Ειρήνη Καμαράτου
Η κατάθλιψη
Η
κατάθλιψη από το 1970 και έπειτα αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα ψυχικό νόσημα στις
δυτικές κοινωνίες. Έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον της ψυ-κοινότητας και να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό, να γίνει ένα νόσημα «της μόδας».
Ο κυρίαρχος τρόπος θεραπείας της, αρχικά το ηλεκτροσόκ και μεταγενέστερα
η χορήγηση αντικαταθλιπτικών, ουσιαστικά ενσαρκώνει την επιθυμία μας για
απεριόριστη δυνατότητα παρέμβασης στον ψυχισμό, ενώ παράλληλα η επίπλαστη
ευφορία που προσφέρει αφενός υποκαθιστά ύπουλα την ουσιαστική θεραπεία και
αφετέρου θολώνει επικίνδυνα το όριο ανάμεσα στα μέσα θεραπείας και στη χρήση
ναρκωτικών ουσιών. Γιατί όμως συνέβησαν τα παραπάνω; Σχετίζεται η κατάθλιψη με
τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας;
Το
βιβλίο του Ehrenberg δεν διατείνεται ότι αποτελεί μία αντικειμενική οπτική πάνω
στην κατάθλιψη αλλά ούτε και ένα εγχειρίδιο με οδηγίες ή κάποια πρόταση για τη
θεραπεία της. Αντίθετα, είναι ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, που προτείνει ότι μέσω
της κατανόησης των πτυχών του συνδρόμου της κατάθλιψης μπορούμε να αντλήσουμε
σημαντικές πληροφορίες που αφορούν στη σύγχρονη κοινωνία. Πραγματοποιείται μία
εκτενέστατη ιστορική αναδρομή όσον αφορά την κατάθλιψη αλλά και τις ψυχικές
διαταραχές γενικότερα, από τη θεωρία του Φρόιντ και του Janet μέχρι τον τρόπο
που διαδόθηκε η γλώσσα των ασθενειών στα μέσα και έγινε προσιτή στο ευρύ κοινό.
Σύμφωνα
με το συγγραφέα η κατάθλιψη δεν αποτελεί απλώς μία ακόμα ψυχική νόσο. Αντίθετα,
συνδέεται αρραγώς με την προσωπική ελευθερία του ατόμου και με την ανάγκη για
αυτονομία που πλέον χαρακτηρίζουν τον πυρήνα της κοινωνικοποίησης στη σύγχρονη
κοινωνία. Ειδικότερα, η κατάθλιψη σχετίζεται ακριβώς με την αποτυχία μας να
εκπληρώσουμε τις προαναφερθείσες προσδοκίες. Ο γράφων, ωστόσο προχωράει πέρα
από την αδυναμία εκπλήρωσης των προσδοκιών και αναφέρει ότι ένα από τα
σημαντικότερα στοιχεία είναι ότι η κατάθλιψη μας παρέχει μία γλώσσα. Μια γλώσσα
την οποία έχουμε εσωτερικεύσει και με την οποία πλάθουμε και αναγνωρίζουμε τον
εαυτό μας. Η ψυχική ασθένεια, απέκτησε υπόσταση την ίδια στιγμή με την οποία
αναγνωρίστηκε στο υποκείμενο μία εσωτερική οργάνωση. Συνεπάγεται, λοιπόν ότι η
ψυχική νόσος αποτελεί απόρροια της ίδιας της ύπαρξης του ατόμου.
Η κατάθλιψη ως λειτουργική
παθολογία
Η
κατάθλιψη ακόμα έχει συνδεθεί με τα συμπτώματα άλλων ασθενειών και η προσπάθεια
εντοπισμού των ριζών της μας γυρίζει πίσω στην αρχαία ελληνική μελαγχολία. Πέρα
όμως από αυτό, και πέρα από την ερμηνεία των συμπτωμάτων ως απόρροια της
υπερβολικής κοινωνικής πίεσης που υφίσταται το άτομο, μπορεί επίσης να
ερμηνευθεί ως μία δομική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο
αντιλαμβάνεται τον ίδιο του τον εαυτό.
Κατά τη
διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχει πραγματοποιηθεί μία αλλαγή στο πλαίσιο
μέσα στο οποίο δομείται το υποκείμενο. Ειδικότερα, μέχρι και τον προηγούμενο
αιώνα το στοιχείο μέσα στα πλαίσια του οποίου πλάθονταν οι υποκειμενικότητες
των ατόμων ήταν η σύγκρουση. Από τη θεωρία του Φρόιντ για τον ψυχισμό μέχρι τη
θεωρία του Μαρξ. Όσον αφορά στη θεωρία του Φρόιντ, ο ψυχισμός δομούνταν από την
προσπάθεια του Εγώ να «συμβιβάσει» κατά κάποιο τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στα
ασυνείδητα ένστικτα και τις ενορμήσεις με τους κοινωνικούς κανόνες.
Παρομοίως στη θεωρία του Μαρξ απαντάμε την πάλη των τάξεων. Οι συνθήκες αυτές
της πάλης οι οποίες ήταν διάχυτες εκείνη την περίοδο οδήγησαν στη δημιουργία
των νευρώσεων.
Ωστόσο,
υποστηρίζεται ότι αυτός ο τρόπος δόμησης του εαυτού αντικαταστάθηκε από έναν
νέο. Η νέα δόμηση του εαυτού συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια του ατόμου να
είναι «κύριος του εαυτού του». Η νέα αυτή κοινωνική απαίτηση και ταυτόχρονη
ανάγκη του ατόμου για προσωπική ελευθερία και κυριαρχία τροφοδοτεί το άτομο με
προκλήσεις και ευκαιρίες προκειμένου να ανακαλύψει και να μπορεί να είναι ο
εαυτός του. Ωστόσο σ αυτή τη συνθήκη το άτομο φαίνεται να βασανίζεται κατά κάποιο
τρόπο από τον ίδιο του τον εαυτό, από την ανάγκη για αυτονομία.
Ένα από
τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Ehrenberg είναι ότι η κατάθλιψη δεν είναι
μία κατάσταση η οποία αφορά στην ύπαρξη του ατόμου. Πολύ περισσότερο έχει να
κάνει με τη δράση του και τη λειτουργικότητά του. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας
καθορίζει τα όρια του σώματος ενώ παράλληλα διαμορφώνει και τον ψυχισμό. Η νέα
αυτή θεώρηση της ασθένειας πηγαίνει πέρα από τα στενά όρια τόσο της ιατρικής
όσο και των νευροεπιστημών και της βιομηχανίας φαρμάκων, εκτείνεται πέρα από τα
όρια της ψυχοθεραπείας και αποτελεί μία ιστορική, φιλοσοφική και πολιτική
σύνθεση.
Ένα
ακόμα σημαντικό στοιχείο στη δουλειά του Ehrenberg είναι η σύνδεση και
ενδεχομένως και η σύγχυση της θεώρησης που αναφέρθηκε προηγμένως για την
κατάθλιψη με το άγχος. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι το άγχος είναι αυτό
που κυρίαρχα έχει συνδεθεί με τον τρόπο δράσης του ατόμου τόσο στην προσωπική
του ζωή όσο και στην εργασία του παρά με την ύπαρξή του αφενός, και αφετέρου
παρουσιάζει στοιχεία αρκετά κοινά με την κατάθλιψη όπως είναι η εξάντληση, η
κούραση ή και η απελπισία κατά μία έννοια.
Σημαντική
είναι και η αναφορά που γίνεται στη χρήση των ουσιών και αναφέρεται πολύ
χαρακτηριστικά ότι «Στην καταθλιπτική έκρηξη αντιστοιχεί η εξαρτητική έκρηξη,
στην απώλεια συναισθημάτων του καταθλιπτικού, η αναζήτηση έντονων
συγκινήσεων του τοξικοεξαρτημένου». Οι ουσίες για το χρήστη είναι το απόλυτο
μέσο κατάκτησης της υγείας, το οποίο όμως φέρει ένα άλλο τίμημα, μια άλλη
μορφή υποτέλειας. Κι έτσι η χρήση των ουσιών μπορεί κι αυτή να αποτελέσει τη
δεύτερη μορφή «παθολογίας της ελευθερίας».
Η θεραπεία
Η
θεραπεία δεν αποτελεί μία προσπάθεια ίασης. Δεν μπορεί να κάνει τους δαίμονες
μας να βγουν από μέσα μας ούτε όμως και να σωπάσουν. Βασικός στόχος της είναι
να μπορέσουμε να συμβιβαστούμε με την ύπαρξή τους και να μπορέσουμε να τους
επεξεργαστούμε με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να αποτελέσουν τους βασικούς
αρωγούς μας. Με άλλα λόγια η ίαση, ουσιαστικά δεν αποτελεί ίαση αλλά την
προσπάθεια του άρρωστου υποκειμένου να ενσωματώσει την ασθένεια στην ίδια του
την ύπαρξη. Το άτομο δεν επιστρέφει στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την
ασθένεια, απλώς κάνει το γιατρό και την αγωγή του στοιχεία περιττά. Συνεπώς, η
ίδια η θεραπεία της ασθένειας και συνεπώς και της κατάθλιψης δεν συνιστούν το
κυνήγι της ευτυχίας από την πλευρά του ατόμου αλλά πολύ περισσότερο την αναζήτηση
ενός τρόπου επαναπροσδιορισμού της σχέσης με τον εαυτό.
Ο γράφων
λοιπόν, φωτίζει την κοινωνική πλευρά της ασθένειας και προτείνει ότι ως τέτοια
πρέπει να αντιμετωπίζεται και όχι ως κάποια παθολογία του ατόμου. Η κατάθλιψη
είναι ουσιαστικά μία γλώσσα που εκφέρεται για όσους υποκύπτουν στην κοινωνική
πίεση και στις ατομικές τους προσδοκίες. Κατ’ επέκταση η παθολογία είναι στην
ουσία η απάντηση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα το οποίο δεν έχει ακόμα εκφραστεί
και με αυτόν τον τρόπο μετατοπίζεται από τη σφαίρα του ατομικού σε αυτή του
κοινωνικού όπου η υγεία και η απουσία της σχετίζονται με την ποιότητα ζωής, τους θεσμούς και τις αξίες και δεν απορρέουν από κάποια ικανότητα μας για
απόκτησή της.
Εν κατακλείδι
Η
κατάθλιψη είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο ζούμε στη σύγχρονη
εποχή και εκφράζει την σύγκρουση ανάμεσα στην απεριόριστη ελευθερία και στην
αδυναμία ελέγχου που αυτή συνεπάγεται. Μαζί με τον εθισμό, αποτελούν τις δύο
όψεις του ατόμου που καθορίζει αλλά και ταυτόχρονα υφίσταται μόνο του τη
ζωή του. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η κατάθλιψη μας φωνάζει με όλους
τους τρόπους και όλους τους τόνους ότι η απόλυτη ελευθερία δε σημαίνει και
απόλυτη δυνατότητα. Υπ’ αυτή την έννοια αποτελεί ένα όριο μη υπερβάσιμο καθώς
μπορούμε να ελέγξουμε χίλια πράγματα στην σημερινή εποχή αλλά εν τέλει αυτό δεν
μας ελευθερώνει από τίποτα.