Unemployed Negativity (Jason Read)
Δεν πρέπει
να διεκδικούμε από την πολιτική να αποκαταστήσει τα «δικαιώματα» του ατόμου,
όπως τα έχει ορίσει η φιλοσοφία. Το άτομο αποτελεί προϊόν της εξουσίας. Αυτό
που χρειάζεται είναι να ‘απο-εξατομικεύσουμε’ μέσω πολλαπλασιασμού και
εκτόπισης, ποικίλους συνδυασμούς. Η ομάδα δεν πρέπει να είναι ο οργανικός
δεσμός που ενώνει ιεραρχικά κατανεμημένα άτομα, αλλά μια διαρκής παραγωγή και
δημιουργία απο-εξατομίκευσης.
Michel Foucault, Πρόλογος στο Αντι-Οιδίπους
Τις τελευταίες εβδομάδες στρέφομαι ξανά και ξανά στην έννοια
της «αρνητικής αλληλεγγύης», την οποία είχα παλιότερα περιγράψει συνοπτικά σε αυτό το blog. Πιάνω τον εαυτό μου να καταγράφει
νοερά διάφορα ρεπορτάζ και άρθρα τα οποία μοιάζουν να δείχνουν εχθρότητα
απέναντι σε κάθε μορφή συλλογικής οργάνωσης που αφορά τη διεκδίκηση μισθών ή
επιδομάτων, για να μην αναφερθώ σε προσπάθειες μετασχηματισμού σε ευρύτερο ή
περισσότερο δομικό επίπεδο. Το συναίσθημα της μνησικακίας, η ευδιάκριτη αυτή
αίσθηση ότι κάποιοι κάπου επωφελούνταν εις βάρος σου, έδειχνε να κυριαρχεί σε όλα
αυτά τα ρεπορτάζ και άρθρα. Φυσικά, οι «κάποιοι»
σε αυτή την περίπτωση είναι πάντα αυτοί που δέχονται υποστήριξη από προγράμματα
κρατικής πρόνοιας, οι κρατικοί υπάλληλοι, κλπ, ποτέ καπιταλιστές, επενδυτές,
κλπ.). Ωστόσο, η αρνητική αλληλεγγύη διακινδύνευσε να διαθέτει όλα εκείνα
τα χαρακτηριστικά τα οποία ο Althusser αποκαλούσε «περιγραφική θεωρία», δηλαδή, τίποτα περισσότερο
από μια εκλεπτυσμένη αναδιατύπωση αυτού που κάποιος ήδη γνωρίζει και σκέφτεται.
Ο κίνδυνος που διατρέχουν οι περιγραφικές θεωρίες είναι ότι προσφέρουν μια στιγμή
αναγνώρισης («Αυτό είναι δικέ μου, στ’ αλήθεια»), αλλά κανένα τρόπο για να
προχωρήσουμε παρακάτω. Έτσι, το ερώτημα στο οποίο επέστρεψα και πάλι, είναι το
πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη γέννηση και τη συγκρότηση της αρνητικής αλληλεγγύης,
δηλαδή πώς μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από το επίπεδο της περιγραφής. Πρόκειται
για ένα ερώτημα που αφορά την κοινωνικοπολιτική θεωρία · συνιστά όμως, επίσης,
μια απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική δράση. Υπό αυτή την έννοια, η αρνητική
αλληλεγγύη αποτελεί ένα ακόμη όνομα για τα εμπόδια που ορθώνονται απέναντι στην
πολιτική οποιουδήποτε είδους.
Αυτός είναι ίσως ο λόγος που χρειάστηκε να διαβάσω μερικές μόνο
γραμμές οι οποίες περιέγραφαν το βιβλίο της Jennifer Silva, «Coming Up Short: Working Class Adulthood in an Age of Uncertainty», προτού αποφασίσω να το αγοράσω. Το διάβασα με μεγάλη
ανυπομονησία, αρχίζοντάς το στο αεροπλάνο τη μέρα των Ευχαριστιών, και το
τελείωσα κατά τη διάρκεια του σύντομου διαλείμματος μεταξύ της λήξης των
μαθημάτων και της εφόδου της διαδικασίας βαθμολόγησης των φοιτητών.
Το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί τη Silva, η βασική της θέση, είναι ότι οι σύγχρονοι
μετασχηματισμοί στην οικονομία – οι οποίοι θα μπορούσαν να περιγραφτούν με
γενικό τρόπο ως ένας συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και λιτότητας – έχουν οδηγήσει
σε μια νέα αντίληψη περί της ενήλικης ζωής (adulthood)· σε μια νέα υποκειμενικότητα, η
οποία είναι εξατομικευμένη, ψυχολογικοποιημένη, και θεραπευτική. Όπως παρατηρεί
η Silva:
«Στον
πυρήνα του, αυτός ο αναδυόμενος ενήλικος εαυτός της εργατικής τάξης
χαρακτηρίζεται από χαμηλές προσδοκίες όσον αφορά την εργασία, επιφυλακτικότητα
όσον αφορά την ερωτική δέσμευση, καθολική δυσπιστία απέναντι στους κοινωνικούς
θεσμούς, βαθύτατη αίσθηση απομόνωσης από τους άλλους, και μια κεντρική εστίαση
στα συναισθήματα και στην ψυχική του υγεία. Αντί να στραφεί στην πολιτική
προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που υψώνονται στην διαδρομή μιας
ασφαλούς ενήλικης ζωής, η πλειοψηφία των αντρών και γυναικών που πήρα
συνέντευξη, κατασκεύασαν επιδέξια βαθύτατα προσωπικές
ιστορίες ενηλικίωσης, θεμελιώνοντας τις ενήλικες ταυτότητές τους στην ανάρρωσή
τους από το οδυνηρό παρελθόν τους –είτε αυτό είχε να κάνει με εθισμό, παιδική
κακοποίηση, οικογενειακά τραύματα, είτε με παραμέληση και σφυρηλάτηση ενός
χειραφετημένου, ριζικά αλλαγμένου και ενήλικου εαυτού».
Αντλώντας από μια σειρά συνεντεύξεων διαφόρων νεαρών ατόμων της
εργατικής τάξης από το Richmond της Virginia και το Lowell της Massachusetts, η Silva αποτυπώνει μια γνώριμη εικόνα διαφόρων ανθρώπινων ζωών, οι
οποίες διέρχονται από το σχολείο, στο στρατό, στο κοινοτικό κολέγιο, και
μερικές φορές πίσω στο σπίτι, διαπερνώντας αυτούς τους θεσμούς και διαμέσου αυτών,
χωρίς καν να σχηματίσουν το παραδοσιακό γραμμικό βέλος που κατευθύνεται από την
οικογενειακή οικία, στο σχολείο, στη δουλειά, στο γάμο, κλπ. Όπως υποστηρίζει η
Silva, στις
παραπάνω περιπτώσεις, η γραμμική αφήγηση της ζωής κατασκευάζεται όχι τόσο με
όρους καριέρας, γάμου, και οικογένειας, αλλά με όρους παρελθοντικού τραύματος
και νίκης στο παρόν.
Όπως υποστηρίζει η Silva:
«Αντιλαμβάνομαι αυτό το φαινόμενο της θεραπευτικής
ενηλικίωσης μέσω της έννοιας της «οικονομίας
της διάθεσης» (mood economy). Ισχυρίζομαι πως οι άντρες και οι γυναίκες της εργατικής
τάξης διαβιούν σε έναν κοινωνικό κόσμο στον οποίο η φερεγγυότητα και η
αξιοπρέπεια που αναμένονται από τους ενήλικες, εξαγοράζονται πλέον όχι μέσω των
παραδοσιακών μορφών συναλλάγματος όπως η δουλειά ή ο γάμος, αλλά αντίθετα, μέσω
της ικανότητας τους να οργανώνουν τα δύσκολα συναισθήματά τους σε μια αφήγηση
μετασχηματισμού του εαυτού».
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η οικονομία της διάθεσης θα μπορούσε
να προσφέρει μια διαφορετική αίσθηση προσωπικής επικύρωσης και ανταπόδοσης· μία
αίσθηση επικύρωσης η οποία θα γέμιζε το κενό που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο από
τους δείκτες προόδου με βάση τα ηθικά πρότυπα της βιογραφίας της μεσαίας τάξης
(το «βέλος του χρόνου» σύμφωνα με την έννοια που του προσδίδει ο Sennett), αλλά
από την έλλειψη χρηματικής αποκατάστασης εν γένει. Στη θέση της τυπικής
βιογραφίας του στυλ δουλειά, γάμος, και παιδιά, ή ακόμη και της ποσοτικής
συσσώρευσης πλούτου, υπάρχει μια βιογραφία η οποία αποτυπώνει τις νίκες και της
ήττες της σε ένα πολύ πιο ενδόμυχο επίπεδο · δηλαδή στο επίπεδο του ξεπεράσματος
του εθισμού, της κακοποίησης, ή ακόμη και στο επίπεδο της πάντοτε σημαντικής
«ανάληψης ευθύνης» για τον εαυτό και τις πράξεις του. Αυτό που έχει πολύ
ενδιαφέρον στο βιβλίο της Silva, είναι ότι παρουσιάζει αυτή την αφήγηση όχι σαν κάποια
μορφή νεοανακαλυφθείσας εμμονής με την εσωτερική ζωή, με όλες τις θετικές της αξιολογήσεις,
αλλά περισσότερο ως μια μορφή απομόνωσης· με τους ανθρώπους να απομακρύνονται από
την πολιτική, την κοινότητα και τον έρωτα και να περιστρέφονται γύρω από το
ατέλειωτο αδιέξοδο των συναισθημάτων τους και της προσωπικής τους
ιστορίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η «οικονομία της διάθεσης» που
προτείνει η Silva, μοιάζει με μια συγκεκριμένη άρθρωση αυτού που έχω ονομάσει,
ακολουθώντας τον Frédéric Lordon, «θυμική οικονομία» (affective economy). Όπως υποστηρίζει ο Lordon, ένας από τους πρωταρχικούς στόχους
της οργάνωσης του συναισθήματος και της φαντασίας - με αυτά τα δύο πράγματα να μην
βρίσκονται ποτέ πολύ απομακρυσμένα για έναν Σπινοζικό, τουλάχιστον σε μια ιεραρχική
κοινωνία - είναι η ταυτόχρονη «εξιδανίκευση» των μηδαμινών σκοπών και στόχων
που απομένουν στην πλειοψηφία (δηλαδή τους εργάτες στον καπιταλισμό) και η
απαξίωση οποιασδήποτε ιδέας αλλαγής του συστήματος ως κάτι ανέφικτο. Όπως υποστηρίζει
ο Lordon
στο «Capitalisme, Désir, et Servitude»:
«Η
συμβολική βία συνίσταται λοιπόν για την ακρίβεια, στην δημιουργία ενός διπλού
φαντασιακού· του φαντασιακού της πληρότητας (imaginary of fulfillment), το οποίο κάνει τις μικροσκοπικές
χαρές που παραχωρούνται στους καταπιεσμένους να μοιάζουν αρκετές, και του
φαντασιακού της αδυναμίας (imaginary
of powerlessness),
που τους πείθει να αποποιούνται οποιαδήποτε ευρύτερη φιλοδοξία στην οποία
μπορεί να αποβλέπουν. “Γιατί οτιδήποτε φαντάζεται ο άνθρωπος πως δεν μπορεί να
κάνει, το φαντάζεται και πάλι · και διακατέχεται σε τέτοιο βαθμό από αυτή την
φαντασία, που στ’ αλήθεια δεν μπορεί να κάνει αυτό το οποίο φαντάζεται πως δεν
μπορεί να κάνει” (EIIIDXXVIII). Στο σημείο αυτό, ο περιπαθής μηχανισμός
μετασχηματισμού του προσδιορισμού σε αυτοπροσδιορισμό τίθεται σε λειτουργία από
το (κοινωνικό) φαντασιακό της αδυναμίας».
Αν ερμηνεύσουμε κατά τον ίδιο τρόπο την «οικονομία της
διάθεσης» που προτείνει η Silva, τότε η «οικονομία της διάθεσης» προσφέρει μια πολύ πιο μηδαμινή
επιβράβευση, ακόμα και σε σχέση με την καταναλωτική κοινωνία. Δεν είναι πλέον η
υπόσχεση της αγοράς πραγμάτων αυτό που αιχμαλωτίζει περισσότερο από κάθε τι
άλλο την επιθυμία κάποιου, και τον αποζημιώνει για μια ζωή που χαράμισε
δουλεύοντας, αλλά η υπόσχεση της «αυτοβοήθειας»· η υπόσχεση, δηλαδή, του να βάλει
κανείς σε τάξη τις ελπίδες και τις επιθυμίες του. Σε εποχές λιτότητας, δεν
υπάρχει πλέον η υπόσχεση της απεριόριστης συσσώρευσης, αλλά εκείνη της
απεριόριστης ενδοσκόπησης –που έρχεται πολύ φτηνότερα. Μία σαχλή πνευματικότητα
είναι αυτό που διαδέχεται έναν παρηκμασμένο υλισμό. Τυχαίνει απλώς το βασικό σλόγκαν
αυτής της πνευματικότητας να είναι η υπευθυνότητα. Tο υποκείμενο που παράγει αυτή η
πνευματικότητα, ευθύνεται σε απεριόριστο βαθμό για κάθε δουλειά που χάνεται,
για το χρέος, για έναν κουρελιασμένο κόσμο κοινότητας και σχέσεων. Το
υποκείμενο της αυτοβοήθειας είναι το τέλειο υποκείμενο μιας σύγχρονης
εργασιακής συνθήκης η οποία έχει ανάγκη από υπευθυνότητα και «ευελιξία».
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ιδέα της Silva περί μιας «οικονομίας της διάθεσης» είναι υπό μία έννοια
παρόμοια με την ανάλυση του Rob Horning για την «αναπλήρωση» που προσφέρουν
τα social media, τα retweets, τα likes, και οι αναδημοσιεύσεις σε blogs (reblogs), τα οποία μας παρέχουν μια αίσθηση επιβεβαίωσης.
Και στις δύο περιπτώσεις, η «οικονομία» ή η «αναπλήρωση» λειτουργούν ως ένα
είδος επάθλου παρηγοριάς. Αυτές οι οικονομίες λειτουργούν μπαλώνοντας την μείωση
που υπάρχει στους πραγματικούς μισθούς και συγκαλύπτοντας την φθορά που
χαρακτηρίζει τις πραγματικές σχέσεις με τους άλλους. Οι ανταμοιβές μας συρρικνώνονται
ολοένα και περισσότερο, ενώ όσο περισσότερο στρεφόμαστε και καταβυθιζόμαστε στο
μέσα μας, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το να φανταστούμε να αλλάξουμε το σύστημα.
Όσο κι αν το βιβλίο της Silva θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να χαρτογραφήσει μια μορφή
ψυχικής οικονομίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους – μια μορφή φθινουσών
απολαβών στις ψυχικές επενδύσεις – το ότι εστιάζει σε συνεντεύξεις, στις
αφηγήσεις που κατασκευάζουν οι άνθρωποι για τις ίδιες τις ζωές τους, ρίχνει φώς
στη σύγχρονη πολιτική. Η άποψη πως η κοινωνική πρόνοια καταστρέφει την
υπευθυνότητα και ενθαρρύνει την τεμπελιά των ανέργων, κυκλοφορεί τουλάχιστον
από την εποχή της «βασίλισσας της πρόνοιας» (“welfare queen”) του Reagan, και δεν δείχνει να βρίσκεται σε υποχώρηση ως ισχυρή
πολιτική ιδέα (ή ιδεολογία). Η αντίληψη ότι πρέπει κανείς να θεωρείται
υπεύθυνος και υπόλογος για την απώλεια της δουλειάς του θα έπρεπε να μοιάζει
παράλογη, ειδικά μετά την παρούσα ύφεση. Ωστόσο, η ανάλυση της Silva, υποδηλώνει ότι οι εκκλήσεις που
απευθύνουν οι εκλεγμένοι πολιτικοί αρχηγοί για «προσωπική υπευθυνότητα», βρίσκονται
σε αντιστοιχία με τις προσωπικές αφηγήσεις υπευθυνότητας που κατασκευάζονται μπροστά
στους τηλεοπτικούς δέκτες και στις σελίδες του τελευταίου bestseller αυτοβοήθειας. Όπως υποστηρίζει ο Yves Citton στο βιβλίο του, «Mythocratie», οι πολιτικοί μύθοι, οι αφηγήσεις
του έθνους και του κόμματος, μπορούν να λειτουργήσουν και να καθιερωθούν, μόνο
εφόσον συλλαμβάνουν και απηχούν σε κάποιο βαθμό τις αφηγήσεις μέσω των οποίων
οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις ίδιες τους τις ζωές (και αντίστροφα). Ένας
πληθυσμός ο οποίος είναι στραμμένος προς το μέσα του, στραμμένος προς διάφορες αφηγήσεις
παρελθοντικού τραύματος και υπευθυνότητας στο παρόν, θα είναι λοιπόν
περισσότερο δεκτικός σε μια πολιτική και οικονομία προσωπικής ευθύνης -άσχετα με το πόσο οικονομικά ασυνάρτητες
είναι αυτές.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, παραπέμποντας στο αρχικό απόσπασμα
του Foucault, περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν, οι Deleuze και Guattari έγραψαν τον Αντι-Οιδίποδα
ασκώντας κριτική στον συντηρητικό ατομικισμό που βρισκόταν στην καρδιά της
ψυχανάλυσης. Σήμερα, ίσως να είναι απαραίτητο να γράψουμε την αναγκαία συνέχεια
αυτού του βιβλίου · την Αντι-Oprah. Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι η Oprah Winfrey, ή οποιοσδήποτε άλλος μεμονωμένος
γκουρού, αλλά η συνολική τάση του να στρεφόμαστε προς τα μέσα σε περιόδους
κρίσης, κατασκευάζοντας τις ήττες και τις νίκες μας στον εσωτερικό χώρο των
συναισθημάτων και της προσωπικής θεραπευτικής αφήγησης. Αυτός ο χώρος δεν είναι
παρά ένα κλουβί.
Μετάφραση: Ανδρέας
Βατσινάς
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας