Unemployed Negativity
(Jason Read)
Ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί
μια ολοένα και περισσότερο δημοφιλής λέξη στη σύγχρονη κριτική σκέψη και
φιλοσοφία. Ωστόσο, η δημοφιλία αυτής της λέξης έχει προκύψει με ένα σοβαρό
αντίτιμο, καθώς η σημασία της έχει περιοριστεί σε λίγες αόριστες και ασαφείς
έννοιες, που σχετίζονται με εκείνη την πραγματικά κακή μορφή καπιταλισμού η
οποία διατηρεί τη συνοχή της μέσω διαφόρων επικλήσεων περί ανταγωνισμού, αγορών
και ατομικισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, η έννοια του «νεοφιλελευθερισμού»
έχει γίνει αυτό που ο Althusser ονόμαζε
«περιγραφική θεωρία», ενώ στη χειρότερη, ένας τρόπος να αναφέρεται κανείς στον
καπιταλισμό, χωρίς να κάνει λόγο για καπιταλισμό. Στην δεύτερη περίπτωση
–δηλαδή στη χειρότερη– η συγκεκριμένη έννοια παραπέμπει σε ένα είδος νοσταλγίας
για μια μορφή παλαιότερου, ευνοϊκότερου και ηπιότερου καπιταλισμού, στον οποίο
θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε αμέσως μόλις γινόταν αισθητές οι πλήρεις
επιπτώσεις της ύφεσης, και οι άνθρωποι άρχιζαν πραγματικά να ακούν τον Paul Krugman.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να
σημαίνει το να πάρουμε τον νεοφιλελευθερισμό στα σοβαρά; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημαίνει το να υπερβούμε αυτή την
έννοια ως συνοπτική περιγραφή της τρέχουσας συγκυρίας. Αυτό ακριβώς μοιάζει να
είναι και το ερώτημα που διατρέχει το «La
nouvelle raison du monde: essai sur la société neoliberal» (Η νέα λογική του κόσμου: ένα δοκίμιο για τη
νεοφιλελεύθερη κοινωνία),[1] των Pierre Dardot και Christian Laval, ή θα
μπορούσε τουλάχιστον να ερμηνευτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένα σημαντικό μέρος
αυτού του μακροσκελούς δοκιμίου ασχολείται με την ιστορία του
νεοφιλελευθερισμού, και όπως και στο προηγούμενο εξαίρετο βιβλίο του Laval, «L'
homme économique: essai sur les racines du néoliberalisme» (Ο οικονομικός άνθρωπος: ένα δοκίμιο για τις ρίζες του
νεοφιλελευθερισμού), αυτή η ιστορία επιστρέφει στις απαρχές της φιλοσοφικής της αφετηρίας, δηλαδή, στα έργα του Smith,
του Locke και του Bentham. Από αυτούς τους τρεις, είναι ο Bentham στον οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο
Bentham για τον οποίο γίνεται εδώ λόγος, είναι περισσότερο ο Bentham της φράσης του Marx «Ελευθερία,
Ισότητα, και Bentham», πάρα ο Bentham του περίφημου πανοπτικού (panopticon) του Foucault. Το βιβλίο
εστιάζει δηλαδή περισσότερο στην γενική ψυχολογία ωφελιμισμού και συμφέροντος η
οποία γίνεται κυρίαρχη με τον νεοφιλελευθερισμό, παρά στην ιδέα της
γενικευμένης επιτήρησης. Παρόλα αυτά, όπως είχε υποστηρίξει ο Laval και στο
προηγούμενο βιβλίο του, αυτές οι δύο θεωρίες δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους:
ωφελιμότητα, υπολογισμός και μια γενικευμένη επιτήρηση –ή η επονομαζόμενη διαφάνεια– αποτελούν ιδεώδη μιας κοινωνίας η οποία δεν
κυβερνάται με τίποτε άλλο, παρά μόνο μέσω των σχέσεων της αγοράς.
Αν ο νεο-φιλελευθερισμός αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια των φιλελεύθερων
φιλοσοφιών του Smith, του Locke, και του Bentham –αφού υπό μία έννοια διατηρεί την συναλλαγή, την
ιδιοκτησία και την ωφελιμότητα σαν κεντρικούς πυλώνες– τότε τι είναι αυτό που τον καθιστά νέο; Σε αυτό το
ερώτημα, οι Dardot και Laval προσφέρουν μια απάντηση που αποτελείται από δύο
μέρη, ιχνηλατώντας την καταγωγή του νεοφιλελευθερισμού στην κρίση του κράτους
στα μέσα του 20ου αιώνα. Επίσης, οι Dardot και Laval τείνουν να προσεγγίζουν
τον νεοφιλελευθερισμό μέσα από μια σειρά συνεδρίων και συζητήσεων που
οργανώθηκαν από τον Walter Lippman και διάφορους άλλους, τα οποία οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας ιδέας, η οποία
έχει διανύσει μια μακρά διαδρομή στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών. Ο
τρόπος με τον οποίο μορφοποιήθηκε αυτή η ιδέα ήταν περισσότερο πολιτικός παρά
οικονομικός: είχε να κάνει με την αδυναμία της φιλελεύθερης κοινωνίας να
πραγματοποιήσει τους ίδιους της τους στόχους. Οι νεοφιλελεύθεροι έλυσαν αυτή
την κρίση δίνοντας έμφαση στην αξία της ελευθερίας (οριζόμενης ως ελευθερίας της ιδιοκτησίας) ως ανώτερης
από εκείνη της δημοκρατίας, και στον ανταγωνισμό ως ένα ιδεώδες σημαντικότερο
από την ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς.
Η παραπάνω
προσήλωση στο project του
νεοφιλελευθερισμού και στην ύπαρξη του ως πολιτικού προγράμματος, χαρακτηρίζει
επίσης και τον επίσημο ορισμό που προσφέρουν οι Dardot και Laval. Για τους Dardot και Laval, ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να διαχωριστεί από
την ιδέα του «laissez faire». Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει να κάνει με το να
αφήνεις την αγορά να λειτουργεί μόνη της, ούτε είναι ζήτημα απορρύθμισης.
Άλλωστε, ο ανταγωνισμός δεν είναι κάτι που απλά υπάρχει, αλλά κάτι που πρέπει
να παραχθεί και να καλλιεργηθεί με ενεργό τρόπο. Όπως γράφουν χαρακτηριστικά:
«ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός δεν αποτελεί προϊόν της φύσης, είναι μια μηχανή
που απαιτεί διαρκή επιτήρηση και ρύθμιση».
Σε αυτό το σημείο, οι Dardot και Laval παραθέτουν τον ορισμό του Thomas Lemke για το κεντρικό
παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού: ότι παράγει ενεργά μια κοινωνική σχέση, την
οποία στη συνέχεια παρουσιάζει ως φυσική. Ο ανταγωνισμός ορίζεται ως κάτι που
βρίσκεται πάντα εκεί, ως κάτι το οποίο συνιστά τη βάση όχι μόνο της ανθρώπινης
κοινωνίας, αλλά και της ίδιας της φύσης. Παρά αυτό το υποτιθέμενο γεγονός, στον
νεοφιλελευθερισμό ο ανταγωνισμός καλλιεργείται συστηματικά σε τόσο μεγάλο βαθμό
–μέσω διαφόρων νόμων και κοινωνικών σχέσεων– που καταστρέφει ακόμα και κάποιες μορφές αλληλεγγύης
που γεννά ο καπιταλισμός –όπως οι τάξεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό το παράδοξο –έχοντας γενικευτεί κατά πολύ–
χαρακτηρίζει ένα σημαντικό μέρος της πολιτικά υπερσυντηρητικής ή απλά
συντηρητικής σκέψης, η οποία πάντα ανακηρύσσει κάποια ιεραρχία ή ιεραρχικό
αξίωμα ως φυσικά, την ίδια στιγμή που προσπαθεί με ενεργό τρόπο να τα
συγκροτήσει (ως τέτοια). Σε τέτοια επιχειρήματα –τα οποία υποστηρίζουν πως κάποια πρακτική ή σχέση είναι ταυτόχρονα μη
φυσική και παράνομη– μπορεί πάντα να
εντοπιστεί κάποιο στοιχείο από το θεωρητικό σχήμα της «δανεικής
χύτρας/τσαγιέρας» (borrowed kettle) του Freud. Αν ήταν στ’ αλήθεια το πρώτο,
τότε το δεύτερο δεν θα ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ειδοποιό
γνώρισμα του νεοφιλελευθερισμού, είναι πως αυτό που εκλαμβάνει ως κάτι φυσικό
δεν πρόκειται για κάποια μορφή ιεραρχίας –όπως
εκείνη μεταξύ διαφορετικών φυλών ή φύλων–
αλλά για μια θεμελιώδη αρχή του ανθρώπινου πράττειν. Όπως υποστηρίζουν οι
Dardot και Laval, αυτή η «φυσικοποίηση» του ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα
αποτελεσματική και εξαναγκάζει κάθε εναντίωση στον νεοφιλελευθερισμό να
οδηγείται σε ένα είδος προμηθεϊκού ισχυρισμού ότι θα αλλάξει την φύση,
συσκοτίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο αυτή η υποτιθέμενη φύση αποτελεί στην
πραγματικότητα παράγωγο μιας πλήρους αναδιάρθρωσης της οικονομικής, πολιτικής
και κοινωνικής ζωής, η οποία έχει συμβεί τις τελευταίες μόλις δεκαετίες.
Ο
ανταγωνισμός δεν αποτελεί απλώς έναν λόγο (discourse) νομιμοποίησης,
αλλά μία μορφή κυβερνολογικής (governmentality). Το κράτος προσπαθεί ενεργά να
καλλιεργήσει τον ανταγωνισμό, αντικαθιστώντας τις δημόσιες υπηρεσίες με
ιδιωτικές εταιρείες, καθώς οτιδήποτε δεν λειτουργεί με βάση τον ανταγωνισμό,
ανακηρύσσεται αυτόματα ως αποτυχία. Το κράτος κατασκευάζει ταυτόχρονα τόσο την
αγορά, συγκροτώντας το πεδίο της με βάση τον ανταγωνισμό, όσο και τον εαυτό του
σύμφωνα με τα πρότυπα της αγοράς. Δημιουργεί ένα πρότυπο, σε σχέση με το οποίο
μοιάζει πάντα να υστερεί. Οι Dardot και Laval είναι αρκετά κατατοπιστικοί όσον
αφορά την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός, και τα ιδανικά
του όπως η αποδοτικότητα, ο ανταγωνισμός και το ρίσκο έχουν γίνει ηγεμονικά σε
τόσο μεγάλο βαθμό, που οι αντίπαλοι τους συχνά αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν
την ίδια γλώσσα. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια εννοιολογική μηχανή που απαιτεί
πάντα περισσότερο ανταγωνισμό.
Το πιο
σημαντικό ίσως κομμάτι του βιβλίου των Dardot και Laval –το μέρος αυτό που καταλαμβάνει το ένα πέμπτο του
βιβλίου και περιλαμβάνει περίπου εκατό
σελίδες– είναι αυτό που αναλύει την
κατασκευή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου. Αυτό το κομμάτι του βιβλίου θα φανεί
οικείο στους αναγνώστες των διαλέξεων του Foucault πάνω στη βιοεξουσία
(biopower), ή τόσο διαφορετικών μεταξύ τους έργων όπως εκείνο του Richard Sennett για την διάβρωση
του χαρακτήρα, των Boltanski και Chiapello για «Το νέο πνεύμα του καπιταλισμού» και του Beck για το Ρίσκο. Οι
Dardot και Laval προχωρούν περισσότερο σε μια συν-κειμενοποίηση
(contextualization) μιας ευρύτερης αποτύπωσης και σκιαγράφησης του
καπιταλισμού, παρά σε μια σύνθεση αυτών των διαφορετικών απόψεων. Η δουλειά των
Dardot και Laval έχει το πλεονέκτημα της συν-κειμενοποίησης και της ανάπτυξης
παρατηρήσεων οι οποίες μερικές φορές μοιάζουν αβάσιμες σε άλλους στοχαστές.
Στην προκειμένη περίπτωση, η σχέση μεταξύ γενικευμένου ανταγωνισμού και
κατάθλιψης –η οποία συχνά προσλαμβάνει μια υπερβολική
διατύπωση στο έργο του Berardi– βασίζεται εδώ στην γενικευμένη ιδέα της
επίδοσης (performance). Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο είναι εκείνο που όχι μόνο πρέπει συνεχώς να
ανταγωνίζεται, επιστρατεύοντας τους πόρους του/της για την μεγιστοποίηση του
πλεονεκτήματος του/της, αλλά αυτός ο ανταγωνισμός δεν στοχεύει σε κάποιον
ορισμένο στόχο, σε κάποια γραμμή τερματισμού ή κάποιο αποτέλεσμα, αλλά
περικλείει μια ατέρμονη απαίτηση για επίδοση. Αυτή η γενικευμένη απαίτηση για
επίδοση –η αίσθηση ότι θα μπορούσε κανείς πάντα να μεγιστοποιεί
περισσότερο, σε συνδυασμό με το ιδεώδες της δουλειάς ως προσωπικής ολοκλήρωσης
και επινόησης του εαυτού (self invention)– παράγει την κατάθλιψη που είναι η αντίθετη πλευρά
της. Η ιδέα της αποτυχίας είναι πανταχού παρούσα · και όταν αυτή συμβεί τότε ο
μόνος που μπορεί να κατηγορηθεί, είναι το άτομο. Έτσι λοιπόν, δεν είναι τυχαίο
το ότι η νεοφιλελεύθερη θεωρία αποκτάει μορφή στο σημείο όπου συναντιούνται
οικονομία και ψυχολογία, καθιστώντας έτσι ως κοινό αντικείμενο και των δύο
επιστημών τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας, αφού η νεοφιλελεύθερη κοινωνία
αποτελεί μια κοινωνία στην οποία η ψυχή είναι πλήρως εκτεθειμένη στους νόμους
της αγοράς, χωρίς καμία μεσολάβηση ή προστασία.
Εν
κατακλείδι, οι Dardot και Laval υποστηρίζουν ότι εφόσον θέλουμε να πάρουμε το
νεοφιλελευθερισμό στα σοβαρά ως μια ορισμένη παραγωγή υποκειμενικότητας, σαν
μια αναδιάρθρωση όχι μόνο του κράτους και της οικονομίας αλλά και της ίδιας της
ψυχικής εμπειρίας, τότε πρέπει να απαγκιστρωθούμε από ορισμένες ιδέες που έχουν
να κάνουν με το τι σημαίνει να είμαστε ενάντια σε αυτόν. Η ιδέα του πλήθους των
Hardt και Negri –ή οποιαδήποτε ιδέα προεικονιστικής θεωρίας– εδώ βρίσκεται υπό αυστηρό εξονυχιστικό έλεγχο,
συνεχίζοντας της κριτική που οι Dardot και Laval (μαζί με τον El Mouhoub
Mouhoud) είχαν αναπτύξει στο «Sauver
Marx? Empire, multitude, travail immatériel». Αυτό που παραβλέπουν διάφοροι
ισχυρισμοί όπως οι παραπάνω, είναι ο τρόπος με τον οποίο το πλήθος των εργατών,
η κοινωνική οργάνωση των οποίων είναι εξωτερική ως προς τους χώρους του
κεφαλαίου, είναι ήδη εσωτερική όσον αφορά την παραγωγή της υποκειμενικότητας,
συγκροτώντας τους όχι ως εργάτες αλλά σαν εταιρίες του ενός ατόμου. Οι
νεοφιλελεύθεροι τρόποι καθυπόταξης, οι ιδέες του ανταγωνισμού, του οπορτουνισμού
και της δικτύωσης έχουν τη μεγαλύτερη ισχύ τους σε εργατικές πρακτικές που
είναι αυτονομημένες από την άμεση διεύθυνση του καπιταλισμού. Παραφράζοντας μια φράση του Foucault, «ο άυλος εργάτης που καλούμαστε να
απελευθερώσουμε είναι προϊόν μιας καθυπόταξης πολύ βαθύτερης από τον ίδιο».
Ενόσω μια τέτοια κριτική απλουστεύει το έργο των Hardt και Negri, προσφέρει παρόλα
αυτά μια ενδιαφέρουσα πρόκληση: κάθε πολιτική εναντίωση στον νεοφιλελευθερισμό
δεν μπορεί να βασίζεται σε κάποια μορφή «εξωτερικού» ή σε κάποιο κρυμμένο
ανταγωνισμό, αλλά πρέπει να παράγει με ενεργό τρόπο την υποκειμενικότητα εκείνη
που θα έρθει σε σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι αναγκαίο να
αντιταχθούμε στον νεοφιλελευθερισμό στο επίπεδο όπου αυτός λειτουργεί, δηλαδή,
στο πεδίο της παραγωγής της υποκειμενικότητας.
Είναι ακριβώς αυτό
το σημείο όπου μπορούμε να εντοπίσουμε τα αδύναμα σημεία
του επιχειρήματος των Dardot και Laval, αδύναμα σημεία τα οποία υπό μία έννοια
πηγάζουν από τα ισχυρά του σημεία. Πρόκειται για το να πάρουμε τον
νεοφιλελευθερισμό σοβαρά υπόψη σε τόσο μεγάλο βαθμό, που να τον βλέπουμε
παντού. Η μέθοδος που ακολουθούν οι Dardot και Laval, δηλαδή το να διαβάζουν
παράλληλα την νεοφιλελεύθερη θεωρία και τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές –τα έργα του Hayek, του Becker και διαφόρων άλλων
παράλληλα με την αναδιάρθρωση του κράτους στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών και
τα μοντέλα του ανταγωνισμού και της κατανάλωσης–
περιέχει το ρίσκο της συγχώνευσης αυτών των δύο επιπέδων. Ακριβώς επειδή όλες
οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να εκφραστούν με όρους ατομικής μεγιστοποίησης
της ωφέλειας και μπορεί να υπάρχουν προσπάθειες συγκρότησής τους κατ’ αυτό τον
τρόπο, δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι τις βιώνουν έτσι. Πολλοί λίγοι
άνθρωποι παραθέτουν τον Gary Becker στους γαμήλιους
όρκους τους. Εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικοί –αν όχι ανταγωνιστικοί– τρόποι θεώρησης και βίωσης των κοινωνικών σχέσεων, ακόμη κι αν οι
παραπάνω διαφορές δεν είναι προεικονιστικές, περιέχοντας τους σπόρους μίας
μελλοντικής κοινωνίας. Πρέπει να εστιάζει κανείς στα κενά που υπάρχουν μεταξύ
της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και της νεοφιλελεύθερης πρακτικής · κενά τα οποία
γίνονται ολοένα και πιο εμφανή όσο περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός
επεκτείνεται στα πάντα. Όπως υποστηρίζουν οι Dardot και Laval, απηχώντας τα
πάντα από το «The Wire» μέχρι το «Capitalist Realism» (Καπιταλιστικό Ρεαλισμό) του Mark Fisher: όσο περισσότερο
οι νεοφιλελεύθερες ιδέες περί ανταγωνισμού και ποσοτικής αξιολόγησης
επεκτείνονται σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση, τόσο περισσότερο είναι εμφανές πως
οι μέθοδοι αξιολόγησης που εφαρμόζονται έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την
ποιοτική αποστολή αυτών των θεσμών. Το «Juking the stats»[2]
γίνεται η βασική μέθοδος λειτουργίας.
Όλως
παραδόξως –και αυτό είναι το τελευταίο σημείο της κριτικής μου το οποίο
πραγματικά χρειάζεται περισσότερη ανάπτυξη– πρέπει να δίνει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο ο
νεοφιλελευθερισμός αποτυγχάνει στο ίδιο το σημείο προέλευσης του, δηλαδή στην
ίδια την οικονομία. Πράγμα το οποίο καταδεικνύει την αποτυχία του
νεοφιλελευθερισμού να λύσει την κρίση του κεφαλαίου που προοριζόταν να λύσει.
Φυσικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει να μειώσει τους μισθούς καθώς και
τη φορολογία των πλουσίων. Ωστόσο, όπως έχει πρόσφατα διαπιστωθεί, αυτό δεν
είναι το ίδιο με τη διάσωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ως διακύβευμα
παραμένει –όπως πιθανότατα παρέμενε και
πάντοτε– η σύνδεση των διαφόρων μορφών
ανταγωνισμού με τις κρίσεις[3],
και μέσω αυτού, η δημιουργία μιας διαφορετικής κοινωνίας και υποκειμενικότητας
από εκείνη που οραματίζεται ο νεοφιλελευθερισμός.
Μετάφραση: Αριστείδης Γάρος
Επιμέλεια:
Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας
O πρώτος πίνακας είναι του Constant Nieuwenhuys και ο δεύτερος του Asger Jorn
O πρώτος πίνακας είναι του Constant Nieuwenhuys και ο δεύτερος του Asger Jorn
[1] Μια μετάφραση
του βιβλίου αναμένεται να εκδοθεί από τη Verso, το Φεβρουάριο του 2014, με
τίτλο «The New Way of the World: On Neoliberal Society».
[2] Αυτή η έκφραση
έγινε γνωστή από μια αμερικάνικη σειρά, το «The Wire», η οποία εστιάζει σε
διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες στην πόλη Baltimore ασκώντας κριτική στις
δομικές δυσλειτουργίες μιας σειράς από θεσμών και πεδίων όπως η αστυνομία, το
πολιτικό σύστημα, το δημόσιο σχολικό σύστημα, οι τοπικές εφημερίδες, η
διακίνηση ναρκωτικών κλπ. Το «Juking the Stats» αναφέρεται ακριβώς στη
χειραγώγηση και διαστρέβλωση των στατιστικών στοιχείων από τα παραπάνω πεδία
και θεσμούς, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αναποτελεσματικότητα, η διαφθορά, τα
προβλήματα τους και η σύμπλευσή τους, και να δικαιολογηθεί το υπάρχον status quo,
δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα «πάνε καλά» και πως «υπάρχει
πρόοδος». [ΣτΜ]
[3] Σε αυτό το
σημείο, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τις «κρίσεις» με διπλή έννοια, δηλαδή, ως
οικονομικές κρίσεις, αλλά και ως κοινωνικές και προσωπικές καταρρεύσεις · αυτό
που αποκαλείται «κατάθλιψη», «αγχώδεις διαταραχές», κλπ. [ΣτΜ]