Στο
βιβλίο “Aγριότητα, βαρβαρότητα και πολιτισμός” (εκδ. Αλήστου Μνήμης, 2003) ο
Asger Jorn παρουσιάζει και αναπτύσσει την προκλητική ιδέα μιας νέας φιλοσοφικής
μέθοδου, της τριλεκτικής. Η τριλεκτική προτάσσεται από τον Jorn ως η
ενδεδειγμένη λύση, το επόμενο βήμα της σκέψης που επιτρέπει την υπέρβαση όσων ο
ίδιος αντιλαμβανόταν ως αντινομίες και αδιέξοδα της παραδοσιακής διαλεκτικής
μεθόδου των Hegel-Marx, και πιο συγκεκριμένα της διαρκούς αναπαραγωγής εκ
μέρους της διαλεκτικής μιας αντιπαλότητας και μιας σύγκρουσης μεταξύ δύο
αντίθετων πόλων: Οι αντίθετοι πόλοι μεταλλάσσονται διαρκώς κατά την πρόοδο της
διαλεκτικής διαδικασίας, η σύγκρουση όμως ως τέτοια παραμένει δομική και
ασυμφιλίωτη. Σύμφωνα με την τριλεκτική
μέθοδο, οι αντικρουόμενοι πόλοι σε κάθε πεδίο και κατάσταση δεν είναι δύο αλλά
τρεις. Η αντιπαράθεση δημιουργείται μέσα
από την εκάστοτε συμμαχία των δύο πόλων εναντίον του τρίτου, και η
κίνηση/μεταβολή της όλης διαδικασίας, η ιστορικότητά της με άλλα λόγια,
παράγεται μέσω της διαρκούς εναλλαγής των διαμορφούμενων συμμαχιών.
Μια κριτική συγκριτική ανάλυση της τριλεκτικής και της διαλεκτικής μεθόδου (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, κινείται κι αυτή μέσω τριάδων, με τη διαφορά ότι ο τρίτος πόλος δεν είναι υποστασιοποιημένος αλλά αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο αντιτιθέμενους πόλους, στη μεταξύ τους σχέση) ξεφεύγει από τις προθέσεις του παρόντος κειμένου. Η αναφορά στην τριλεκτική γίνεται διότι φαίνεται να αποτελεί ένα ταιριαστό θεωρητικό εργαλείο, να συστήνει έναν “καμβά” πάνω στον οποίο μπορούμε να “ζωγραφίσουμε” με κάποια ευκρίνεια την κοινωνική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα του Μνημονίου με την άνοδο του φασιστικού φαινομένου, καθώς και τις δυναμικές που εμπερικλείει η κατάσταση αυτή. Το δικό μας τριλεκτικό σχήμα είναι αυτό που αναφέρεται και στον τίτλο: φασισμός, πολιτισμός, επανάσταση.
Μια κριτική συγκριτική ανάλυση της τριλεκτικής και της διαλεκτικής μεθόδου (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, κινείται κι αυτή μέσω τριάδων, με τη διαφορά ότι ο τρίτος πόλος δεν είναι υποστασιοποιημένος αλλά αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο αντιτιθέμενους πόλους, στη μεταξύ τους σχέση) ξεφεύγει από τις προθέσεις του παρόντος κειμένου. Η αναφορά στην τριλεκτική γίνεται διότι φαίνεται να αποτελεί ένα ταιριαστό θεωρητικό εργαλείο, να συστήνει έναν “καμβά” πάνω στον οποίο μπορούμε να “ζωγραφίσουμε” με κάποια ευκρίνεια την κοινωνική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα του Μνημονίου με την άνοδο του φασιστικού φαινομένου, καθώς και τις δυναμικές που εμπερικλείει η κατάσταση αυτή. Το δικό μας τριλεκτικό σχήμα είναι αυτό που αναφέρεται και στον τίτλο: φασισμός, πολιτισμός, επανάσταση.
Στο
προαναφερθέν βιβλίο του ο Jorn εξετάζει την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού
μέσα από το τριλεκτικό σχήμα αγριότητα, βαρβαρότητα και πολιτισμός. Η
διερεύνηση των ενδεχόμενων αντιστοιχιών ανάμεσα στο σχήμα αυτό και το σχήμα
φασισμός, πολιτισμός και επανάσταση θα είχε οπωσδήποτε αρκετό ενδιαφέρον και
νόημα, θα μας πήγαινε όμως μακριά μέσα στη σκέψη του Jorn, που δεν αποτελεί το
βασικό θέμα του κειμένου, και θα μας έπιανε και πολύ χώρο. Αντ’ αυτού ας πούμε
λοιπόν απλά ότι στο παρόν κείμενο ο “φασισμός” ορίζεται ως η ωμή και αδιαμεσολάβητη βία της κυρίαρχης κοινωνικής
τάξης και των μηχανισμών της, ο “πολιτισμός” ταυτίζεται με τον κυρίαρχο
πολιτισμικό κανόνα, τον αστικό πολιτισμό με τη δημοκρατική του νομιμότητα, τις
ανθρωπιστικές του αξίες, τα ατομικά του δικαιώματα κτλ, ενώ η “επανάσταση“
αναφέρεται στους εν δυνάμει φορείς της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής,
τουτέστιν στην καταπιεζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
Στη
μνημονιακή Ελλάδα λοιπόν, μετά τις εκλογές του 2012 που έφεραν για πρώτη φορά
τους καθαρόαιμους φασίστες της Χρυσής Αυγής στη Βουλή με το εξωφρενικό σε άλλες
εποχές ποσοστό του 7%, βρισκόμαστε ενώπιον της διαμόρφωσης μιας συμμαχίας
ανάμεσα στο “φασισμό” και τον “πολιτισμό” εναντίον της “επανάστασης”. Η
συμμαχία αυτή είναι εμφανής τόσο στο ειδικό επίπεδο της εξουσιαστικής βίας,
όπου παρατηρείται μια συνεργασία και μια συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην
επίσημη/κρατική και την φασιστική/παρακρατική καταστολή (βλέπε π.χ. την
εναρμόνιση ανάμεσα στην επιχείρηση “Ξένιος Δίας” και τις δολοφονικές φασιστικές
επιθέσεις εναντίον μεταναστών, καθώς και τα “συγκοινωνούντα δοχεία” Χρυσής Αυγής
και Ελληνικής Αστυνομίας ), όσο και στο γενικότερο επίπεδο του πολιτικού
καθεστώτος στη χώρα, το οποίο όλο και περισσότερο λαμβάνει τη μορφή ενός “ήπιου
ολοκληρωτισμού”. Δεν είναι ασφαλώς δίχως σημασία το να σημειώσουμε πως το
μοντέλο αυτό του “ήπιου ολοκληρωτισμού” δεν εφαρμόζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά
προωθείται διεθνώς σε διαφορετικούς βαθμούς και παραλλαγές ως η ενδεδειγμένη
πολιτική απάντηση του καπιταλιστικού συστήματος ενώπιον της σοβούσας παγκόσμιας
οικονομικής του κρίσης.
Πέραν όμως από τις διάφορες μορφές κλιμάκωσης της εξουσιαστικής βίας και του αυταρχισμού, ένα από τα βασικά εργαλεία, ένα από τα βασικά όπλα του πολέμου που από κοινού διεξάγουν ο “φασισμός” και ο “πολιτισμός” εναντίον της επαπειλούμενης “επανάστασης” είναι η διαστρέβλωση της πραγματικής εικόνας του πολέμου και των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Η διαστρέβλωση αυτή επιχειρείται μέσω της ιδεολογικής προώθησης και επιβολής μιας υποτιθέμενης συμμαχίας ανάμεσα στον “πολιτισμό” και την “επανάσταση” εναντίον του “φασισμού” που “μας απειλεί όλους”, θέτοντας σε κίνδυνο την δημοκρατική και πολιτισμένη συγκρότηση της κοινωνίας “μας”.
Η επιβολή της συμμαχίας αυτής επιχειρείται με διάφορους τρόπους και λαμβάνει διάφορες μορφές. Η πιο εμφανής από αυτές είναι ασφαλώς αυτή που λαμβάνει χώρα στο πεδίο της επίσημης/θεσμικής πολιτικής της κυβέρνησης και του κράτους, ιδιαίτερα μετά την αιφνίδια επίθεση τους κατά της Χρυσής Αυγής με τις γνωστές συλλήψεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι θεωρίες του “συνταγματικού τόξου” και “των δύο άκρων” έχουν εδώ τη μερίδα του λέοντος, καθιστώντας φανερό σε όποιον θέλει να το δει, και ειδικά η δεύτερη, πως ο πραγματικός εχθρός του κράτους είναι οι κοινωνικοί αγώνες, η “επανάσταση”, και πως ο πραγματικός στόχος της επιχειρούμενης ευθυγράμμισης της “επανάστασης” με τον “πολιτισμό” δεν είναι παρά η εξουδετέρωση και η υποταγή της “επανάστασης” στις διαθέσεις και τους σκοπούς του φασιστο-πολιτισμικού συμπλέγματος.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι με τους οποίους η “επανάσταση” εξωθείται σε μια συμμαχία με τον “πολιτισμό”, πέρα από τις θεωρίες του Σαμαρά και των ακροδεξιών υπουργών και συμβούλων του. Οι τρόποι αυτοί είναι πολύ πιο ύπουλοι και επικίνδυνοι, καθώς αναπαράγονται ως ιδέες και πρακτικές μέσα στις τάξεις της “επανάστασης”, δηλαδή της καταπιεζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο “αστικός πολιτισμός” δεν περιορίζεται ασφαλώς στις επίσημες ρητορείες της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά περιλαμβάνει κάποιες ιδεολογικές και αξιακές σταθερές, κάποιους συγκεκριμένους τρόπους αντίληψης των κοινωνικών σχέσεων και των ανθρώπων μέσα σ' αυτές. Οι τρόποι αυτοί εσωτερικεύονται “φυσιολογικά” από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες και τα υποκείμενα, λειτουργώντας ως “αυτονόητες μήτρες” νοηματοδότησης και δράσης επί των διάφορων κοινωνικοπολιτικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένου και του φασισμού στην προκειμένη περίπτωση.
Πέραν όμως από τις διάφορες μορφές κλιμάκωσης της εξουσιαστικής βίας και του αυταρχισμού, ένα από τα βασικά εργαλεία, ένα από τα βασικά όπλα του πολέμου που από κοινού διεξάγουν ο “φασισμός” και ο “πολιτισμός” εναντίον της επαπειλούμενης “επανάστασης” είναι η διαστρέβλωση της πραγματικής εικόνας του πολέμου και των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Η διαστρέβλωση αυτή επιχειρείται μέσω της ιδεολογικής προώθησης και επιβολής μιας υποτιθέμενης συμμαχίας ανάμεσα στον “πολιτισμό” και την “επανάσταση” εναντίον του “φασισμού” που “μας απειλεί όλους”, θέτοντας σε κίνδυνο την δημοκρατική και πολιτισμένη συγκρότηση της κοινωνίας “μας”.
Η επιβολή της συμμαχίας αυτής επιχειρείται με διάφορους τρόπους και λαμβάνει διάφορες μορφές. Η πιο εμφανής από αυτές είναι ασφαλώς αυτή που λαμβάνει χώρα στο πεδίο της επίσημης/θεσμικής πολιτικής της κυβέρνησης και του κράτους, ιδιαίτερα μετά την αιφνίδια επίθεση τους κατά της Χρυσής Αυγής με τις γνωστές συλλήψεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι θεωρίες του “συνταγματικού τόξου” και “των δύο άκρων” έχουν εδώ τη μερίδα του λέοντος, καθιστώντας φανερό σε όποιον θέλει να το δει, και ειδικά η δεύτερη, πως ο πραγματικός εχθρός του κράτους είναι οι κοινωνικοί αγώνες, η “επανάσταση”, και πως ο πραγματικός στόχος της επιχειρούμενης ευθυγράμμισης της “επανάστασης” με τον “πολιτισμό” δεν είναι παρά η εξουδετέρωση και η υποταγή της “επανάστασης” στις διαθέσεις και τους σκοπούς του φασιστο-πολιτισμικού συμπλέγματος.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι με τους οποίους η “επανάσταση” εξωθείται σε μια συμμαχία με τον “πολιτισμό”, πέρα από τις θεωρίες του Σαμαρά και των ακροδεξιών υπουργών και συμβούλων του. Οι τρόποι αυτοί είναι πολύ πιο ύπουλοι και επικίνδυνοι, καθώς αναπαράγονται ως ιδέες και πρακτικές μέσα στις τάξεις της “επανάστασης”, δηλαδή της καταπιεζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο “αστικός πολιτισμός” δεν περιορίζεται ασφαλώς στις επίσημες ρητορείες της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά περιλαμβάνει κάποιες ιδεολογικές και αξιακές σταθερές, κάποιους συγκεκριμένους τρόπους αντίληψης των κοινωνικών σχέσεων και των ανθρώπων μέσα σ' αυτές. Οι τρόποι αυτοί εσωτερικεύονται “φυσιολογικά” από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες και τα υποκείμενα, λειτουργώντας ως “αυτονόητες μήτρες” νοηματοδότησης και δράσης επί των διάφορων κοινωνικοπολιτικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένου και του φασισμού στην προκειμένη περίπτωση.
Όσο κι αν κάτι τέτοιο
ακούγεται δύσκολο και περίεργο για ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο όπως είναι
ο φασισμός, ο πρώτος και βασικός άλλος τρόπος δεν είναι παρά η απο-πολιτικοποίηση του φαινομένου. Οι υπόλοιποι τρόποι δεν
συνιστούν ουσιαστικά παρά παραλλαγές/εξειδικεύσεις του βασικού αυτού τρόπου. Απο-πολιτικοποίηση,
με δυο λόγια, σημαίνει την κοινωνική γενίκευση και ατομική επικέντρωση του
φαινομένου, ταυτόχρονα ή/και εναλλάξ: Σύμφωνα με την κυρίαρχη πολιτισμική
αφήγηση, για την άνοδο του φασισμού ευθυνόμαστε συνολικά ως κοινωνία και ο
καθένας από μας ξεχωριστά. Δεν ευθύνονται κάποιες συγκεκριμένες, τυπικά ή άτυπα
οργανωμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες διαμέσου του φασισμού εξυπηρετούν τις πολιτικές τους σκοπιμότητες εναντίον
κάποιων άλλων κοινωνικών ομάδων. Μέσω
της λογικής αυτής καταλήγουμε όλοι να ψάχνουμε εναγωνίως και
ψυχαναγκαστικά το φασίστα που κρύβουμε μέσα μας....Πρόκειται ουσιαστικά για το
ίδιο μοντέλο σκέψης που η κυρίαρχη ιδεολογία του αστικού πολιτισμού
επιστρατεύει, με αναμφισβήτητη επιτυχία εδώ καιρό, και απέναντι στο ζήτημα του
δημοσιονομικού χρέους της χώρας και των “αναγκαίων” μέτρων για την υπέρβασή
του: Είμαστε γενικώς μια διεφθαρμένη κοινωνία που αποτελείται από γενικώς
διεφθαρμένα άτομα, όπως επίσης και μια φασίζουσα γενικώς κοινωνία που
αποτελείται γενικώς από φανερούς, κρυφούς ή εκκολαπτόμενους φασίστες...Είναι
πραγματικά εκπληκτικός μέσα στην απύθμενη αισχρότητά του ο τρόπος με τον οποίο
ο κυρίαρχος αστικός πολιτισμός αδειάζει πάνω μας τον κουβά με τα σκατά
του....Και ο χορός της ενοχής, μιας ενοχής χριστιανικής και βαθιά εγγεγραμμένης
μέσα στο DNA του αστικού πολιτισμού, καλά κρατεί....
Τώρα,
οι παραλλαγές/εξειδικεύσεις της απο-πολιτικοποίησης μπορούν να συνοψιστούν στο
τετράπτυχο “ηθικοποίηση, πολιτισμοποίηση, ψυχολογιοποίηση, ποινικοποίηση”.
Πρόκειται για συγγενικές και εξαιρετικά φιλικές μεταξύ τους διαδικασίες που
υλοποιούν από κοινού την στρατηγική της κοινωνικής γενίκευσης/ατομικής
επικέντρωσης του φασισμού, εστιάζοντας η καθεμιά τους σε μια θεμελιώδη
ιδεολογική μορφή, μια “ζωτική φαντασίωση” της αστικής κοινωνίας: την ηθική, τον
πολιτισμό, το (ψυχολογικό) άτομο, και το δίκαιο. Γι ' αυτό και πολύ συχνά θα
τις βρούμε εντός ενός πλαισίου λόγου να συνυπάρχουν, να συγχωνεύονται ή να
υποκαθίστανται αμοιβαία ως περίπου συνώνυμες.
Στην
“ηθικοποίηση” ο φασισμός εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας ηθικής κατάπτωσης της
κοινωνίας, των ατόμων και των ίδιων των φασιστών. Εδώ τα όρια και οι διαφορές
ανάμεσα στην κοινωνία, τα άτομα γενικώς
και τους φασίστες θολώνουν επικίνδυνα κάτω από το βάρος της συντριπτικής ηθικής
καταδίκης, και η ενοχή παίζει μπάλα στο κατεξοχήν δικό της και πάντοτε οιονεί
μεταφυσικό γήπεδο. Εδώ η αφηρημένη ανθρωπιστική ηθική, αφηρημένη όχι από μόνη
της αλλά επειδή η ίδια η αστική κοινωνία
που την επικαλείται υπονομεύει συστηματικά και στη βάση της κάθε
προϋπόθεση πραγμάτωσής της, φανερώνεται ακριβώς ως όπλο της
φασιστο-πολιτισμικής βαρβαρότητας εναντίον της μοναδικής προοπτικής που μπορεί
να καταστήσει συγκεκριμένη την ηθική αυτή, δηλαδή της επανάστασης.
Στην
“πολιτισμοποίηση” είναι ο ίδιος ο αστικός πολιτισμός αυτοπροσώπως που έρχεται
ως κυρίαρχο φαντασιακό σημαίνον να ονομάσει τα πράγματα και να χαράξει τα όρια.
Η πραγματικότητα αντιστρέφεται, ο φασισμός εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας
πολιτισμικής οπισθοδρόμησης σε μια κάποια “προ-πολιτισμένη”, προ-νεωτερική
κατάσταση και όχι ως το προϊόν αυτής ακριβώς της νεωτερικότητας, και ο αστικός
πολιτισμός αυτοπροβάλλεται ως το μοναδικό εχέγγυο, η μοναδική πολιτισμική δομή
που μπορεί να συγκρατήσει και να εξουδετερώσει τις “αυθορμήτως υποβόσκουσες”
φασιστικές τάσεις των ανθρώπων, μέσα φυσικά από τις θετικά νοηματοδοτημένες και
“διαφωτιστικές” του πλευρές: παιδεία, τέχνη, επιστήμη κτλ κτλ...Το γεγονός ότι
κατά τον τελευταίο τουλάχιστον αιώνα οι πλευρές αυτές έχουν γνωρίσει μια
αλματώδη ανάπτυξη και μαζική διάδοση, δίχως αυτό να έχει οδηγήσει την αστική
κοινωνία σε κάποια γενική “πολιτισμική πρόοδο” με την ανθρωπιστική έννοια της
λέξης, δεν φαίνεται να προβληματίζει τις εν λόγω στάσεις και απόψεις...
Όσον
αφορά τέλος την ψυχολογιοποίηση και την ποινικοποίηση, συμβάλλουν κι αυτές στην
απο-πολιτικοποίηση του φασιστικού φαινομένου παράγοντας διευθετήσεις στο ευρύ
κοινωνικό πεδίο, το κάνουν όμως επικεντρώνοντας κυρίως στους ίδιους τους
φασίστες. Αυτό είναι λογικό, καθώς τόσο η ψυχολογία όσο και το δίκαιο συνιστούν
ιδεολογικές μορφές αστικής κανονικοποίησης οι οποίες, σε πρώτο τουλάχιστον
επίπεδο, εστιάζουν στον προσδιορισμό και την διαχείριση της “παρέκκλισης”.
Έτσι, στην ψυχολογιοποίηση οι φασίστες σκιαγραφούνται είτε ως κάποια “ψυχικώς
διαταραγμένα άτομα”, “ψυχαθενείς”, “ψυχοπαθείς” και “ψυχανώμαλοι”, είτε ως
“καθυστερημένα” άτομα μειωμένης νοητικής επάρκειας, σε μια πιο
διανοητική/γνωσιακή παραλλαγή της ψυχικής παρέκκλισης. Στην ποινικοποίηση, από
την άλλη, εμφανίζονται ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, σε μια μεστή
νοήματος αντεστραμμένη επανάληψη της αντιμετώπισης που η κυρίαρχη ιδεολογία
επιφυλάσσει στους ένοπλους αντάρτες τύπου 17Ν.
Υπάρχουν
σίγουρα πολλά που μπορούν να ειπωθούν, και ακόμη περισσότερα που μπορούν και
πρέπει να διερευνηθούν σε σχέση με τις παραπάνω διαδικασίες που εδώ αναφέρονται
μονάχα ακροθιγώς. Θα αρκεστώ μόνο σε δύο σύντομες και καίριες πιστεύω
επισημάνσεις, γιατί θέλω γρήγορα να περάσω στον τελευταίο και άκρως σημαντικό
κατά τη γνώμη μου τρόπο συγκρότησης μιας ψευδούς συμμαχίας ανάμεσα στις
δυνάμεις του “πολιτισμού” και τις δυνάμεις της “επανάστασης”.
Η
πρώτη επισήμανση αφορά το άμεσα και εύκολα παρατηρήσιμο γεγονός ότι, μέσω των
προαναφερόμενων διαδικασιών, ο αντιφασιστικός λόγος στην κριτική που ασκεί στο
φασισμό φαίνεται συχνά να ρέπει προς την χρησιμοποίηση των ίδιων, ξεκάθαρα ή οιονεί
ρατσιστικών στερεοτύπων που προάγει ο αστικός πολιτισμός προκειμένου να
στοχοποιεί τους εχθρούς του και να εδραιώνει την κυριαρχία της κανονικότητάς
του. Χαρακτηρισμοί όπως “ζώα”, “απολίτιστοι”, “βλάκες”, “παράφρονες”, “μογγόλοι”
κλπ για τους φασίστες, δίνουν και παίρνουν...Σίγουρα αυτό έχει σε μεγάλο βαθμό
να κάνει με την παράδοξη λειτουργία του λόγου στον αντεστραμμένο κόσμο της
καπιταλιστικής αλλοτρίωσης, και πιο συγκεκριμένα με την παράδοξη λειτουργία του
εξουσιαστικού λόγου. Η λειτουργία αυτή θα μπορούσε να οριστεί ως κυκλική
αναφορικότητα ή αυτοναφορικότητα του εξουσιαστικού λόγου, πράγμα που
σημαίνει πως όταν ο εξουσιαστικός λόγος παράγει και στοχοποιεί με
συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς τους
αντιπάλους του, την ίδια στιγμή παράγει και τον εαυτό του ως τον
μοναδικό “πραγματικό” αποδέκτη των χαρακτηρισμών αυτών. Για παράδειγμα, όταν η
κυρίαρχη τάξη μιλάει για “τεμπέληδες”, “παράσιτα”, και “μη παραγωγικούς” εργαζόμενους, είναι
προφανές ότι, στη βάση της ίδιας της καπιταλιστικής ιδεολογίας του
παραγωγισμού, οι μόνοι στους οποίους μπορεί “πραγματικά” να αρμόζουν οι
χαρακτηρισμοί αυτοί δεν είναι άλλοι από την ίδια την κυρίαρχη τάξη και τους
εκπροσώπους της. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι φασίστες, ακριβώς με το να είναι
φασίστες, παράγουν δια του λόγου και της
πρακτικής τους μια ορισμένη “θέση” στο κοινωνικό πεδίο, την θέση της
εξοβελιστέας και κατώτερης πολιτισμικής και νοητικής υποστάθμης, στην οποία
θέση δεν ανήκουν “πραγματικά”, κατόπιν δηλαδή της φασιστικής επιτέλεσης, παρά
μόνον οι ίδιοι. Από την άλλη μεριά όμως, αυτός ο τόσο διαδεδομένος “αντίστροφος
ρατσισμός” του αντιφασιστικού λόγου μαρτυρά οπωσδήποτε και μια αδυναμία
απεγκλωβισμού από τις κυρίαρχες κατηγορίες της αστικής σκέψης, κι αυτό είναι
κάτι που θα πρέπει ασφαλώς να μας προβληματίσει...
Η
δεύτερη επισήμανση είναι πως η απο-πολιτικοποίηση που παράγουν οι παραπάνω
διαδικασίες δεν σημαίνει πως οι καπιταλιστικές κοινωνίες ως καπιταλιστικές
κοινωνίες δεν μαστίζονται από έλλειψη ήθους, πολιτισμού και δικαίου, ιδωμένων
από ανθρωπιστική σκοπιά, καθώς και από την “ηλιθιότητα” και την “ψυχασθένεια”
ως κοινωνικά επιβαλλόμενων υπαρξιακών συνθηκών. Όχι μονάχα μαστίζονται, αλλά
όλα αυτά συνιστούν δομικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνιών,
κοινωνιών δηλαδή στις οποίες το χυδαίο υλικό συμφέρον μιας κυρίαρχης μειοψηφίας
καθορίζει, διαμορφώνει και ονομάζει το γίγνεσθαι σε όλες τις σφαίρες και τα
πεδία της κοινωνικής ζωής. Εδώ ακριβώς εδράζεται η δυνατότητα του αστικού
πολιτισμού να κινητοποιεί τις παραπάνω διαδικασίες, αλλά και ο αναίσχυντος
χαρακτήρας αυτής της κινητοποίησης. H κατάσταση αυτή σαφώς και περιπλέκει τα
καθήκοντα του αντιφασιστικού λόγου, καθώς το ζήτημα δεν είναι απλά να αρνηθούμε
το “ηθικό”, το “πολιτισμικό” ή το
“ψυχολογικό” και να βάλουμε στη θέση του το “πολιτικό”, αλλά να καταφέρουμε να
προσεγγίσουμε όλες αυτές τις διαστάσεις διαμέσου του “πολιτικού” - κάτι
που δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο όσο ίσως φαίνεται...
Η
τελευταία αυτή επισήμανση που αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο αντιφασιστικός
λόγος πολιτικοποιεί τον φασισμό, μπορεί να μας οδηγήσει κάπως πιο ομαλά σε αυτό
που λίγο πριν ονόμασα “τελευταίο και άκρως σημαντικό τρόπο συγκρότησης μιας
ψευδούς συμμαχίας ανάμεσα στις δυνάμεις του πολιτισμού και τις δυνάμεις της
επανάστασης”. Μέχρι τώρα έγινε λόγος για τις διαδικασίες απο-πολιτικοποίησης
του φασιστικού φαινομένου ως τις ύπουλες κι επικίνδυνες διαδικασίες συγκρότησης
της συμμαχίας αυτής, όμως ο πιο ύπουλος και επικίνδυνος τρόπος δεν είναι
άλλος από την ίδια την πολιτικοποίηση του φαινομένου, από αυτό δηλαδή που
οι ριζοσπαστικοί πολιτικοί κύκλοι κατανοούν και προωθούν ως πολιτική
συνειδητοποίηση και διαφώτιση σχετικά με τους κοινωνικούς/καπιταλιστικούς
παράγοντες που παράγουν, ενισχύουν και προωθούν το φασιστικό φαινόμενο. Τι θέλω
να πω; Θέλω να πω πως ο τελικός και κρίσιμος ετεροκαθορισμός των δυνάμεων
της επανάστασης από τις δυνάμεις του αστικού πολιτισμού συντελείται όταν οι
δυνάμεις της επανάστασης αποδίδουν συλλήβδην στον καπιταλισμό την ευθύνη για
την ανάδυση του φασισμού.
“Μα
καλά, ο καπιταλισμός δεν γεννάει το φασισμό, θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε;”,
ακούω ήδη τις πρώτες ενοχλημένες ενστάσεις. Ε λοιπόν όχι, είναι η φαινομενικά
παράδοξη και προκλητική απάντηση. Όχι, εάν πιστεύουμε στα σοβαρά πως οι
δυνάμεις της επανάστασης μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα και να θέσουν τη δική
τους “ατζέντα” στις εξελίξεις, και δεν περιορίζονται σε δυνάμεις καταγγελίας
και διαμαρτυρίας. Όπως όλα τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα στις σύγχρονες
κοινωνίες, έτσι και τον φασισμό δεν τον γεννάει ο καπιταλισμός αλλά η ταξική
πάλη. Ο φασισμός ειδικότερα, και
μάλιστα στην πιο τυπική του μορφή ως “κίνημα από τα κάτω”, φυτρώνει πάντοτε στα
ερείπια μιας χαμένης επανάστασης – αυτό μαρτυρά ατράνταχτα η ιστορική εμπειρία.
Η χαμένη επανάσταση, λοιπόν, και όχι ο καπιταλισμός είναι ο πρώτος και
κύριος λόγος για την ανάδειξη του φασιστικού φαινομένου.
Μπορούμε
μάλιστα να ισχυριστούμε, βασιζόμενοι στα ιστορικά στοιχεία, πως εδώ λειτουργεί
κάτι σαν “γενική εξίσωση” της ταξικής πάλης, σύμφωνα με την οποία όσο
μεγαλύτερη είναι η επαναστατική ευκαιρία που σπαταλιέται και χάνεται, τόσο πιο
μεγάλο και ισχυρό είναι το φασιστικό ρεύμα που ακολουθεί. Στη Γερμανία του
μεσοπολέμου, μέσα από αλλεπάλληλα επαναστατικά κύματα διακυβεύτηκε η ίδια η
ύπαρξη του καπιταλισμού, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά παγκόσμια. Η φασιστική
απάντηση που ακολούθησε είναι γνωστή σε όλους, και υπήρξε εξίσου οριακή,
ιστορικά καθοριστική και παγκόσμια. Στην Ελλάδα του Μνημονίου η χαμένη
επαναστατική ευκαιρία δεν ήταν αυτού του μεγέθους, γι' αυτό και έλαβε ως
σύμμετρη απάντηση έναν αναπτυσσόμενο φασισμό της τάξης του 7%. Όπως και να
έχει, ο φασισμός αυτός είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της ήττας του
αντιμνημονιακού αγώνα που διεξήχθη στην Ελλάδα την περίοδο 2010/2012.
Προφανώς
μια τέτοια παραδοχή είναι αρκετά άβολη καθώς μας θέτει όλους προ των ευθυνών
μας, και δεν αναφέρομαι μόνο ή κυρίως στην “πολιτική πρωτοπορία” παντός είδους.
Αναφέρομαι στο σύνολο των “δυνάμεων της επανάστασης”, που είναι άλλωστε και οι
μόνες για τις οποίες η λέξη “επανάσταση” μπορεί να έχει κάποιο πραγματικό
νόημα. Είναι πάντοτε πιο εύκολο να καταλογίζεις τα πάντα στην ισχύ, τις
ενέργειες και τα συμφέροντα του κοινωνικοπολιτικού σου αντιπάλου. Είναι όμως
μια παραδοχή απαραίτητη και επείγουσα ούτως ώστε να έχουμε συνείδηση των
συνεπειών των πράξεων και των παραλείψεών μας, καθώς το “παιχνίδι”, μακριά από
το να έχει τελειώσει, μόλις τώρα αρχίζει και “ζεσταίνεται”...και θα υπάρξουν κι
άλλες επαναστατικές ευκαιρίες, μεγαλύτερες...
Τώρα,
η “γενική εξίσωση” της ταξικής πάλης που ανέφερα προηγουμένως, μας δείχνει πως
ανάμεσα στο φασισμό και την επανάσταση λειτουργεί μια αντιστρόφως ανάλογη
σχέση: Σε καταστάσεις κρίσης και κοινωνικής πόλωσης, ό,τι κερδίζει ο ένας,
το χάνει ο άλλος. Η σχέση αυτή με τη σειρά της μας υποδεικνύει δύο πράγματα
συγχρόνως: Πρώτον πως πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετες κοινωνικοπολιτικές
προοπτικές, πράγμα που ήδη γνωρίζουμε, και δεύτερον πως υπάρχει κάποια δίοδος
επικοινωνίας, κάποιου είδους συνεχές ανάμεσά τους...Μόνο που για να
βρούμε που “κυλάει” το συνεχές αυτό, θα πρέπει να αφήσουμε προσωρινά το έδαφος
της πολιτικής οικονομίας, και να καταδυθούμε στα βάθη της ψυχικής οικονομίας
της ταξικής πάλης.
Αποτελεί
γενική και πάγια θέση μου ότι η ψυχική οικονομία της ταξικής πάλης θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη και να μελετάται εξίσου, παράλληλα και σε συνάρτηση με την
πολιτική της οικονομία. Είναι μια επείγουσα αναγκαιότητα, ειδικά στις συνθήκες
του ύστερου καπιταλισμού, της οποίας η ριζοσπαστική πολιτική σκέψη του καιρού
μας επιεικώς υπολείπεται. Όπως την κατανοώ εγώ, η ψυχική οικονομία της ταξικής
πάλης έχει ως βασικό πεδίο αναφοράς της ένα κινούμενο σύνολο, μια διαρκώς
μεταβαλλόμενη “δεξαμενή” ψυχικών τάσεων και προδιαθέσεων η οποία είναι καταρχήν συλλογική και κοινή για όλους
τους καταπιεσμένους. Όταν λέω “καταρχήν”, εννοώ προτού οι προδιαθέσεις
αυτές αρθρωθούν και εκφραστούν σε συγκεκριμένες εξατομικευμένες στάσεις και
συμπεριφορές και σε συγκεκριμένες πολιτικές ταυτίσεις και επιλογές, στο
“μικροπολιτικό” και στο “μακροπολιτικό” επίπεδο. Η κοινή αυτή ψυχική δεξαμενή
παράγεται ασφαλώς κοινωνικοπολιτικά, από το ίδιο το κεφάλαιο, μέσω της κοινής
υπαγωγής σύσσωμης της καταπιεζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας στην εξουσία του, η
οποία στο πρωταρχικό ψυχικό επίπεδο (για να δούμε, πόσο θα καταφέρω ακόμα να
μην χρησιμοποιήσω τη λέξη “ασυνείδητο”;) λειτουργεί ως πολύ πιο ισχυρός
προσδιοριστικός παράγοντας σε σχέση με τις ατομικές και ομαδικές
διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις που παράγονται στο πεδίο του “κοινωνικού συνειδητού”
(ουπς, παρά τρίχα, δεν τη γλυτώνω...). Ενώ όμως η ψυχική αυτή οικονομία
παράγεται από το κεφάλαιο κυριολεκτικά ως το “ασυνείδητο” της
πολιτικής οικονομίας (νάτο, δεν τα κατάφερα...), την ίδια στιγμή η
ύπαρξη αυτού του συλλογικού πρωτογενούς και μεταβαλλόμενου ψυχικού συνόλου
συνιστά το πρώτιστο και ύστατο εχέγγυο της επαναστατικής δυνατότητας στις
συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού, κι αυτό είναι κάτι που καλά θα
κάνουμε να μην λησμονούμε...
Όσον
αφορά το θέμα μας τώρα, το συνεχές ανάμεσα στο φασισμό και την επανάσταση που
επιτρέπει την ύπαρξη της αντιθετικής επικοινωνίας μεταξύ τους μέσα στη
ροή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα του Μνημονίου, δεν είναι άλλο από το ψυχικό
δυναμικό της οργής που έχει παράγει και καταστείλει ταυτόχρονα στο σύνολο
της καταπιεζόμενης πλειοψηφίας το διαρκές κι επαυξανόμενο σοκ της μνημονιακής
επίθεσης του κεφαλαίου. Η πρωτογενής και συλλογική αυτή οργή αποτελεί το ψυχικό
δυναμικό στο οποίο ερίζουν και από το οποίο αντλούν τόσο ο φασισμός όσο και η
επανάσταση, προκειμένου να την μορφοποιήσουν και να την αρθρώσουν στα
αντιμαχόμενα πολιτικά τους σχέδια.
Η
ανάδειξη της ψυχικής οικονομίας της ταξικής πάλης στην προκειμένη περίπτωση
σημαίνει κατά πρώτο λόγο την αναγνώριση και την αποδοχή αυτού του συλλογικού
ψυχικού δυναμικού της οργής ως ενός πραγματικού και καθοριστικού δεδομένου, ως
μιας υπαρκτής συλλογικής ψυχικής συνθήκης που δεν μπορεί παρά να παράγει
πολιτικά αποτελέσματα μέσα στη ροή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Με απλά λόγια,
όταν μια κοινωνία χτυπιέται τόσο βάναυσα όσο η ελληνική τα τελευταία χρόνια, κάποιος
σίγουρα θα την “πληρώσει”, είτε αυτοί που φταίνε (επανάσταση) είτε αυτοί που
δεν φταίνε, τα πιο αθώα και αδύναμα θύματα της επίθεσης (φασισμός). Άλλη εκδοχή
σε μια τόσο επιθετικά ταξική και αδυσώπητα ιεραρχημένη κοινωνία όπως ο
σύγχρονος καπιταλισμός, δεν υπάρχει. Λόγοι περί “ήθους”, “πολιτισμού”,
“διαλόγου” και “συναίνεσης” ανήκουν σε
μια άλλη σφαίρα συζήτησης, πάντως όχι στη σφαίρα του καπιταλισμού, και δη του
σύγχρονου, και δη στην Ελλάδα...Γι’ αυτό και βρίσκουν, και θα βρίσκουν, όλο και
λιγότερη ανταπόκριση στην ψυχική κατάσταση των καταπιεσμένων, καθώς η απώθηση,
ακόμα κι όταν ενορχηστρώνεται κοινωνικά με πάμπολλους φανερούς και λιγότερο
φανερούς τρόπους, έχει κι αυτή τα όριά της - κάτι που οι φασίστες φαίνεται να
αντιλαμβάνονται περισσότερο από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Σημαίνει
όμως επίσης, για να γυρίσουμε στο φίλο μας το Jorn και στο τριλεκτικό μας
σχήμα, πως το πεδίο της ψυχικής οικονομίας, το πεδίο της συλλογικής οργής, μας
επιτρέπει να φανταστούμε τη δυνατότητα και να ρισκάρουμε την διατύπωση μιας όχι
“συμμαχίας”, αφού αυτή η λέξη είναι αμετάκλητα διάστικτη από πολιτικές
συνδηλώσεις, αλλά μιας σύμπλευσης ανάμεσα στο “φασισμό” και την “επανάσταση” εναντίον του “πολιτισμού”. Ακόμη και ως “σύμπλευση” βεβαίως, μια λέξη
πολύ πιο ταιριαστή στο υλικό και στις δυναμικές της ψυχικής οικονομίας, η με
οποιονδήποτε τρόπο θετική συσχέτιση της
“επανάστασης” με το “φασισμό” δεν μπορεί να πάψει να ακούγεται παράταιρη, καθώς
στο πεδίο του “κοινωνικού συνειδητού” στο οποίο εγώ γράφω κι εσείς διαβάζετε
αυτές τις γραμμές, οι λέξεις αυτές δεν είναι απλά διάστικτες όπως η “συμμαχία”,
αλλά θεμελιωμένες πάνω σε μιας ορισμένης και αντίθετης κατεύθυνσης
πολιτική σημασία. Παραταύτα είναι η ίδια η τριλεκτική λογική που μας ωθεί προς μια τέτοια λύση, εάν αναζητούμε
μια νικηφόρα για την “επανάσταση” διαμόρφωση του τριλεκτικού μας σχήματος,
καθώς η συμμαχία της “επανάστασης” με τον “πολιτισμό” δεν είναι παρά ένα ψέμα
που οδηγεί στην ήττα, ενώ και η αντιπαράθεση με την συμμαχία “φασισμού” και
“πολιτισμού” δεν είναι παρά...η πραγματικότητα που ήδη βιώνουμε, και οδηγεί
αντιστρόφως και πάλι στην ήττα.
Σκεφτόμενοι
σ' αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα ότι η “θεωρία των δύο
άκρων”, πίσω και πέρα από φτηνή και χυδαία επικοινωνιακή προπαγάνδα που
οπωσδήποτε είναι, αποτυπώνει και μια “σοφή” διαίσθηση και γνώση της αστικής
εξουσίας σχετικά με την ύπαρξη του συλλογικού ψυχικού “κυκλώματος” της οργής,
καθώς και την προσπάθειά της να ελέγξει και να κατευθύνει τις ροές της οργής
εντός του “κυκλώματος” αυτού σε άμεσα επωφελή, ή ακίνδυνα οπότε και πάλι
επωφελή για την ίδια κανάλια.
Ποιο
θα μπορούσε όμως να είναι το νόημα αυτής της σύμπλευσης με το φασισμό στο πεδίο
της ψυχικής οικονομίας της οργής από την άποψη της νίκης των δυνάμεων της
επανάστασης; Με δυο λόγια, η σύμπλευση αυτή σημαίνει οι δυνάμεις της
επανάστασης να αναλάβουν οι ίδιες το ψυχικό δυναμικό της συλλογικής οργής που
εκφράζεται μέσα στην εξάπλωση και ενίσχυση της φασιστικής βίας, αντί να κουνάνε
το δάχτυλο και να κρύβονται πίσω από τα χρέπια ενός “πολιτισμού” που φανερά
αυτοκαταργείται πάνω στο κεφάλι μας. Κατανοημένο σωστά, αυτό δεν σημαίνει κάτι
άλλο ή περισσότερο από το να αναλάβουν οι δυνάμεις της επανάστασης το είδος και
το μέγεθος της βίας που αντιστοιχεί πρώτον στην ίδια την πρωτογενή ψυχική τους
κατάσταση, και δεύτερον στο είδος και στο μέγεθος των πολιτικών τους στόχων.
Αυτή
η βία, η επαναστατική βία του 21ου αιώνα, δεν μπορεί παρά να στέκεται στον
ακριβή αντίποδα της φασιστικής βίας. Δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνική βία
που να αξίζει το επίθετό της. Ακόμη περισσότερο, σε συνθήκες δολοφονικού
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, αυτή η βία δεν μπορεί να είναι μια “ελληνική”
βία αλλά μια οικουμενική βία. Μια βία “ολιστική”, “θεϊκή” που λέει κι ο
Benjamin, μια καθαρτική, λυτρωτική βία που, σε διαμετρική αντίθεση με την
φασιστική βία που συνιστά την πλέον ακραία έκφραση και (άρα) την πεμπτουσία της
επιβολής του Νόμου, δεν παράγει ούτε συντηρεί το δίκαιο αλλά το καταστρέφει και
απελευθερώνει την Ύπαρξη. Κι όλα αυτά, εδώ, στην εποχή μας, κάτω από το φως των
αστεριών...ωραιότατε Κύριέ μου, θα μου χαρίσετε τον τελευταίο χορό;