Suzan Bordo
Σώματα και φαντασιώσεις
Όταν η Alicia Silverstone, η λεπτοκαμωμένη δεκαεννιάχρονη πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το κορίτσι του Μπέβερλι Χιλς» εμφανίστηκε στην απονομή των βραβείων Όσκαρ ελάχιστα πιο παχουλή απ’ ότι ήταν στην ταινία, οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες την χλεύασαν, χρησιμοποιώντας περιπαιχτικούς χαρακτηρισμούς και κάνοντας σκληρά σχόλια για τα παραπανίσια κιλά της.[1] Η ειδωλολατρική προσκόλλησή μας σε ένα αδύνατο και γυμνασμένο σώμα εξακολουθεί να επηρεάζει την αντίληψή μας για το όμορφο και το φυσιολογικό. Από τότε που άρχισα να μελετώ αυτή την εμμονή, εκείνη εξαπλώνεται ραγδαία, σαν μαζική υστερία. Το λίπος είναι ο διάβολος, και εμείς συνεχώς τον συντρίβουμε -με το να εξαφανίζουμε τα στομάχια, τους μηρούς και τις κοιλίτσες μας- βασανίζοντας τα σώματά μας, προσπαθώντας να τα μετατρέψουμε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από σάρκα. Στην τηλεόραση, διαφημιστικά σποτ που διαλαλούν θαυματουργά χάπια αδυνατίσματος και διάφορα βίντεο που υπόσχονται να μετατρέψουν τα μέλη του σώματος μας σε ατσάλι, έχουν γίνει σε τέτοιο βαθμό κοινότοπα, όσο και οι διαφημίσεις ασπιρίνης. Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει εξώφυλλο σκανδαλοθηρικής εφημερίδας που να μην καυχήθηκε για κάποιο δημοσιογραφικό λαβράκι σχετικό με τη δίαιτα κάποιας σταρ, για κάποια «απίστευτη» ιστορία επιτυχημένου αδυνατίσματος ή τραγικής υποτροπής. (Όταν δεν μπορούν να εντοπίσουν μία σύγχρονη ιστορία, ξεθάβουν κάποια παλιότερη. Η αμερικάνικη σκανδαλοθηρική εφημερίδα National Inquirer είχε δημοσιεύσει την ιστορία της Joan Lunden, αμερικανίδας δημοσιογράφου, η οποία δεκαπέντε χρόνια πριν τη δημοσίευση του άρθρου, είχε καταφέρει να χάσει 7 κιλά!). Τα παιδιά σε αυτή την κουλτούρα μεγαλώνουν γνωρίζοντας πως πότε δεν μπορείς να καταφέρεις να είσαι αρκετά αδύνατος/η , και πως το να είσαι χοντρός/η είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να σου συμβεί. Σε μια έρευνα, ζητήθηκε από δεκάχρονα και εντεκάχρονα αγόρια και κορίτσια να βαθμολογήσουν σκίτσα παιδιών που χαρακτηρίζονταν από διαφόρων ειδών σωματικά μειονεκτήματα. Τα σκίτσα των χοντρών παιδιών προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αποδοκιμασία και δυσφορία, συγκριτικά τόσο με τις εικόνες παιδιών που είχαν παραμορφωμένα πρόσωπα, καθώς και με τις εικόνες παιδιών χωρίς χέρια.
Οι ψυχολόγοι
πιστεύουν ευρέως πως τα κορίτσια με διατροφικές διαταραχές πάσχουν από τη
«διαταραχή της εικόνας του σώματος» (“body image disturbance syndrome”): δεν
μπορούν να δουν τον εαυτό τους ως οτιδήποτε άλλο πέρα από χοντρό, άσχετα με το
πόσο βάρος έχουν χάσει. Αν αυτό αποτελεί διαταραχή, τότε πρόκειται σίγουρα για
μια διαταραχή που έχει καθιερωθεί ως νόρμα πολιτισμικής αντίληψης. Οι ιδέες μας
σχετικά με το πώς είναι ένα σώμα που χρειάζεται δίαιτα καλλιεργούνται ολοένα
και με περισσότερο παθολογικό τρόπο, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι
κάτι τέτοιο είναι υπερβολικό. Το συγκεκριμένο ιδεώδες περί όμορφου σώματος έχει
προκύψει κατά κύριο λόγο από διάφορους σχεδιαστές μόδας και μοντέλα. (Διάφορες
σταρ της τηλεόρασης που συνήθιζαν να εκπροσωπούν ένα περισσότερο αισθησιακό
ιδανικό, τώρα αντιγράφουν τα μοντέλα). Μας έχουν διδάξει να «θαυμάζουμε τη
λεκάνη μιας γυναίκας, με τα οστά της να πετάγονται…και με το οστό της κλείδας
της να προεξέχει σε ρόλο κρεμάστρας ρούχων». Μια δικαιολογία που επικαλούταν η
παλιά βιομηχανία μόδας για την ισχνότητα των μοντέλων ήταν πως τα ρούχα απλά
«δεν στρώνουν καλά» στους πιο ογκώδεις σωματότυπους). Η βιομηχανία της μόδας
μας έχει διδάξει να θεωρούμε ένα απόλυτα υγιές και μη υπέρβαρο σώμα ως ένα απεχθές
«πριν». (Πριν τη CitraLean [2] δεν μας εκπλήσσει που φορούσαν τέτοιου είδους μαγιό). Στην
πραγματικότητα, όσοι απασχολούνται στον τομέα της μόδας, παραδέχονται πως τα
μοντέλα έχουν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο αδύνατα από το 1993 και μετά,
όταν πρώτη η Kate Moss
επανέφερε στη μόδα το κοκαλιάρικο στυλ. Οι Trish Goff και Annie Morton,
μοντέλα από τη Βρετανία, κάνουν την Moss να φαίνεται καλοθρεμμένη συγκριτικά με αυτές, ενώ οι
πρόσφατες διαφημιστικές καμπάνιες του οίκου μόδας Jil Sander, ξεπερνούν κατά πολύ
το πρότυπο του σώματος-κρεμάστρα και καταλήγουν σε μία κατάφωρη ωραιοποίηση ενός
αρρωστιάρικου και πεινασμένου σώματος. Επίσης, εμφανίζονται ολοένα και
περισσότερες διαφημίσεις που απεικονίζουν άντρες που μοιάζουν κι εκείνοι σαν ανορεξικοί.
Η σημαντικότερη
πρόκληση απέναντι σε τέτοιου είδους εικόνες είναι μία μυώδης αισθητική που μοιάζει περισσότερο ζωντανή αλλά δεν
προκαλεί λιγότερη αυτοτιμωρία και καταναγκασμούς όσον αφορά τις απαιτήσεις που
θέτει στα κανονικά σώματα. Κατά τη διάρκεια των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του
1996 -οι οποίοι παρουσιάστηκαν με μία άνευ προηγουμένου έμφαση και υπερτονισμό της
χωρίς λιπαρά ομορφιάς του μυώδους σώματος– οι σχολιαστές εκθείαζαν την «υγεία»
αυτής της αισθητικής, σε αντίθεση με την αίγλη της ανορεξίας. Υπάρχουν, όμως, ολοένα
και περισσότερα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ανεξέλεγκτων διατροφικών
διαταραχών μεταξύ των αθλητριών. Και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτές
οι γυμνασμένες και μικροσκοπικές ακροβάτισσες των Ολυμπιακών Αγώνων -που
αποτελούν είδωλο για πολλά παιδιά προεφηβικής ηλικίας στις ΗΠΑ- έχουν
φυσιολογικό έμμηνο κύκλο. Το χαμηλό επίπεδο σωματικού τους λίπους, απλώς δε θα κατάφερνε
να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Κατά τη διάρκεια των Αγώνων άκουσα ένα σχολιαστή να
μιλάει με ενθουσιασμό για το πόσο υπέροχο ήταν το γεγονός ότι η ομάδα το 1996
αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες 18 και 19 ετών παρά από μικρά κορίτσια. Για
μένα, αυτό που είναι πολύ ανησυχητικό είναι το ότι αυτές οι δεκαεννιάχρονες
ακόμη μοιάζουν (και μιλούν) όπως τα μικρά κορίτσια! Καθώς τις παρακολουθούσα να
εκτελούν τα άλματα, ο θαυμασμός μου για τις απίστευτες ικανότητες και το πνεύμα
τους επισκιάστηκε από σκέψεις που είχαν να κάνουν με το τι γινόταν μέσα στα σώματά τους – τις ορμόνες που
δεν εκκρίνονται λόγω της έλλειψης σωματικού λίπους, την ανάπτυξη των οργάνων
που έχει καθυστερήσει ή ίσως και έχει σταματήσει.
Θα έπρεπε άραγε
να μας εκπλήσσει το ότι παρά την έμφαση
που δίνουν τα ΜΜΕ στους κινδύνους της εξαντλητικής δίαιτας και της συχνής
πρόκλησης εμετού, οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν ένα τόσο διαδεδομένο
φαινόμενο στον πολιτισμό μας; Το 1993, στο έργο μου Unbearable Weight υποστήριξα ότι οι παλιότερες κλινικές
γενικεύσεις που σκιαγραφούσαν διαφορετικά προφίλ ανάλογα με την τάξη, τη φυλή,
την οικογένεια, και τον «τύπο προσωπικότητας» για τις γυναίκες που είχαν τις
περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κάποια διατροφική διαταραχή, στην ουσία
καταρρίπτονται από τη κανονιστική ισχύ που έχουν οι εικόνες. Το επιχείρημά μου
αυτό προκάλεσε την αντίδραση κάποιων φεμινιστριών οι οποίες διαμαρτυρήθηκαν ότι
δεν είχα αναφερθεί επαρκώς στη φυλετική και εθνική «διαφοροποίηση» και πως
εκλάμβανα την εμπειρία των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης ως γενικό πρότυπο.
Έκτοτε, έχει αναγνωριστεί ευρέως από επαγγελματίες στο χώρο της υγείας ότι η
συχνότητα των διατροφικών συνηθειών και των προβλημάτων που σχετίζονται με την
εικόνα του σώματος έχουν υποτιμηθεί σε σημαντικό βαθμό όσον αφορά τις
Αφροαμερικανίδες, τις Ισπανοαμερικανίδες και τις ντόπιες Αμερικάνες, ενώ
αυξάνονται συνεχώς. Ακόμα και η διαφορά που υπήρχε μεταξύ των δύο φύλων
φαίνεται να στενεύει, καθώς όλο και περισσότεροι άντρες αναπτύσσουν διατροφικές
διαταραχές και εμφανίζουν κι εκείνοι καταναγκασμούς. (Στα μέσα της δεκαετίας
του ’80 οι άντρες στα μαθήματά μου συνήθιζαν να χασμουριούνται και να μιλούν
μεταξύ τους όταν συζητούσαμε σχετικά με την κοινωνική πίεση που υπήρχε για
συνεχώς λεπτότερα σώματα. Αντίθετα, το 1996 σχεδόν διαμαρτύρονταν αν οι
γυναίκες μιλούσαν σαν το πρόβλημα να αφορούσε αποκλειστικά εκείνες).
Η εξάπλωση των
διατροφικών διαταραχών, φυσικά, δεν σχετίζεται μόνο με τις εικόνες. Η εμφάνιση
τους είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο πολιτισμικό «σύμπτωμα», που αντανακλά
τόσο παλαιότερα όσο και σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Το γεγονός ότι οι αυτές διαταραχές
κάνουν την εμφάνισή τους στις μέρες μας, οφείλεται στην ταυτόχρονη σύμπτωση πολλών
παραγόντων. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά όσον αφορά τις διατροφικές διαταραχές. Οι
τελευταίες, δεν αφορούν μόνο τις νέες κοινωνικές προσδοκίες των γυναικών και
την αμφιθυμία που υπάρχει σε σχέση με τα σώματά τους, αλλά σχετίζονται επίσης
και με ευρύτερους προβληματισμούς περί του σώματος ως πηγής πόθων, αναγκών και
σωματικών αδυναμιών που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό μας. Αυτές έχουν
χαραχτεί βαθιά και εδραιωθεί μακροχρόνια στη δυτική φιλοσοφία και θρησκεία, και
είναι ιδιαίτερα έντονες στην εποχή μας. Οι διατροφικές διαταραχές συνδέονται
επίσης με τις αντιφάσεις της καταναλωτικής κουλτούρας η οποία συνεχώς μας παροτρύνει
να ξεφαντώσουμε ακολουθώντας τις επιθυμίες μας, ενώ παράλληλα εξυμνεί την
αυτοκυριαρχία και χλευάζει το πάχος ως σύμβολο τεμπελιάς και αδύναμης θέλησης.
Αυτές οι διαταραχές αντανακλούν, επίσης, την ολοένα και μεγαλύτερη γοητεία που μας
ασκεί η πιθανότητα αναμόρφωσης των σωμάτων και του εαυτού μας κατά ριζικό τρόπο,
δημιουργώντας νέα σώματα σύμφωνα με τα πρότυπα που έχουμε στο μυαλό μας.
Η σχέση που
υπάρχει μεταξύ προβλημάτων όπως τα παραπάνω και των πολιτισμικών εικόνων, είναι
σύνθετη. Από τη μια μεριά, η εξιδανίκευση ορισμένων ειδών σωμάτων υποθάλπει και
διαιωνίζει τους φόβους και τις ανασφάλειες μας. Αυτό είναι εμφανές. Οι
φαντασμαγορικές εικόνες κοκαλιάρικων μοντέλων σίγουρα δεν ενθαρρύνουν μια πιο
χαλαρή και ανεκτική στάση απέναντι στο σώμα, ιδιαίτερα μεταξύ αυτών που τα
σώματά τους αποκλίνουν σημαντικά από το συγκεκριμένο ιδεώδες. Από την άλλη
πλευρά, όμως, αυτές οι εικόνες συνοδεύονται από φανταστικές ιδέες επίλυσης του
άγχους και των ανασφαλειών μας, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχουν
τόση δύναμη. Δεν περνάνε μηνύματα μόνο για το πώς να είσαι όμορφη ή ποθητή αλλά
και για το πώς θα αποκτήσεις έλεγχο στη ζωή σου, πώς θα είσαι ασφαλής, cool, και πώς θα
προστατευτείς απ’ το να πληγωθείς. Όταν βλέπω την εικόνα μιας σκελετωμένης,
νεαρής γυναίκας που ίσα-ίσα καταφέρνει και αναπνέει, δεν βλέπω ένα κενό είδωλο
που έχει επιβάλλει η μόδα. Αντίθετα, αυτό που αντικρίζω είναι μια οπτική προσωποποίηση
εκείνου στο οποίο παραπέμπει η μυθιστοριογράφος και πρώην ανορεξική Stephanie Grant όταν
στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της “Το Πάθος της Αλίκης”, αναφέρει: « Αν έπρεπε
να πω πως η ανορεξία μου αφορά ένα και μοναδικό πράγμα, θα έλεγα πως αυτό είναι
το να ζεις χωρίς επιθυμία. Χωρίς κανενός είδους λαχτάρα».
Το παραπάνω
μπορεί να μην φαντάζει ως μια ιδιαιτέρα ελκυστική φιλοσοφία ζωής (ή ένα εξαιρετικά
ελκυστικό σώμα, στην προκειμένη περίπτωση). «Γιατί να θέλει κάποιος να μοιάζει
με νεκρό;» θα μπορούσατε να αναρωτηθείτε. Γιατί να θέλει κανείς να ζει χωρίς
επιθυμία; Παρόλα αυτά, πρόσφατα άρθρα τόσο στο περιοδικό The New Yorker όσο
και στην εφημερίδα New York Times
έχουν παρατηρήσει μια νέα αισθητική στις σύγχρονες διαφημίσεις, σύμφωνα με την
οποία τα μοντέλα εμφανίζονται απόμακρα, με βαμμένα μαύρα νύχια και λιπαρά
μαλλιά, κοιτάζοντας επίμονα τον θεατή με βλέμμα που θυμίζει έντονα νεκρό, ενώ
μόλις που διακρίνεται πως είναι άνθρωποι. Κάποιοι, ονόμασαν αυτό το μαραζωμένο στυλ
«αισθητική της ηρωίνης». Η Zoe Fleischauer,
πρώην μοντέλο, θυμάται ότι «ήθελαν μοντέλα που να μοιάζουν με πρεζάκια. Όσο περισσότερο
κοκαλιάρα και σκατά έμοιαζες, τόσο περισσότερο θεωρούσαν πως είσαι καταπληκτική».
Η Als Hilton στο
περιοδικό The New Yorker,
ερμηνεύει αυτή την τάση ως μια μορφή δήλωσης του ότι η μόδα έχει πεθάνει και πως
η ομορφιά είναι «ασήμαντη σε σχέση με την κατάθλιψη». Η δική μου ερμηνεία είναι
εντελώς διαφορετική. Παρόλο που οι φωτογράφοι ενδέχεται να θεωρούν –
λανθασμένα- πως «αποδομούν» με ειρωνικό τρόπο τη μόδα, στην πραγματικότητα
καμία διαφήμιση μόδας δεν διακηρύττει ότι η μόδα είναι νεκρή – κάτι τέτοιο είναι
στ’ αλήθεια οξύμωρο. Μας έχουν διδάξει πως οτιδήποτε μπει μέσα σε αυτό το πλαίσιο,
ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, είναι μεγαλειώδες. Αυτές οι διαφημίσεις δεν
διακηρύττουν ότι η ομορφιά είναι ασήμαντη μπροστά στην κατάθλιψη, αλλά ότι η
κατάθλιψη είναι όμορφη, ότι το να δείχνεις λιώμα είναι cool. H ερώτηση λοιπόν δεν είναι αν η μόδα
είναι νεκρή, αλλά «γιατί ο θάνατος έχει μετατραπεί σε μόδα»;
Ο Φρόιντ
υποστηρίζει ότι στον ψυχισμό του ατόμου ο θάνατος δεν αναπαριστά την αποδόμηση του εαυτού, αλλά την επιστροφή
του σε ένα στάδιο πρότερο αυτού της ανάγκης, σ’ ένα στάδιο όπου δεν υπάρχουν
ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ούτε το άγχος που αυτές επιφέρουν. Ασπαζόμενη τον
ισχυρισμό του Freud, θα
υποστήριζα ότι το να είσαι χλωμή σαν φάντασμα και σωματικά ένα ερείπιο, όπως
συμβαίνει στις εικόνες που ανήκουν στην κατηγορία της «αισθητικής της ηρωίνης»,
σχετίζεται με τη σαγήνη, την ασφάλεια, με το να ζεις πέρα απ την ανάγκη, πέρα
απ τη φροντίδα, πέρα από την επιθυμία. Θα έπρεπε άραγε να μας εκπλήσσει η
απήχηση που έχει μια ζωή χωρίς επιθυμία σε έναν πολιτισμό που έχει επενδύσει
τις ανάγκες μας με άγχος, στρες και κινδύνους; Σε έναν πολιτισμό που μας έχει
μετατρέψει σε μηχανές που συνεχώς ζητούν περισσότερα υλικά αγαθά, που συνεχώς
γεννούν νέες επιθυμίες, και μετά μας το ανταποδίδει με εθισμούς, AIDS, επιπόλαιες και ασταθείς
σχέσεις και σκληρό ανταγωνισμό για την εύρεση τόσο μιας θέσης εργασίας όσο και
ενός συντρόφου; Το να έχει εγκαταλείψει κανείς την αναζήτηση ενός αισθήματος πληρότητας,
το να είναι αδιάφορος για το σώμα του ή τις ανάγκες του –ή την ευαλωτότητά του- είναι πολύ πιο σοφό απ’ το να νοιάζεται.
Συμπεραίνουμε,
λοιπόν, ότι οι ρίζες του προβλήματος των διατροφικών διαταραχών είναι πολύ πιο
«βαθιές» απ’ την απλή ευπειθία των εικόνων. Παρόλα αυτά, οι ίδιες οι
πολιτισμικές εικόνες έχουν εδραιωθεί
στην αντίληψή μας, ενώ ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι εικόνες εμποτίζουν την
αντίληψή μας και επενδύονται με τόση δύναμη, είναι ιδιαίτερα μυστηριώδης. Παρά
το γεγονός ότι οι σχεδιαστές μόδας και οι φωτογράφοι θα ήθελαν να μας κάνουν να
πιστεύουμε ότι οι εικόνες αυτές είναι εφευρέσεις καθαρά αισθητικής φύσεως – «είναι
απλή μόδα, αγάπη μου, δεν είναι ανάγκη να ανακατεύουμε παντού την πολιτική» – αυτές
απέχουν πολύ απ’ αυτό, και αντανακλούν την πολιτισμική αντίληψη των σχεδιαστών,
την ικανότητά τους να αισθάνονται και να δίνουν μορφή στις αλλαγές που
πραγματοποιούνται στον ψυχισμό των ατόμων μιας κοινωνίας. Οι άνθρωποι αυτοί
έχουν ένα ισχυρό και απλό κίνητρο που τους ωθεί να αναπτύσσουν την επιδεξιότητά
τους ως σφυγμομετρητές διαφόρων πολιτισμικών τάσεων. Το κίνητρό τους είναι το
κέρδος. Θέλουν οι εικόνες που φτιάχνουν, και τα προϊόντα που σχετίζονται με
αυτές, να πουλάνε.
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας
Τα έργα είναι του Nicolas Valiente
[1] Συγκεκριμένα, την αποκάλεσαν χοντροκόριτσο (fatgirl) και βουτυροκόριτσο (buttergirl), κάνοντας λογοπαίγνιο με τον ρόλο που θα έπαιζε σε
επόμενη ταινία, και συγκεκριμένα, αυτόν της Batgirl.
[2] Πρόκειται για χάπια αδυνατίσματος τα οποία υπόσχονται
τη μείωση του σωματικού λίπους καθώς και σφιχτούς μύες, και γενικά αποτρέπουν
τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιά, τους γοφούς και τους μηρούς.