ενήλικη ζωή διαβρώνονται με γρήγορους ρυθμούς. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, οι σταθερές θέσεις εργασίας σε χειρωνακτικά επαγγέλματα είχαν εξαφανιστεί ταχύτατα, συμπαρασύροντας επίσης τους οικογενειακούς μισθούς, τις συντάξεις και τις επιχορηγήσεις που πλήρωναν οι εργοδότες για την ασφάλεια υγείας των εργαζομένων. Σε αντίθεση με τους γονείς και τους παππούδες τους, που ακολούθησαν την πεπατημένη προς την αλυσίδα παραγωγής –και από το φλερτ στο γάμο και στην ανατροφή παιδιών– οι άνδρες και οι γυναίκες σήμερα ζουν για μεγαλύτερο διάστημα στο πατρικό τους σπίτι, ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στο σχολείο, αλλάζουν συχνότερα δουλειές και δημιουργούν οικογένειες αργότερα.

Η απάντηση στην καθιερωμένη ερώτηση «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» –ή ακριβέστερα «Τι μπορείς να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»– είναι ρευστή. Και από τη στιγμή που οι οικογένειες της εργατικής τάξης έχουν γίνει περισσότερο εύθραυστες και οι κοινότητες, οι εκκλησίες και οι γειτονιές έχουν αποξενωθεί, οι άνδρες και οι γυναίκες καταλήγουν να στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους, όταν πρέπει να συνθέσουν μια ενήλικη ζωή εν μέσω της απομόνωσης, της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που χαρακτηρίζουν την αμερικάνικη ζωή του 21ου αιώνα. Πέρασα δύο χρόνια παίρνοντας συνεντεύξεις από εκατό ανθρώπους της εργατικής τάξης, ηλικίας γύρω στα 20-κάτι και 30-κάτι, από το Lowell της Massachusetts και το Richmond. Μίλησα με αφροαμερικανούς και λευκούς, άνδρες και γυναίκες, καταγράφοντας τα χιλιάδες εμπόδια που βρίσκονται στην διαδρομή τους. Εγκλωβισμένοι σε μια αδυσώπητη αγορά εργασίας και έχοντας έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, δεξιοτήτων και γνώσης που απαιτείται για την επιτυχία, αυτοί οι νεαροί ενήλικες εγκαταλείπουν την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον η οποία βρίσκεται στην καρδιά του αμερικανικού ονείρου.

Πιστεύουν ολόψυχα ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν από τις διάφορες δουλειές χωρίς προοπτική, είναι ένα πτυχίο πανεπιστημίου. Όμως, ξανά και ξανά, εκείνο που άκουγα ήταν ιστορίες σύγχυσης και προδοσίας. Αυτοί οι νέοι και νέες στερούνται των δεξιοτήτων και των γνώσεων που χρειάζονται για να πορευθούν σε ένα ολοένα και περισσότερο σύνθετο, ακριβό, και ανταγωνιστικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Είτε είναι μπερδεμένοι-ες σχετικά με τις διάφορες ειδικότητες, παρεμποδισμένοι από τη γραφειοκρατία, χαντακωμένοι από τα χρέη των δανείων ή παρατημένοι-ες νιώθοντας πως δεν ανήκουν στο σύστημα, οι άνδρες και οι γυναίκες της εργατικής τάξης έχουν καταλήξει να βλέπουν τη σχέση τους με το πανεπιστήμιο σαν ένα σπασμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Σύμφωνα με τη δική τους οπτική, έχαψαν την υπόσχεση για ανώτατη εκπαίδευση, αλλά το μόνο που πήραν για αντάλλαγμα δεν ήταν παρά απογοήτευση και οικονομική χασούρα.

Αυτή η χασούρα δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και συναισθηματική. Αφότου αποφοίτησε από το λύκειο, η Rebecca, κόρη ανθρακωρύχου, εγγράφηκε σε ένα κρατικό πανεπιστήμιο, ευελπιστώντας να γίνει δασκάλα. Μετά από ένα μόλις χρόνο τέθηκε, όμως, σε ακαδημαϊκή αναστολή, επειδή το λύκειο στο οποίο φοιτούσε δεν την είχε προετοιμάσει κατάλληλα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να δουλεύει στο πανεπιστήμιο. «Το πάλεψα. Είχα φρικάρει τελείως με τις γραπτές εξετάσεις» είπε με κουρασμένη φωνή, αναβιώνοντας τον πανικό και την ταπείνωση του πρώτου της εξαμήνου στο πανεπιστήμιο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους των σπουδών της, τα ακαδημαϊκά όνειρα της Rebecca άρχισαν να ξεφτίζουν: «Κατέληξα να διαπράξω λογοκλοπή στο γραπτό μου, και άρα δε μπορώ να επιστρέψω. Και δεν ήταν καν σκόπιμο. Είχα ένα δίσκο με σημειώσεις και αποσπάσματα από το internet, ξέρετε, όλα εκεί συγκεντρωμένα ώστε να γράψω τις εξετάσεις μου. Και χρησιμοποίησα μια παράγραφο με λόγια κάποιου άλλου, κάτι που δεν σκόπευα να κάνω. Ένας σύμβουλος πήρε θέση, λέγοντας ότι θα μπορούσα, πιθανώς, να αποφύγω τις επιπτώσεις, αν τους ενημέρωνα για όλη την κατάσταση, αλλά ήμουν συναισθηματικά χάλια, οπότε δεν επέστρεψα καν για να τον δω».

Αισθανόμενη υπερβολικά καταβεβλημένη για να διεκδικήσει την πορεία της μέσα από την ακαδημαϊκή γραφειοκρατία, η Rebecca παράτησε το πανεπιστήμιο, μετακόμισε και πάλι στους γονείς της και βρήκε δουλειά σε ένα εστιατόριο, στο οποίο εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι σήμερα. Όταν οι φοιτητές της εργατικής τάξης κάνουν λάθη, ακόμα και από άγνοια, δεν υπάρχει κανείς να παλέψει γι’ αυτούς ή να μετριάσει την πτώση τους.

Μερικές φορές αυτή η αίσθηση απογοήτευσης και σύγχυσης ξεπερνάει τα όρια φτάνοντας στο θυμό, κάνοντας αυτούς τους νεαρούς ανθρώπους να νιώθουν εξαπατημένοι από ένα σύστημα που υποτίθεται πως θα τους βοηθούσε. Η Amber, μια 28χρονη λευκή γυναίκα που δουλεύει σε ένα φούρνο μου εκμυστηρεύτηκε: «Ήξερα πως ήμουν έξυπνη και πως δεν ήμουν ξεκάθαρα μια μαθήτρια του C, παρόλα αυτά όλοι μου οι δάσκαλοι –ξέρετε, ήμασταν 30 παιδιά στην τάξη, και οι δάσκαλοι ήταν απλά υπερβολικά απασχολημένοι…αν δεν ήσουν ζημιάρης, πραγματικά δεν γινόσουν αντικείμενο προσοχής. Από τη στιγμή που κατάλαβα πως είχα ΔΕΠ-Υ, γνώριζα πως αν κάποιος το είχε εντοπίσει νωρίτερα, θα μπορούσα να είχα φτάσει πολύ πιο ψηλά. Αν μόνο το ήξερε κάποιος… Μερικές φορές νιώθω προδομένη από τη ζωή. Θα μπορούσα να είμαι στο πανεπιστήμιο τώρα. Θα μπορούσα να έχω μια πραγματική καριέρα, που δε θα ήταν απλά αυτή της μαγείρισσας». 

Φυσικά, μπορεί να είναι κάπως απλοϊκό το ότι η Amber πιστεύει πως μια διάγνωση θα μπορούσε να είχε αλλάξει την πορεία της ζωής της τόσο δραματικά. Στα μάτια της, όμως, αυτό φαντάζει ως η αιτία των τωρινών της δυσχερειών, ο λόγος για τον οποίο ο μήνας τελειώνει πάντα με «μια αναζήτηση ψιλών για να αγοράσω ramen[3]».


Οι νέοι και οι νέες της εργατικής τάξης συνειδητοποιούν πως δεν έχουν τα εφόδια και τους πόρους για να τα καταφέρουν στο πανεπιστήμιο. Δεν έχουν κανένα να παλέψει γι’ αυτούς –ούτε γονείς να τηλεφωνούν στον διευθυντή, ούτε καθηγητές σε ιδιωτικό επίπεδο να τους βοηθούν να διαβάσουν για τις εξετάσεις, ούτε συμβούλους να τους εξετάζουν για μαθησιακές δυσκολίες.

Παρόλο που νιώθουν προδομένοι και εξοργισμένοι, όλως παραδόξως, ο θυμός τους δεν τους παρακινεί να καταπολεμήσουν το σύστημα. Αντίθετα, θέλουν να πετύχουν εντός αυτού του συστήματος, παρά τις αντίξοες συνθήκες, και εντελώς μόνοι τους. 

Αποδίδουν αξία στην ατομική αυτάρκεια (self-sufficiency), υιοθετώντας το ήθος του ανταγωνισμού και της ατομικής επιτυχίας που βρίσκεται στην καρδιά του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πολλοί μηχανεύονται προσωπικές λύσεις στα δομικά εμπόδια. Η Amber, για παράδειγμα, στράφηκε στα βιβλία αυτοβοήθειας για να θεραπεύσει την ΔΕΠ-Υ που διέγνωσε μόνη της. Έχει μάθει να στηρίζεται μόνο στον εαυτό της.

Με το να αναλαμβάνουν αποκλειστικά την ευθύνη για την τύχη τους, οι νέοι και οι νέες της εργατικής τάξης επιλύουν την αντίφαση μεταξύ των υψηλών τους προσδοκιών και της απογοητευτικής για εκείνους-ες πραγματικότητας. Και αυτό είναι λογικό, δεδομένης της ανικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία και τη θεμελιώδη έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους. Επιστρέφοντας στον Brandon, που δεν μπορεί να παραιτηθεί εντελώς από το αμερικάνικο όνειρο του να αγοράσει το «δικό του κομμάτι γης» και να βρει «οχτάωρη εργασία με κανονικό μισθό», μπορούμε να δούμε πως το πολιτισμικό ήθος της ατομικής επιτυχίας καταλήγει σε αυτομομφή. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μένα είναι ο εαυτός μου» είπε. Δε θέλω να παρατήσω αυτή τη δουλειά ή να βρω απλά μια άλλη, παρόλο που θα μπορούσα. Περιορίζω υπερβολικά τις ευκαιρίες μου. Επιμένω πάρα πολύ σε αυτά που έχω. Δε θέλω να ξεριζώσω τη ζωή μου για μια δουλειά, επειδή το να πάρω ένα τέτοιο ρίσκο θα μου ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ». Ο Brandon κατηγορεί τον εαυτό του και την απροθυμία του να πάρει ρίσκα, ως τα μεγαλύτερα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο του για την επιτυχία.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αυτοί οι άνδρες και γυναίκες νιώθουν την ανάγκη να ανταγωνιστούν εναντίων άλλων, κάτω από τις ίδιες τρομερές συνθήκες που αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι-ες. Ο Brandon τερμάτισε τη συζήτησή μας με αυτό το δίδαγμα: «Λογομαχούσα με μια κοπέλα στο Facebook σχετικά με το κατά πόσο πρέπει να πηγαίνουν όλοι δωρεάν στο πανεπιστήμιο. Αυτό είναι κάτι που δεν θα ήθελα γιατί το πτυχίο μου τότε θα έχανε την αξία του. Στον πραγματικό κόσμο, επιτυχία σημαίνει να έχεις περισσότερα εφόδια από τον διπλανό σου». Διχασμένοι, δύσπιστοι και μόνοι, οι νέοι και οι νέες εξακολουθούν να παίζουν ένα παιχνίδι, όπου οι πιθανότητες συσσωρεύονται εναντίον τους, ελπίζοντας με κάποιο τρόπο να τα βγάλουν πέρα.

Υπάρχουν περισσότερες από μία πλευρά σε κάθε ιστορία, φυσικά, και δεν μαθαίνουμε από αυτούς τους άνδρες και τις γυναίκες για τους ανθρώπους που τους βοήθησαν, ή σχετικά με τα παιδιά της εργατικής τάξης που πετυχαίνουν όντως παρά τις δυσκολίες. Όμως, αυτό που μπορούμε να δούμε είναι ότι μόνο η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι αρκετή για να κλείσει το ολοένα και μεγαλύτερο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των πολύ πλούσιων και των πάρα πολύ φτωχών σε αυτή τη χώρα. Τα παιδιά της εργατικής τάξης βρίσκονται εγκλωβισμένα ανάμεσα στην ελπίδα και στην πικρία, μεταξύ του θυμού και της αυτομομφής. Μην διαθέτοντας τη γνώση του πως συγκεκριμένες ειδικότητες οδηγούν σε δουλειές ή την εμπιστοσύνη να ζητήσουν βοήθεια, την επιδεξιότητα να απαιτήσουν απαντήσεις, και την υποστήριξη ώστε να επιμείνουν, τα παιδιά της εργατικής τάξης ερμηνεύουν τις εμπειρίες τους όταν παρατούν το πανεπιστήμιο μέσα από ένα πρίσμα προδοσίας, έχοντας μάθει μόνο να βάζουν τα όνειρά τους σε αναμονή.




Μετάφραση: Στέλλα Μαύρη
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 



[1] Η Jennifer Silva είναι συγγραφέας του βιβλίου «Coming Up Short: Working-Class Adulthood in an Age of Uncertainty».
[2] Πρόκειται για την εταιρία SLM, η οποία είναι ευρύτερα γνωστή ως Sally Mae. Η SLM δημιουργήθηκε το 1973 ως μια κυβερνητικά υποστηριζόμενη επιχείρηση, που διαχειριζόταν φοιτητικά δάνεια τα οποία καλύπτονταν από ομοσπονδιακά προγράμματα. Το 2004, η κυβέρνηση έκοψε τις σχέσεις της με την Sallie Mae, η οποία μετατράπηκε σε ιδιωτική επιχείρηση. [ΣτΜ]
[3] Το ramen είναι μια ιαπωνική σούπα με noodles. [ΣτΜ]