Ilana Mountian, São Paulo, Βραζιλία
Email: imountian@yahoo.com
Σε αυτό το άρθρο θα σχολιάσω ορισμένες πτυχές της
κριτικής ψυχολογίας, των φεμινιστικών, αντιρατσιστικών, μετα-αποικιοκρατικών
και άλλων αντι-ουσιοκρατικών προσεγγίσεων, και θα εξετάσω τους λόγους για τους
οποίους αυτές οι προσεγγίσεις είναι σημαντικές για την αντίσταση και τους αγώνες
εξουσίας εντός και εκτός του ακαδημαϊκού πλαισίου. Προκειμένου να το κάνω αυτό,
θα χρησιμοποιήσω συγκεκριμένα παραδείγματα από τοπικούς αγώνες και κοινωνικά
κινήματα της Βραζιλίας.
Οι κριτικές προσεγγίσεις εξετάζουν τις σχέσεις εξουσίας,
δηλαδή το πώς διαμορφώνονται και συντηρούνται σχέσεις εξουσίας, και το πώς
αυτές (ανα)παράγουν συγκεκριμένους “άλλους” σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Ως εκ
τούτου, αυτές οι προσεγγίσεις λαμβάνουν υπόψη τους διάφορες ανταγωνιστικές
φωνές και προσπαθούν να δημιουργήσουν τέτοιες φωνές απέναντι στους κυρίαρχους
λόγους. Αυτές καθαυτές, οι κριτικές οπτικές διαταράσσουν το κυρίαρχο status quo. Ενίοτε, μόνο
μια περιγραφή που προέρχεται από μία μη-ηγεμονική σκοπιά μπορεί να προκαλέσει ενόχληση,
ενώ συχνά συνοδεύεται από ισχυρές αντιστάσεις.
Λέγεται συχνά πως «δε χρειαζόμαστε πια τον φεμινισμό», πως
«οι γυναίκες στις μέρες μας μπορούν να ψηφίζουν και να δουλεύουν». Τι σημαίνουν
αυτοί οι ισχυρισμοί; Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των επιχειρημάτων; Για παράδειγμα, είναι συνηθισμένο να ακούει κανείς ότι το
φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι και τα πιο επείγοντα ζητήματα στην πολιτική.
Ο ισχυρισμός αυτός φέρνει στο προσκήνιο κάποια σημαντικά ερωτήματα.
Πρώτον, είναι σαν να υπονοεί πως υπάρχει μια ιεραρχία στους
αγώνες · “τώρα ασχολούμαστε με την πραγματική πολιτική”, “πρέπει να
καταπολεμήσουμε πρώτα την πείνα για να καταπολεμήσουμε στη συνέχεια την καταπίεση
των γυναικών” (η Βραζιλία είναι η 12η χώρα παγκοσμίως όσον αφορά τις κοινωνικές
ανισότητες, παρόλο που η οικονομία της συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα κορυφαίες
οικονομίες παγκοσμίως[1]).
Φαίνεται σαν ο φεμινισμός να γίνεται αντιληπτός μόνο ως
ένα ζήτημα που αφορά τις γυναίκες, και όχι ως ένα σύστημα σκέψης που έχει ως
στόχο να ξηλώσει την καταπίεση και να πολεμήσει εναντίον της · καταπίεση που
βασίζεται στο φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη διαπλοκή αυτών με άλλους άξονες
καταπίεσης (άρρηκτα συνδεδεμένους με τη φυλή, την ηλικία, διάφορες μορφές αναπηρίας,
και άλλες σχέσεις εξουσίας). Δεύτερον, η ανισότητα
που βασίζεται στο φύλο και τη σεξουαλικότητα είναι δομική, αποτελεί ένα
συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η έμφυλη διαφορά επηρεάζει
άμεσα τη φτώχεια · δηλαδή, οι γυναίκες είναι φτωχότερες, άρα, οι πρωτοβουλίες
για τη μείωση της οικονομικής ανέχειας πρέπει να λάβουν υπόψη τους την κοινωνική
ανισότητα με βάση το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Τρίτον, η αντίσταση κατά του φεμινισμού
παρατηρείται επίσης και σε ακαδημαϊκά πλαίσια · «ασχολούμαστε με ανθρώπους, όχι
με τις γυναίκες» - λες και οι “άνδρες” δεν έχουν φύλο, λες και ο φεμινισμός
έχει να κάνει με τις γυναίκες, και όχι με σχέσεις εξουσίας. Τέταρτον, το φύλο και η σεξουαλικότητα συχνά γίνονται
αντιληπτά ως μορφές αγώνων που αφορούν τον οικιακό χώρο, και ως εκ τούτου, θεωρείται
πως δεν συνδέονται με όλους τους υπόλοιπους αγώνες. Εξ’ ου και οι δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν ορισμένα κοινωνικά κινήματα και η κυβερνητική πολιτική όσον
αφορά την ενσωμάτωση ζητημάτων φύλου και σεξουαλικότητας στα «καθολικά» τους αιτήματα.
Έχοντας αυτά τα στοιχεία κατά νου, θα ήθελα να σχολιάσω ορισμένες διαστάσεις, στις
οποίες δίνουν έμφαση τόσο οι φεμινιστικές και μετα-αποικιοκρατικές μελέτες όσο και
η κριτική ψυχολογία. Πρόκειται για διαστάσεις οι οποίες ανοίγουν σημαντικούς χώρους
για δημόσιο διάλογο.
1. «Το προσωπικό είναι πολιτικό»
Η συγκεκριμένη
έκφραση θίγει δύο σημαντικές πολιτικές έννοιες, δηλαδή ότι “το προσωπικό είναι
πολιτικό” και πως “το πολιτικό είναι προσωπικό”. Παρόλο που αυτές μοιάζουν ταυτόσημες,
η παραπάνω φράση περιλαμβάνει διάφορες πολιτικές στρατηγικές, που είναι
σημαντικές τόσο για την κριτική ψυχολογία όσο και για τους λαϊκούς αγώνες,
όπως: το ότι η καταπίεση στο σπίτι είναι πολιτική · το ότι οι έμφυλοι αγώνες
είναι πολιτικοί · ότι η ιδέα ενός “καθολικού υποκειμένου” είναι συνυφασμένη με
την πολιτική. Όσον αφορά το τελευταίο, από μία κριτική σκοπιά, φαίνεται πως στο
“τα δικαιώματα του ανθρώπου (rights of man)[2]”, αυτό το “υποκείμενο” γίνεται συχνά αντιληπτό ως ένας “συγκεκριμένος
ετεροφυλόφιλος άνδρας”, στον οποίο δεν συμμετέχουν κατά τον ίδιο τρόπο άλλες
ομάδες (όπως γυναίκες, μη ετεροφυλόφιλοι, μαύροι, φτωχοί άνθρωποι) · ομάδες που
συχνά παρουσιάζονται ως ο «άλλος». Επομένως, το ότι το “πολιτικό είναι
προσωπικό”, δίνει εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους και αναπαράγει κοινωνικές
ανισότητες για άλλους ανθρώπους. Επιπλέον, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται,
επίσης, η σημασία της παρουσίας του «άλλου» στην πολιτική.
Οι στρατηγικές
εκπροσώπησης, δηλαδή, το να διαθέτουν φωνή οι γυναίκες, οι μαύροι-ες, καθώς και
άλλοι «άλλοι» στην πολιτική και στους χώρους εργασίας, εξακολουθούν να έχουν
μεγάλη σημασία στη Βραζιλία. Φυσικά, αυτό είναι απλώς μια στρατηγική, αφού το
παρουσιαστικό κάποιου/ας δεν μπορεί να εξισώνεται με την ιδεολογία. Για παράδειγμα,
μια μαύρη γυναίκα δεν είναι απαραίτητα φεμινίστρια και αντι-ρατσίστρια. Ωστόσο,
το να εκπροσωπούνται κάποιοι/ες είναι ζωτικής σημασίας για την πολιτική. Για παράδειγμα,
οι φυλετικές ποσοστώσεις στα πανεπιστήμια έχουν αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο
πάλης για τα κινήματα των μαύρων, μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί μια ιστορική
κοινωνική ανισότητα. Έτσι, υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημαντικές
πολιτικές στρατηγικές · τις στρατηγικές εκπροσώπησης και τη σημασία του να
υπάρχει “λογοδοσία” για διάφορες ιδεολογίες που καταστρατηγούν τις κοινωνικές
μας αξίες.
2. Mερική
γνώση (partial knowledge) και το καθολικό υποκείμενο
Οι
φεμινιστικές καθώς και οι μετα-αποικιοκρατικές προσεγγίσεις θέτουν υπο
αμφισβήτηση διάφορες καθολικές έννοιες και έννοιες που λειτουργούν ουσιοκρατικά,
καθώς και τις επιδράσεις που αυτές έχουν, κυρίως όσον αφορά στην (ανα)παραγωγή
του “άλλου”. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες στην ιστορία της
ιατρικής έγιναν αντιληπτές ως επιρρεπείς στην τρέλα, ως κάποιες που δεν έχουν
έλεγχο, ως κάποιες που βρίσκονταν κοντύτερα στη φύση και το συναίσθημα, και ως
κάποιες που καθοδηγούνταν από σεξουαλικά και αναπαραγωγικά ένστικτα, έχει
συγκεκριμένες επιπτώσεις. Αυτοί οι λόγοι (discourses),
παρόλο που παρουσιάζονται ως “ουδέτεροι”, προσέφεραν τα μέσα για να διατηρηθούν
οι γυναίκες σε συγκεκριμένες κοινωνικές θέσεις, όπως, να θεωρηθούν ακατάλληλες
για «σημαντικές» θέσεις εργασίας, να θεωρηθούν πως βρίσκονται κοντύτερα στην
τρέλα (παγκοσμίως οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι αποτελούν τις κοινωνικές
ομάδες που διαγιγνώσκονται συχνότερα για χορήγηση αντικαταθλιπτικών), και η
ιδέα πως οι γυναίκες έχουν ανάγκη από έλεγχο. Επίσης, η ευχαρίστηση των
γυναικών εξακολουθεί να θεωρείται ως κάτι που παραβιάζει τα όρια. Η συμβολική θέση
των γυναικών ως φορέων της ηθικότητας του έθνους ∙ και η εικόνα τους ως μητέρων
ή εν δυνάμει μητέρων, τοποθετεί ρηματικά (discursively)
το σώμα τους ως ένα χώρο ελέγχου. Έτσι, η χρήση ναρκωτικών, το σεξ που δεν γίνεται
για αναπαραγωγικούς σκοπούς και άλλοι ηθικοί τομείς, στιγματίζονται ως
συμπεριφορές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα ναρκωτικά, σε
ορισμένα μέρη της Βραζιλίας, αποτελεί συνηθισμένη πρακτική το να απομακρύνουν στο
νοσοκομείο το μωρό από τη μητέρα του εφόσον αυτή κάνει χρήση ουσιών · μια
πρακτική που επηρεάζει ιδιαίτερα τις φτωχές γυναίκες.
Όσον αφορά την αυτονομία του σώματος, είναι σημαντικό να αναφέρουμε
ότι ο δημόσιος χώρος εξακολουθεί να μη θεωρείται ως ένας χώρος για γυναίκες. Τη
νύχτα, οι γυναίκες συνίσταται να περπατούν συνοδευόμενες από έναν άνδρα, και να
ντύνονται σωστά. Η σεξουαλική κακοποίηση και η ενδο-οικογενειακή βία εξακολουθούν
να είναι διαδεδομένες (μεταξύ του 2001 και του 2011, πάνω από 50.000 γυναίκες έχασαν
τη ζωή τους εξαιτίας της έμφυλης βίας, δηλαδή 5000 ετησίως) (Garcia et al., 2013).[3] Η έκτρωση αποτελεί επίσης ένα θεμελιώδες ζήτημα, καθώς,
όντας παράνομη, αυτό έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός μεγάλου αριθμού γυναικών
λόγω επιπλοκών που προκαλούνται από παράνομες εκτρώσεις. Ακόμη, βρίσκεται υπό συζήτηση
ένα πρόγραμμα που ονομάζεται «Νόμος των αγέννητων παιδιών» (Lei do nascituro),
το οποίο προσδίδει κοινωνικά δικαιώματα στο έμβρυο. Μεταξύ
άλλων, προβλέπει οικονομική υποστήριξη για περιπτώσεις βιασμού από το δράστη –
σε περίπτωση που αυτός αναγνωριστεί – ή από το κράτος, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο
ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη του δικαιώματος στην έκτρωση. Στη Βραζιλία, μπορούμε να παρατηρήσουμε όλους αυτούς τους
αγώνες σε sluts walk[4], πορείες λεσβιών, πορείες γυναικών, και άλλες πορείες
διαμαρτυρίας.
Άλλα παραδείγματα σχέσεων εξουσίας στον τομέα της έρευνας
μπορούν να εντοπιστούν στην ιστορία του τεστ νοημοσύνης (IQ test), το οποίο
όντας αντιληπτό ως κάτι που οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, θεωρήθηκε πως απονομιμοποιεί
κάποιους συγκεκριμένους "άλλους". Επίσης, ένα άλλο παράδειγμα σχέσεων
εξουσίας ήταν ο τρόπος με τον οποίο γινόταν αντιληπτή η ομοφυλοφιλία, η οποία μέχρι
πολύ πρόσφατα θεωρούταν ψυχική ασθένεια -κάτι που ανέδειξε την μερικότητα της γνώσης
και την προσπάθεια που είχε καταβληθεί προκειμένου αυτή η γνώση να θεωρηθεί
καθολική. Αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν
πως οι κοινωνιακές αντιλήψεις δεν βρίσκονται εκτός της ιστορίας της γνώσης μας.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η τρανσεξουαλικότητα ακόμη
και σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται ψυχική ασθένεια, όπως επίσης και ο εθισμός σε
ουσίες. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως το γεγονός ότι
η ομοφυλοφιλία δεν είναι πλέον ψυχική ασθένεια, δεν σημαίνει πως η ομοφοβία έχει
σταματήσει να υπάρχει. Αντίθετα, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος τόσο των θεσμικών
όσο και των καθημερινών σχέσεων. Στην Βραζιλία, η πάλη ενάντια στην ομοφοβία
έχει αποτελέσει ένα σημαντικό αγώνα (οι ανθρωποκτονίες ΛΟΑΤ[5] ανθρώπων
εξακολουθούν να αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα).[6]
Προκειμένου να βάλουμε αυτή τη συζήτηση σε ένα πλαίσιο,
το Μάρτιο του 2013 ο ευαγγελικός πάστορας Marcos Feliciano, γνωστός
για τις σεξιστικές, ομοφοβικές και ρατσιστικές του απόψεις, εξελέγη πρόεδρος της
Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Μειονοτήτων (Watts, 2011; Comissão de Cidadania e Reprodução 2013).[7] [8]Αυτό το
γεγονός δείχνει πόσο δύσκολοι έχουν γίνει εντός αυτού του πλαισίου οι αγώνες για
την ισότητα. Η επίδραση των θρησκευτικών λόγων
(discourses) στη θεσμική πολιτική είναι εμφανής σε διάφορους τομείς.
Φαίνεται, μεταξύ άλλων, στο ότι οι πολιτικές που αφορούν τα ναρκωτικά
επικεντρώνονται κυρίως στην τιμωρία, στην περιθωριοποίηση που συνάντησαν οι δημόσιες
εκστρατείες για τον ιό του AIDS, καθώς και στον παραγκωνισμό άλλων εκστρατειών κατά της ομοφοβίας
στα σχολεία ή υπέρ των ιερόδουλων · φαίνεται επίσης, στο πρόγραμμα για τα
αγέννητα παιδιά (project nascituro), καθώς και από την ύπαρξη προγραμμάτων «γκέι
θεραπείας».
3. Οι καταπιεσμένοι-ες δε μπορούν να μιλήσουν
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν τη δυνατότητα ομιλίας, αλλά
ότι αυτό που θα πουν και ο τρόπος που θα το πουν δεν θα εισακουστούν, καθώς ο ακαδημαϊκός
ηγεμονικός λόγος, όπως τονίζει η Spivak (2010)[9], είναι
εμποτισμένος με πατριαρχικές και ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις. Υπό αυτή την έννοια,
λοιπόν, δεν υπάρχει γλώσσα για να εκφραστεί η θέση των καταπιεσμένων. Η συγκεκριμένη
ιδέα είναι ζωτικής σημασίας για το κριτικό έργο, αφού αφενός τονίζει ότι είναι
αναγκαίο να υπάρχει αναστοχαστικότητα στην έρευνα και γείωσή (situatedness) της,
ενώ αφετέρου δίνει έμφαση στη σημασία που έχουν για την ακαδημαϊκή έρευνα και τα
κοινωνικά κινήματα διάφορες συζητήσεις περί του πώς διαπλέκονται διάφοροι
άξονες καταπίεσης, καθώς επίσης και τις δυσκολίες που αυτές εγείρουν.
Ένα παράδειγμα διεκδικήσεων στα κοινωνικά κινήματα οι
οποίες αφορούν το πώς διαπλέκονται διάφοροι άξονες καταπίεσης, μπορεί να δει κανείς
στην Πορεία Μαριχουάνας (Marijuana March) στο São Paulo το 2013, η οποία περιλάμβανε μπλοκαρίσματα δρόμων, με σκοπό
να γίνουν ορατά ορισμένα αιτήματα στο πλαίσιο των ευρύτερων επιπτώσεων που έχει
η απαγόρευση των ναρκωτικών. Μεταξύ άλλων, υπήρχαν φεμινιστικά και ΛΟΑΤ μπλοκ, καθώς
και μπλοκ που αφορούσαν ζητήματα σχετικά με ψυχεδελικά ναρκωτικά και την ιατρική
χρήση της μαριχουάνας. Η Πορεία
Μαριχουάνας είχε ως βασική επιδίωξη να αποκαλύψει και να κάνει εμφανείς τις συνέπειες
που είχαν η απαγόρευση και ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, όπως είναι οι κίνδυνοι
για την υγεία εξαιτίας της έλλειψης ελέγχου στην ποιότητα των ναρκωτικών, ο κοινωνικός
στιγματισμός, η βία, η διακίνηση ναρκωτικών και η φυλάκιση φτωχών μαύρων αντρών
στη Βραζιλία, παρόλο που και ο αριθμός των γυναικών αυξάνεται (η Βραζιλία βρίσκεται
στην 4η θέση παγκοσμίως όσον αφορά το μεγαλύτερο αριθμό φυλακίσεων).
Σύμφωνα με τους Garcia et al. (2013), στη Βραζιλία
δολοφονούνται πάνω από 60.000 άνθρωποι το χρόνο, ενώ παράγοντες όπως η φυλή, η τάξη
και η ηλικία παίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο. Για τους μαύρους ανθρώπους υπολογίζεται
πως το ποσοστό είναι 36,5% ανά 100 χιλιάδες ανθρώπους, ενώ για τους λευκούς η σχέση
είναι 15,5% ανά 100 χιλιάδες ανθρώπους. Επίσης, έχουν υπάρξει έντονοι προβληματισμοί
όσον αφορά τους νέους (Cerqueira, 2013)[10].
4. Καμία ουσιοκρατία και σχέσεις εξουσίας
Για τις περισσότερες σύγχρονες φεμινιστικές, μετα-αποικιοκρατικές,
ΛΟΑΤ και queer μελέτες, αποτελεί ήδη κοινή λογική το ότι δεν υπάρχει ουσία όσον
αφορά το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη φυλή, δηλαδή, δεν υπάρχει τίποτα που να
συνιστά κάποιας μορφή ουσία. Υποστηρίζουν, ωστόσο, πως αν και αυτές οι κατηγορίες
είναι ρηματικά (discursively) ρευστές, έχουν παρόλα αυτά συγκροτηθεί εντός συγκεκριμένων
σχέσεων εξουσίας και εντός συγκεκριμένων ιστορικών τοποθεσιών. Γι’ αυτό, είναι πολύ
σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η παραπάνω θέση δεν αποτελεί μια σχετικιστική άποψη,
αλλά αντίθετα, μια κριτική οπτική απέναντι στις σχέσεις εξουσίας οι οποίες παράγουν
τις παραπάνω κατηγορίες. Επομένως, το τι σημαίνει να είσαι φτωχή μαύρη τραβεστί
στη Βραζιλία θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιό του, καθώς και το τι σημαίνει να
είσαι γυναίκα, μαύρος-η κλπ.
Μπορούμε να ισχυριστούμε πως όλες οι γυναίκες από τις περισσότερες
χώρες βιώνουν κάποια μορφή καταπίεσης, όμως ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται αυτές
οι μορφές καταπιέσεις, σε αντιστοιχία με το πώς διαπλέκονται με άλλες μορφές
καταπίεσης και τις τοποθεσίες τους, θα είναι διαφορετικός. Ως εκ τούτου, σε
καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ένας φεμινιστικός, αντι-ρατσιστικός αγώνας,
και αγώνας ενάντια στην ομοφοβία (τρανσφοβία), αλλά πως υπάρχουν μάλλον διαφορετικές
στρατηγικές που αντιστοιχούν σε διαφορετικές τοποθεσίες. Φυσικά, οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε άλλα μέρη είναι
σημαντικές ως ένα μέσο διδαχής και μετάδοσης εμπειριών, ενώ είναι επίσης καθοριστικής
σημασίας για την δημιουργία αλληλοϋποστήριξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι
διεκδικήσεις και οι μορφές που θα λάβουν οι αγώνες, όμως, είναι τοπικές.
5. Οι λόγοι (discourses) έχουν διαφορετικές
επιδράσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες
Μετά τη διάδοση διαφόρων αντι-ουσιοκρατικών παραδόσεων στον
ακαδημαϊκό χώρο, είναι εμφανές ότι το έργο της κριτικής ψυχολογίας πάνω στην αποδόμηση
των σχέσεων εξουσίας, καταδεικνύει με ποιο τρόπο οι λόγοι σε διαφορετικές ιστορικές
τοποθεσίες αποκτούν διαφορετικά νοήματα και πώς συνδέονται με διαφορετικές σχέσεις
εξουσίας. Ορισμένες λέξεις, μέσω της επανάληψής τους έχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις
σε ορισμένα πλαίσια. Ένα τέτοιο παράδειγμα
ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι πολιτικοί
στη Βραζιλία παρουσίαζαν τους λόγους (discourses) των «κοινωνικών κινημάτων»,
ιδιαίτερα μετά από τις διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2013. Αυτός ο τρόπος
απεικόνισης αμφιταλαντευόταν μεταξύ μιας αρχικής στάσης η οποία καταδίκαζε τα κοινωνικά
κινήματα ως επικίνδυνα, και μιας μεταγενέστερης στάσης που τα εκθείαζε ως «αυτά
που διεκδικούν την αλλαγή». Τώρα, παρατηρείται μια επιστροφή στην αρχική στάση
καταδίκης, η οποία τείνει να απονομιμοποιεί και να ποινικοποιεί τόσο τα κοινωνικά
κινήματα και τους ακτιβιστές που συμμετέχουν σε αυτά, καθώς και όσους τα
υποστηρίζουν. Αυτά τα κινήματα καταγγέλλουν την κοινωνική ανισότητα που υπάρχει
σε διάφορους τομείς της βραζιλιάνικης κοινωνίας, τη γενοκτονία που διαπράττεται
εναντίον των φτωχών νεαρών μαύρων, τη βία κατά των γυναικών και των ΛΟΑΤ
ανθρώπων, τους διάφορους διωγμούς των ιθαγενών από τη γη τους, την κρατική βία,
την αστική κινητικότητα, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλά
άλλα. Αυτές οι μορφές βίας, καταπνίγουν, φιμώνουν και
αποπροσωποιούν εκείνους-ες που θεωρούνται ο ως ο «άλλος».
Η κριτική έρευνα εστιάζει στις σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων
των σχέσεων εξουσίας εντός της ίδιας της έρευνας. Η κριτική έρευνα καθιστά σαφές
ότι η ιδέα περί ύπαρξης «ουδέτερης γνώσης» είναι άτοπη, ενώ θέτει επίσης υπό
αμφισβήτηση διάφορες έννοιες που εκλαμβάνονται ως δεδομένες και είναι ουσιοκρατικές,
δείχνοντας αντίθετα πως αυτές είναι γειωμένες (situated) και
μερικές (partial). Η κριτική ανάλυση εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο
σχηματίζονται διάφοροι λόγοι και το πώς αυτοί (ανα)παράγουν συγκεκριμένους
«άλλους». Πρόκειται για μια οπτική αποφασιστικής σημασίας, η οποία λειτουργεί
συμπεριλαμβάνοντας τις ομάδες εκείνες που διαρκώς κανονικοποιούνται, παθολογικοποιούνται
και αντιμετωπίζονται ως ανύπαρκτες.
Μετάφραση: Χρυσαυγή Τσώλα
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας
[1] Soares,
L.E. (2013). A terra treme no país de
desigualdades e paradoxos. Accessed
in http://lareviewofbooks.org/essay/brazil-the-ground-shakes-in-the-country-of-inequalities-and-paradoxes#.UdXXlw3q-Qc.email
[3] Garcia, L.P., Freitas, L.R.S., Silva, G.D.M., Höfelmann, D.A. (2013).
Violência contra a mulher: feminicídios
no Brasil. Brasília: IPEA.
[4] Πρόκειται για ένα διεθνικό κίνημα από πορείες διαμαρτυρίας
που ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 2011 στο Τορόντο. Οι συμμετέχοντες διαμαρτύρονταν
ενάντια στην εξήγηση ή δικαιολόγηση του βιασμού μέσω της αναφοράς σε
οποιαδήποτε πτυχή της εμφάνισης μιας γυναίκας, και ζητούσαν να δοθεί ένα τέλος
στην κουλτούρα του βιασμού.
[5] Τα αρχικά αυτά αναφέρονται συνολικά στα λεσβιακά, ομοφυλόφιλα,
αμφισεξουαλικά και τρανσεξουαλικά άτομα.
[6] Το Transgender Europe καταγράφει τη Βραζιλία ως το μέρος
με το υψηλότερο ποσοστό καταγεγραμμένων θανάτων τρανσέξουαλς (trans). Για το
έτος 2012, η ομάδα γκέι της Bahia (Grupo Gay da Bahia) κατέγραψε 338
ανθρωποκτονίες που οφείλονταν στην ομοφοβία, οι οποίες είχαν αναφερθεί στα ΜΜΕ.
[7]
Watts, J.
(2013). http://www.theguardian.com/world/2013/apr/05/brazil-equality-body-homophobia-racism. The Guardian.
[9] Spivak, G.C. (2010). “Can the Subaltern Speak?” In, Can the Subaltern Speak? Reflections on the
History of an Idea. Rosalind Morris (ed.) pp. 21-78. NY: Columbia
University Press.