27.12.13

Πως η θεραπεία έγινε μια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων


Η ψυχολογία δεν είναι μόνο ένα επάγγελμα, αλλά μια τεράστια βιομηχανία που μας οδηγεί στην καρδιά της οικονομίας των σύγχρονων κοινωνιών


Eva Illouz

Εσύ, ο αναγνώστης, και πιθανώς κι εγώ, υποφέρουμε από τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα προβλήματα: έλλειψη αυτοπεποίθησης, δυσκολία στη δέσμευση σε μια σταθερή σχέση, σεξουαλική δυσλειτουργία, διάχυτο και μόνιμο άγχος, συχνές εκρήξεις ανεξέλεγκτου θυμού, παθολογικό ψεύδεσθαι ή εθισμό σε κάποια ουσία, μια χρόνια αίσθηση ενοχής κ.ο.κ. Αυτό που είναι κοινό σε όλα αυτά τα προβλήματα είναι ότι προσδιορίζονται ως «ψυχολογικά» προβλήματα, και ως τέτοια, η λύση είναι προφανής: Επισκεφθείτε έναν θεραπευτή. 

Οι άνθρωποι πάντα υπέφεραν από βάσανα της ψυχής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα προσλαμβάναμε στο παρελθόν διέφερε πολύ σε σχέση με το πώς τα προσδιορίζουμε σήμερα. Ο ψυχικός πόνος παλιότερα γινόταν αντιληπτός σύμφωνα με θρησκευτικούς όρους. Προβαλλόταν ως το αποτέλεσμα μιας αμαρτίας ή της κατάληψης από κακά πνεύματα, ως τιμωρία ή ως αδυναμία ενός συγκεκριμένου μέρους του σώματος. Μεταξύ των στρατηγικών για την εξάλειψη ή την επιδιόρθωσή του ήταν η προσευχή, η τιμωρία, οι ιεροτελεστίες, η αυτοταπείνωση, η εξομολόγηση και τα κρύα λουτρά.

Στις μέρες μας προσλαμβάνουμε τον ψυχικό πόνο με ψυχολογικούς όρους, σα να προέρχεται από κάποια εσωτερική σύγκρουση ή κάποιο τραύμα της παιδικής ηλικίας, και πιστεύουμε ότι μπορεί να βελτιωθεί μιλώντας γι’αυτό και αλλάζοντας τις ερμηνείες μας για τον εαυτό μας και τους άλλους. Οι ψυχολόγοι έχουν αναπροσδιορίσει την ψυχή και η δύναμή τους έχει επιφέρει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Γιατί; Επειδή ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η ψυχή είναι ύψιστης σημασίας για την πολιτική εξουσία. Αν θεωρείτε, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους και τη βιολογία τους ανταγωνιστικοί και εγωιστές, αυτή η εξήγηση προσδίδει ένα μεγάλο βαθμό νομιμοποίησης στην καπιταλιστική οικονομία. Η ψυχολογία δεν είναι μόνο μια θεραπευτική τεχνική. Είναι μία εντελώς νέα πολιτισμική αντίληψη, με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. 

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και δεδομένης της κρίσιμης σημασίας της στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι καιρός για μια κριτική εξέταση αυτής της αντίληψης. Τι είδους ψυχές διαμορφώνει η ψυχοθεραπεία και ποια είναι η σχέση μιας τέτοιας ψυχής με τη σύγχρονη κοινωνική τάξη;




Οι ελλειμματικοί μας εαυτοί 

Σε μια προ-νεωτερική θρησκευτική κουλτούρα, η ψυχή γινόταν αντιληπτή ως καλή ή κακή, αμαρτωλή ή αγνή, σα να βρισκόταν στο δρόμο του Θεού ή του Διαβόλου. Η ψυχολογική κουλτούρα δεν αντιλαμβάνεται την ψυχή σαν μια ηθική οντότητα, αλλά ως το αποτέλεσμα γεγονότων ή ενορμήσεων που δεν έχουν ηθική σημασία καθαυτές (το «Οιδιπόδειο σύμπλεγμα», παρά το γεγονός ότι σχετίζεται με την αιμομιξία, δεν έχει ηθική σημασία). Συναισθήματα όπως ο θυμός, η ζήλια ή η απληστία, που θεωρούνταν θανάσιμα αμαρτήματα στη Χριστιανική κουλτούρα, δεν γίνονται πλέον αντιληπτά ως ενδείξεις ηθικής φαυλότητας, αλλά ως συμπτώματα κάποιας βαθύτερης κακοδιαχείρισης στην εσωτερική ψυχοσύνθεση του ατόμου. Στην ψυχολογική κουλτούρα, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στο να διαχειριστούμε τον κόσμο, αποδίδονται τελικά στην ψυχοσύνθεσή μας, στις προσωπικές μας «ενδότερες δυσκολίες με τον εαυτό μας». Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν πρέπει να αξιολογείται ο κόσμος με ηθικές κατηγορίες, αλλά οι αποτυχίες αυτού του κόσμου μας κατευθύνουν πρώτα απ’ όλα στην ιδέα ότι οι εαυτοί μας είναι ελλειμματικοί. 

Φανταστείτε ότι ξεκινάτε θεραπεία ζεύγους και έρχεστε σε ένα ψυχολόγο, θυμωμένοι που ο εγωιστής και αδιάφορος σύζυγός σας δε βοηθάει ποτέ με το πλύσιμο των ρούχων, δεν πλένει ποτέ τα πιάτα, δε φροντίζει ποτέ τα παιδιά. Είναι πολύ πιθανό να ακούσετε ότι η ηθική σας επίκριση είναι μια ακατάλληλη απάντηση στην αδιαφορία του συζύγου σας απέναντι στον έντονο κόπο και χρόνο που αφιερώνετε στις δουλειές του σπιτιού, και ότι αυτή η επίκριση στην πραγματικότητα σας εμποδίζει να πάρετε τον έλεγχο της κατάστασης και να αντιληφθείτε ότι ο σύζυγος σας απλώς αναβιώνει κάποιες εμπειρίες εξαρτητικής συμπεριφοράς από την παιδική του ηλικία. Επίσης, είναι πιθανό να ακούσετε ότι ο θυμός σας είναι αποτέλεσμα της δικής σας ανάγκης να τον τιμωρήσετε. Δε θα ακούσετε από τον ψυχολόγο σας τίποτα σχετικά με τον πατριαρχικό έλεγχο ως μορφής κοινωνικού ελέγχου, ή για τον ηθικό χαρακτήρα του συζύγου σας. 

Η «ψυχή», λοιπόν, είναι μια οντότητα που δεν πρέπει να αξιολογείται πλέον με ηθικούς όρους, αλλά θεωρείται ως αποτέλεσμα «ενορμήσεων», «ασυνείδητων επιθυμιών», «απώθησης», «καταπιεστικών παρορμήσεων», «εμμονών» –όλοι «επιστημονικοί» όροι που αφαιρούν την ηθική σημασία που έχουν οι πράξεις των ανθρώπων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου απαγορεύεται να βλέπει κανείς τα παιδιά ως καλά ή κακά, αλλά σα να έχουν συγκεκριμένες ανάγκες. Όταν παρατηρούμε τη δική μας ψυχή σήμερα, δεν ψάχνουμε για ψήγματα αμαρτωλών σκέψεων ή επιθυμιών, αλλά το αντίθετο. Ψάχνουμε για ψήγματα μιας αλήθειας που είναι θαμμένη βαθιά μέσα μας, και πρέπει να ανακαλυφθεί υπομονετικά προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ευτυχία, τη συναισθηματική ευεξία κλπ. Για παράδειγμα, το σαδομαζοχιστικό σεξ φαίνεται περισσότερο αληθές από το ρομαντικό σεξ ακριβώς επειδή μοιάζει να έχει ξεθαφτεί από το ασυνείδητο.

Όταν παρατηρούμε την ψυχή μας δεν αναζητούμε τον πειρασμό που μας ωθεί στην αμαρτία, αλλά σημάδια «δυσλειτουργίας» που οφείλουμε στη συνέχεια να διαχειριστούμε κατάλληλα. Η θρησκεία αφορούσε στη δημιουργία ταμπού και σε μία ξεκάθαρη ικανότητα να διακρίνουμε το καλό από το κακό. Η ψυχολογία αφορά στην αποδέσμευσή μας από τα ταμπού, στην προσεκτική ανακάλυψη μιας αλήθειας που είναι βαθιά κρυμμένη μέσα μας, έχει να κάνει με την υπέρβαση των συναισθημάτων και των φραγμάτων που μας εμποδίζουν να λειτουργούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να βρίσκουμε την ενδότερη αλήθεια μας. Ο νέος στόχος στην κουλτούρα μας δεν είναι να είμαστε καλοί ή ηθικοί, αλλά υγιείς και ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας. Το παράδοξο, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι αυτά τα ιδανικά μας έχουν κάνει «άρρωστους», «ανειλικρινείς» ή «φιλάσθενους» ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να ασχολούνται αδιάκοπα με τον εαυτό τους. Ως αποτέλεσμα της ψυχολογιοποίησης της ψυχής, έχουμε γίνει μια κοινωνία άρρωστων ανθρώπων. Γυναίκες που αγαπούν υπερβολικά και άνδρες που είναι συναισθηματικά απόμακροι, άνδρες που παντρεύονται την πρώτη γυναίκα που θα συναντήσουν και γυναίκες που έχουν εκατοντάδες σεξουαλικούς συντρόφους, όλοι «υποφέρουν» από κάποιο λανθάνον πρόβλημα που τους απομακρύνει από το ευτυχισμένο και υγιές «μέσο όρο».

Σκεφτείτε αυτό: Πριν τον Φρόυντ, η ψυχιατρική θεράπευε ασθενείς με παραισθήσεις ή με σοβαρές δυσλειτουργίες. Επινοώντας την έννοια της «νεύρωσης», η οποία αφορούσε διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις, ο Φρόυντ διεύρυνε την κατηγορία των ανθρώπων που είχαν ανάγκη από θεραπεία. Παρόλο που εξακολουθούσε να θεραπεύει σοβαρά άρρωστους ανθρώπους (π.χ. ανθρώπους με παραλυτική υστερία), η έννοια της νεύρωσης αποτέλεσε μια αξιοσημείωτη διεύρυνση της έννοιας της ψυχικής ασθένειας ή της δυσλειτουργίας. Αν ένας παντρεμένος δεν ένιωθε πια επιθυμία για τη γυναίκα του ή αν μια γυναίκα ένιωθε άγχος στην παρουσία της μητέρας της, αυτά τα συναισθήματα δεν γίνονταν πλέον αντιληπτά ως συνηθισμένες δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής, αλλά ως δυσλειτουργίες που έπρεπε να θεραπευτούν. Η έννοια της νεύρωσης υποδήλωνε, επίσης, ότι θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να ζούμε μια ζωή χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις, κάτι που λειτούργησε δικαιολογώντας το ότι χρειάζεται να απευθυνθεί κανείς στους ψυχολόγους για κάθε πρόβλημα.

Για παράδειγμα, η Margaret Mahler, μια από τις πρώτες που υποστήριξαν την ψυχανάλυση στην Αμερική, ισχυρίστηκε: «Μοιάζει να είναι εγγενές στην ανθρώπινη φύση πως ούτε το πιο φυσιολογικά μεγαλωμένο παιδί με την περισσότερο διαθέσιμη για φροντίδα μητέρα δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη διαδικασία αποχωρισμού-διαμόρφωσης ταυτότητας (separation-individuation process) χωρίς κρίσεις, να βγει ανέπαφο από τον αγώνα της αποκατάστασης των σχέσεων ή να εισέλθει στο Οιδιπόδειο στάδιο χωρίς κάποια αναπτυξιακή δυσκολία». Αν ακόμα και τα πιο «φυσιολογικά μεγαλωμένα παιδιά» με την «περισσότερο διαθέσιμη για φροντίδα μητέρα» αντιμετωπίζουν «δυσκολίες» και «κρίσεις», τότε αυτό σημαίνει ότι τόσο τα φυσιολογικά παιδιά όσο και τα παθολογικά –όλα δηλαδή τα παιδιά– δεν εξασφαλίζουν και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ψυχική τους υγεία, και έτσι χρειάζονται την ψυχολογία για να ξεπεράσουν τις εγγενείς κρίσεις που εμπεριέχει η ίδια η εμπειρία της ζωής.



Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60’ προέκυψε μια επιπρόσθετη αλλαγή στην ψυχολογική θεωρία. Οι ψυχολόγοι όχι μόνο μετατοπίστηκαν θεωρητικά από την ψυχολογική ενόχληση στο πολύ ευρύτερο πεδίο της νευρωτικής δυστυχίας, αλλά μεταστράφηκαν από τη νευρωτική δυστυχία στην ιδέα ότι υγεία και αυτοπραγμάτωση είναι ταυτόσημες. Το αποτέλεσμα ήταν να καθοριστεί μια νέα κατηγορία ανθρώπων: Εκείνοι που δε συμβάδιζαν με εκείνα τα ψυχολογικά ιδανικά περί αυτοπραγμάτωσης θεωρούνταν άρρωστοι. Ο Abraham Maslow, ένας εκλαϊκευτής της ψυχολογίας, το έθεσε ως εξής: «Οι άνθρωποι που αποκαλούμε «αρρώστους» είναι εκείνοι που δεν είναι ο εαυτός τους. Εκείνοι που έχουν αναπτύξει όλων των ειδών τις νευρωτικές άμυνες απέναντι στο να είναι κανείς άνθρωπος». Ή για να το θέσω διαφορετικά: «Η έννοια της δημιουργικότητας και η ιδέα του υγιούς, αυτοπραγματωμένου, ολοκληρωτικά ανθρώπινου ατόμου φαίνεται να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ και μπορεί να αποδειχθεί, εν τέλει, ότι αποτελούν το ίδιο πράγμα».

Ας το σκεφτούμε σε αναλογία με το σώμα. Εάν έλεγα πως ένα σώμα του οποίου οι μύες δεν είναι ολοκληρωτικά ανεπτυγμένοι είναι ένα άρρωστο σώμα, τότε αυτό θα ήταν μια ιδέα την οποία όλοι θα βρίσκαμε γελοία. Παρόλα αυτά, αυτό ακριβώς έχουμε καταλήξει να πιστεύουμε όσον αφορά την ψυχή. Όπως στο παράδοξο του Ζήνωνος, η ψυχική υγεία και η αυτοπραγμάτωση είναι ο στόχος ενός βέλους που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, αλλά ποτέ δε φτάνει. Είναι αυτή η αέναη προσπάθεια για αυτοβελτίωση που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας, και που κρύβει αυτό που αποκαλώ πολιτική της ψυχολογίας.



Ο οικονομικός μηχανισμός

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, οι ψυχολόγοι έχουν γίνει ένα κεντρικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας και του σύγχρονου καπιταλισμού. Εξ ορισμού, οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες είναι σε θέση να επιβάλλουν την κοσμοθεωρία τους στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι ψυχολόγοι ισχυροποιήθηκαν επειδή εισήλθαν σε όλες τις δομές της κοινωνίας: στο στρατό, στις εταιρίες, στην οικογένεια, στη σεξουαλικότητα, στη διαφήμιση, στο κράτος, στο σχολείο. Εισήλθαν σε όλες τις δομές της κοινωνίας επειδή προσέφεραν τεχνικές διαχείρισης των συγκρούσεων, τεχνικές που βοηθούσαν τους ανθρώπους να συνεργαστούν με τους άλλους σε έναν εργασιακό χώρο όπου η προσωπικότητα είχε την ίδια ή και περισσότερη σημασία από τις ικανότητες ή τις δεξιότητες. 

Καμιά κοινωνική ομάδα τον 20ο αιώνα δεν ήταν πανταχού παρούσα στο βαθμό που ήταν οι ψυχολόγοι, καθώς επαναπροσδιόρισαν τη φύση της ανθρώπινης κινητοποίησης, των συγκρούσεων και της αρμονίας. Γιατί πέτυχαν με τόσο θεαματικό τρόπο; Κάποιοι θα υποστήριζαν πως αυτό οφειλόταν στο ότι ανακάλυψαν τους πραγματικούς νόμους του μυαλού. Η επιτυχία τους, όμως, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με αυτόν τον τρόπο, επειδή: 1) Η επιστημονική εγκυρότητα της Φροϋδικής θεωρίας έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό, υποδηλώνοντας ότι ο Freud ήταν πάνω απ’ όλα ένας πολιτισμικός μεταρρυθμιστής. 2) Υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα παραδείγματα στην ψυχολογική πρακτική, τα οποία υποστηρίζουν διαφορετικές και ασύμβατες αντιλήψεις περί ψυχής (ψυχοδυναμική, συμπεριφοριστική, γνωστική ψυχολογία, νευροψυχολογία, κλπ), γεγονός που, με τη σειρά του υποδηλώνει ότι η ψυχολογία δεν έχει υπάρξει αποτελεσματική ως ένα ενιαίο επιστημονικό παράδειγμα. 3) Η ψυχολογία έχει χρησιμοποιηθεί σε πεδία που δεν ελέγχονται από την επιστήμη, όπως είναι η κουλτούρα της αυτοβοήθειας, η πνευματικότητα ή η καθοδήγηση. Εκεί, συχνά εφαρμόζεται από ανθρώπους που δεν διαθέτουν κάποιου είδους πιστοποίηση, και παρ’ όλα αυτά είναι αποτελεσματική, με την έννοια ότι βοηθά τους ανθρώπους που τους πιστεύουν.

Αυτό υποδηλώνει ότι η ψυχολογία λειτουργεί ως μια πολιτισμική οπτική κατανόησης και θεραπείας του εαυτού, δηλαδή λειτουργεί ως μια γλώσσα που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε σε ένα κόσμο όπου οι ξεκάθαροι κανόνες και οι νόρμες σχετικά με την ταυτότητα και την ηθικότητα έχουν καταρρεύσει. Υπάρχει, όμως, και συνέχεια.

Ο λόγος για τον οποίο οι έννοιες της υγείας και της ενδότερης αλήθειας απέκτησαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, είναι επειδή έθεσαν σε λειτουργία ένα τρομερό οικονομικό μηχανισμό. Όσο περισσότερο αναζητούμε τον υγιή εαυτό μας, τόσο περισσότερο μπορούμε να πολλαπλασιάσουμε και να διευρύνουμε τα ψυχολογικά προβλήματα. Όσο περισσότερο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποια ζωή ως μη υγιή –ως μια ζωή που χρήζει διαχείρισης και βελτίωσης– τόσο περισσότεροι πελάτες υπάρχουν. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την ντροπαλότητα. Μέχρι και πριν από 20 χρόνια, η ντροπαλότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα χάρισμα, ένα σημάδι ότι ένα άτομο ήταν ταπεινό, κατάλληλα συγκρατημένο, ενάρετο, ηθικό. Ωστόσο, η ντροπαλότητα επαναπροσδιορίστηκε ως «κοινωνικό άγχος», το οποίο απαιτεί φαρμακευτική θεραπεία (Paxil), καθώς και κατάλληλη φροντίδα και θεραπεία από ψυχολόγους. Απλούστατα, όσο περισσότερο μια επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίζει τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές ως «δυσλειτουργίες», τόσο περισσότερο είναι ικανή να τεκμηριώσει αυτό που αποκαλούμε ψυχικό πρόβλημα, και τόσο περισσότερο η ψυχή γίνεται πηγή οικονομικού κέρδους, τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε μια αστείρευτη οικονομική μηχανή.

Eπομένως, η ψυχολογία δεν είναι μόνο ένα επάγγελμα. Είναι μια τεράστια βιομηχανία που μας οδηγεί στην καρδιά της οικονομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε τους ψυχολόγους στη συμβουλευτική γάμου, στη σεξουαλικότητα, στα σεμινάρια εταιριών, για να αυξηθεί η οικονομική αποδοτικότητα, στη διαφήμιση, στις πολιτικές διαμάχες, σε μετατραυματικές διαταραχές και στην αυτοδιαχείριση γενικότερα. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα κοινωνικό πρόβλημα, μια σύγκρουση με ένα άλλο άτομο, μια δυσλειτουργία, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης μεταξύ δύο ανθρώπων, που να μη μεταφράζεται σε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Αυτό που είναι κοινό μεταξύ των ψυχολόγων, των
New Age θεραπειών, των εργαστηρίων, των βιβλίων αυτοβοήθειας, του coaching και των ψυχιατρικών φαρμάκων, είναι η χρήση εξειδικευμένης γνώσης (ψυχολογικής, φαρμακευτικής, γενετικής) για να προκαλέσουν κάποια συναισθηματική αλλαγή, όπως για παράδειγμα να μειώσουν το άγχος ή τον θυμό, να δημιουργήσουν ένα αίσθημα ευεξίας, να αυξήσουν την οικειότητα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, να αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, να μειώσουν τα συναισθήματα αναξιότητας ή αδυναμίας, και να αυξήσουν την αυτοεκτίμηση.

Ας δούμε και κάποια αριθμητικά στοιχεία: Οι ψυχολόγοι στις Η.Π.Α κατείχαν περίπου 174.000 θέσεις εργασίας το 2010. Η συνολική απασχόληση των ψυχολόγων αναμενόταν να αυξηθεί κατά 22% από το 2010 μέχρι το 2020, ταχύτερα από τον μέσο όρο όλων των υπόλοιπων επαγγελμάτων (όπου το ποσοστό του μέσου όρου ανάπτυξης είναι 14%). Ο Οργανισμός Ψυχικής Υγείας δημοσίευσε μια ανασκόπηση, η οποία υπολόγισε πως το κόστος των προβλημάτων ψυχικής υγείας στις ανεπτυγμένες χώρες κυμαινόταν μεταξύ του 3 και 4% του ΑΕΠ. Για τις Η.Π.Α, όταν αυτό το φαινόμενο ήταν ακόμα στις απαρχές του, το 1990, το συνολικό κόστος για τη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών συνολικά είχε υπολογιστεί στα $148 δισεκατομμύρια. Τα έξοδα της θεραπείας για την ψυχική υγεία και την κατάχρηση ουσιών στις Η.Π.Α υπολογιζόταν στα 85,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1997: 73,4 δισεκατομμύρια δολάρια για την ψυχική ασθένεια και 11.9 δισεκατομμύρια για την κατάχρηση ουσιών. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε τη γκρίζα ζώνη των εργαζομένων σε μη πιστοποιημένα και μη θεσμοθετημένα πεδία της ψυχολογίας. Οι πωλήσεις αυτού του πεδίου υπολογίζονται στα $328 εκατομμύρια δολάρια μόνο για το διάστημα ενός χρόνου, κι αυτό μόνο μεταξύ των 12 καλύτερων «εμψυχωτών» (motivational speakers). Επίσης, πεντακόσιοι «εμψυχωτές» (motivational speakers), παίρνουν πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο.

To προσωπικό coaching, με περισσότερους από 40.000 ανθρώπους να δουλεύουν σε αυτό το πεδίο στις Η.Π.Α, είναι μια αγορά 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων και αυξάνεται κατά 18% το χρόνο. Οι περισσότεροι προσωπικοί εκπαιδευτές (coachers) χρεώνουν $200-500 το μήνα για ένα εβδομαδιαίο τηλεφώνημα, αλλά οι προσωπικοί εκπαιδευτές (coachers) στις εταιρίες χρεώνουν ακριβότερα.



Η ιδιωτικοποίηση της ψυχής


Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: Και τι έγινε; Οι ψυχολόγοι βγάζουν λεφτά. Οι άνθρωποι βοηθιούνται από αυτούς. Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι το εξής: Η ψυχολογία έχει μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε τις ερμηνείες μας, τον τρόπο με τον οποίο εξηγούμε τη δική μας συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των άλλων. Γιατί είναι αυτό σημαντικό; Είναι σημαντικό επειδή ο τρόπος με τον οποίο εξηγούμε την επιτυχία ή την αποτυχία, τη δική μας ή των άλλων, αποτελεί ένα κεντρικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο δικαιολογούμε την κοινωνική τάξη. Αν εξηγείτε τη δυσκολία σας να διατηρήσετε μια σταθερή δουλειά με το να προβάλλετε τη δική σας έλλειψη αυτοπεποίθησης ή κάποια αυτοκαταστροφική τάση, θα αντιληφθείτε τον χώρο εργασίας σας και την οικονομία πολύ διαφορετικά απ’ ότι αν την εξηγούσατε με το να αναφέρεστε στους εργασιακούς νόμους που διευκολύνουν την απόλυση των εργαζομένων ή τον αδυσώπητο ανταγωνισμό της οικονομίας της αγοράς.

Εδώ είναι ένα παράδειγμα του πώς οι ψυχολόγοι επέδρασαν στην πολιτική κουλτούρα αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η ευθύνη. Γύρω στο 1920, οι ψυχολόγοι άρχισαν να διεισδύουν στις αμερικάνικες εταιρίες. Βοήθησαν τα διευθυντικά στελέχη να διευθύνουν καλύτερα το εργατικό δυναμικό προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Ιστορικά, μία από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της εισόδου των ψυχολόγων στις εταιρείες ήταν η απαγόρευση της έκφρασης του θυμού στον εργασιακό χώρο. Ένας καλός διευθυντής και ένας καλός εργαζόμενος έπρεπε να επιδεικνύουν κάθε στιγμή την ικανότητά τους να καταλαβαίνουν τους άλλους και να υπερασπίζονται το προσωπικό τους συμφέρον. Ο θυμός μετατράπηκε σε ένα στοιχείο που υποδήλωνε έλλειψη επαγγελματισμού, κάποιου ο οποίος «δεν έστεκε στα καλά του».

Απ’ όλα τα συναισθήματα, ο θυμός είναι κατά πάσα πιθανότητα το πιο πολιτικό: Χωρίς αυτόν, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί επαναστάσεις, διαδηλώσεις και κοινωνικές διαμαρτυρίες. Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι που νιώθουν θυμό πληροφορούνται συντριπτικά από τους γύρω τους ότι ο θυμός τους είναι προσωπικό τους πρόβλημα, ότι έχει ψυχικά αίτια, ότι μπορεί και πρέπει να είναι διαχειρίσμος, και ότι η αποτυχία τους να τον διαχειριστούν το μόνο που δείχνει είναι την ανικανότητά τους. Είναι όμως στ’ αλήθεια ο θυμός ένα προσωπικό πρόβλημα; Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους ο σύγχρονος εργασιακός χώρος είναι δομικά διαμορφωμένος ώστε να προκαλεί θυμό: Οι άνθρωποι μαθαίνουν και εκπαιδεύονται πως πρέπει να είναι αυθεντικοί και δημιουργικοί, αλλά παρόλα αυτά ως επί το πλείστον δουλεύουν σε εντελώς αντιδημιουργικά περιβάλλοντα. Οι άνθρωποι διδάσκονται πως πρέπει να είναι αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, αλλά πολύ συχνά πρέπει να συμμορφώνονται με αυστηρούς γραφειοκρατικούς κανονισμούς και ιεραρχίες. Οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι οι προσπάθειες και τα ταλέντα τους θα ανταμειφθούν, αλλά βιώνουν μια γενική ευνοιοκρατία και αδικία. Οι άνθρωποι μαθαίνουν πως πρέπει να είναι cool και χαρούμενοι, παρόλα αυτά ο καπιταλιστικός χώρος εργασίας μπορεί να σε ξεφορτωθεί όποτε χρειαστεί προκειμένου να «αυξήσει την αποδοτικότητα».

Οι σύγχρονοι εργασιακοί χώροι είναι πιθανό να παράγουν χρόνιο θυμό επειδή δημιουργούν χρόνια δομικά ελλείμματα στην αναγνώριση, όπου η «αναγνώριση» είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα που αναζητούν οι εργαζόμενοι. Παρ’όλα αυτά, η έκφραση του θυμού δεν έχει υπάρξει ποτέ τόσο μη νομιμοποιημένη όσο τώρα, επειδή υποτίθεται πως δείχνει μια έλλειψη ωριμότητας και ικανότητας. Έτσι, ο θυμός αναδιοχετεύθηκε στους ψυχολογικούς καναπέδες, στα βιβλία αυτοβοήθειας και στα σεμινάρια διαχείρισης θυμού. Κατά συνέπεια η τεράστια πολιτική δύναμη και το δυναμικό του θυμού εξουδετερώθηκαν. Όταν ιδιοποιείται από ψυχολόγους, τότε ο θυμός ποινικοποιείται. Γίνεται βλαβερός. Γίνεται ένα σημάδι ότι κάποιος πρέπει να δουλέψει μια εσωτερική διαμάχη. Μετατρέπεται σε ένα προσωπικό πρόβλημα εκείνου που νιώθει θυμό, ερμηνεύεται ως ένα ένδειξη του ότι δεν είναι αρκετά καλά εκπαιδευμένος και δασκαλεμένος. 

Ως αποτέλεσμα της ποινικοποίησης του θυμού στην κουλτούρα, από τη δεκαετία του 1970 και μετά έχουν αρχίσει να ξεπετάγονται σαν μανιτάρια διάφορα σεμινάρια διαχείρισης θυμού. Οι τεχνικές τους συνίστανται, για παράδειγμα, στη φαντασίωση του αντικειμένου του θυμού, στην εκμάθηση τεχνικών βαθέων εισπνοών, στον διαλογισμό, και στην κατανόηση –εν ολίγοις– την εκτόνωση του θυμού.

Η ισραηλινή κοινωνία, όπως και άλλες κοινωνίες –και ακόμη περισσότερο από άλλες κοινωνίες– δημιουργεί χρόνια δυσαρέσκεια, θυμό και άγχος. Η κοινωνία αυτή έχει μια ασυνήθιστα υψηλή και βλαβερή εξάρτηση από τις διάφορες ομάδες New Age, την πνευματικότητα και τους ψυχολόγους για να αλλάζει, να διαχειρίζεται και να λύνει διάφορες συγκρούσεις και προβλήματα. Προφανώς, κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια και η ψυχολογία πράγματι βοηθάει. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των μορφών διεξόδου ασχολείται με το να κατασκευάζει απλώς ευτυχία, ψυχραιμία, χαλάρωση και αποστασιοποίηση. Η δημιουργία ευχαριστημένων ψυχών καταλήγει να δημιουργεί μια μορφή αταραξίας, παθητικότητας και αδράνειας απέναντι στον κόσμο. Όταν εκείνο που χρειάζεται είναι να αμφισβητήσουμε σοβαρά ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του πολιτικού και θεσμικού μας πλαισίου, αυτή η παθητικότητα –με τη μορφή της έμμονης ενασχόλησης με τον εαυτό και της αναζήτησης της σωστής ψυχοσύνθεσης– είναι ανησυχητική, ακόμη και επικίνδυνη.

Οι ψυχολογιοποιημένοι εαυτοί είναι υπερβολικά απορροφημένοι από την ευεξία και τα συναισθήματά τους. Είναι εαυτοί που πιστεύουν ότι αν δουλέψουν αρκετά με τον εαυτό τους, τότε θα αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο · ή πως ο εξωτερικός κόσμος δεν έχει σημασία, παρά μόνο ο εσωτερικός, και πως οι συγκρούσεις μπορούν πάντα να λυθούν με το να βρούμε έναν ώριμο τρόπο για να επικοινωνήσουμε. Οι κοινωνικές αλλαγές δεν συμβαίνουν κατ’ αυτό τον τρόπο. Η ψυχολογία παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, μέσω της ιδιωτικοποίησης των προβλημάτων καθώς και μέσω της υπόσχεσης (καθώς επίσης και της επιταγής) της αυτοβελτίωσης. Ο πολιτικοποιημένος θυμός –θυμός ο οποίος προκαλείται από τους άδικους και καταχρηστικούς θεσμούςείναι ένα πολιτικό συναίσθημα, και ως τέτοιο, πρέπει να εκφράζεται και να μοιράζεται δημόσια. 

Αυτή η μεγάλη βιομηχανική οργάνωση της διαχείρισης των συναισθημάτων αποτελεί σήμερα ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας του νεοφιλελευθερισμού. Γιατί ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί τόσο καλά ως ιδεολογικό σύστημα; Επειδή ταιριάζει γάντι με την κοσμοθεωρία που επικρατεί στις δυτικές χώρες και η οποία προωθείται από την pop ψυχολογία: ότι είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τις αποτυχίες μας, ότι αν δουλέψουμε αρκετά με τον εαυτό μας μπορούμε να πετύχουμε ότι θέλουμε, ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει, παρά μόνο ο δικός μας τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, και πως μπορούμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας μέχρι θανάτου. Σε αυτό το σημείο, πρέπει όμως να κάνουμε κάτι ξεκάθαρο: Μια δίκαιη κοινωνία δεν είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα ελλείμματα και την αδικία της κοινωνίας τους · την αδικία των θεσμών και του χώρου εργασίας τους. Μια δίκαιη κοινωνία δεν είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι βελτιώνουν την ψυχή τους μέχρι θανάτου προκειμένου να μετριάσουν τα ελλείμματα και τις ανεπάρκειες των θεσμών τους. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν υποστηρίζει μόνο την ιδιωτικοποίηση των εθνικοποιημένων βιομηχανιών, αλλά και της ψυχής. Η ψυχολογία είναι για την ψυχή ό,τι έχει υπάρξει ο νεοφιλελευθερισμός για την αγορά: μια ιδεολογία που δικαιολογεί την αποτυχία των πολλών, προκειμένου να αιτιολογήσει και να εξυμνήσει τις επιτυχίες άλλων ως ένα κερδισμένο με κόπο και αξιοκρατικό αποτέλεσμα της ψυχικής δουλειάς που έχουν κάνει με τον εαυτό τους, με το «εσωτερικό» τους. Οφείλουμε να αντισταθούμε σε μια τέτοια κοσμοθεωρία, και να επαναφέρουμε και πάλι την πολιτική στις ψυχές μας.




Μετάφραση: Στέλλα Μαύρη
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 

Η πρώτη εικόνα είναι της Yael Bogen, και ο πίνακας στο τέλος του Asger Jorn.   
 


21.12.13

Κάποιες σκέψεις σχετικά με την κριτική ψυχολογία, το φεμινισμό και τις μετα-αποικιοκρατικές σπουδές


Ilana Mountian, São Paulo, Βραζιλία

Email: imountian@yahoo.com

Σε αυτό το άρθρο θα σχολιάσω ορισμένες πτυχές της κριτικής ψυχολογίας, των φεμινιστικών, αντιρατσιστικών, μετα-αποικιοκρατικών και άλλων αντι-ουσιοκρατικών προσεγγίσεων, και θα εξετάσω τους λόγους για τους οποίους αυτές οι προσεγγίσεις είναι σημαντικές για την αντίσταση και τους αγώνες εξουσίας εντός και εκτός του ακαδημαϊκού πλαισίου. Προκειμένου να το κάνω αυτό, θα χρησιμοποιήσω συγκεκριμένα παραδείγματα από τοπικούς αγώνες και κοινωνικά κινήματα της Βραζιλίας.

Οι κριτικές προσεγγίσεις εξετάζουν τις σχέσεις εξουσίας, δηλαδή το πώς διαμορφώνονται και συντηρούνται σχέσεις εξουσίας, και το πώς αυτές (ανα)παράγουν συγκεκριμένους “άλλους” σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Ως εκ τούτου, αυτές οι προσεγγίσεις λαμβάνουν υπόψη τους διάφορες ανταγωνιστικές φωνές και προσπαθούν να δημιουργήσουν τέτοιες φωνές απέναντι στους κυρίαρχους λόγους. Αυτές καθαυτές, οι κριτικές οπτικές διαταράσσουν το κυρίαρχο status quo. Ενίοτε, μόνο μια περιγραφή που προέρχεται από μία μη-ηγεμονική σκοπιά μπορεί να προκαλέσει ενόχληση, ενώ συχνά συνοδεύεται από ισχυρές αντιστάσεις.

Λέγεται συχνά πως «δε χρειαζόμαστε πια τον φεμινισμό», πως «οι γυναίκες στις μέρες μας μπορούν να ψηφίζουν και να δουλεύουν». Τι σημαίνουν αυτοί οι ισχυρισμοί; Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των επιχειρημάτων; Για παράδειγμα, είναι συνηθισμένο να ακούει κανείς ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι και τα πιο επείγοντα ζητήματα στην πολιτική. Ο ισχυρισμός αυτός φέρνει στο προσκήνιο κάποια σημαντικά ερωτήματα.

Πρώτον, είναι σαν να υπονοεί πως υπάρχει μια ιεραρχία στους αγώνες · “τώρα ασχολούμαστε με την πραγματική πολιτική”, “πρέπει να καταπολεμήσουμε πρώτα την πείνα για να καταπολεμήσουμε στη συνέχεια την καταπίεση των γυναικών” (η Βραζιλία είναι η 12η χώρα παγκοσμίως όσον αφορά τις κοινωνικές ανισότητες, παρόλο που η οικονομία της συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα κορυφαίες οικονομίες παγκοσμίως[1]). Φαίνεται σαν ο φεμινισμός να γίνεται αντιληπτός μόνο ως ένα ζήτημα που αφορά τις γυναίκες, και όχι ως ένα σύστημα σκέψης που έχει ως στόχο να ξηλώσει την καταπίεση και να πολεμήσει εναντίον της · καταπίεση που βασίζεται στο φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη διαπλοκή αυτών με άλλους άξονες καταπίεσης (άρρηκτα συνδεδεμένους με τη φυλή, την ηλικία, διάφορες μορφές αναπηρίας, και άλλες σχέσεις εξουσίας). Δεύτερον, η ανισότητα που βασίζεται στο φύλο και τη σεξουαλικότητα είναι δομική, αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η έμφυλη διαφορά επηρεάζει άμεσα τη φτώχεια · δηλαδή, οι ​​γυναίκες είναι φτωχότερες, άρα, οι πρωτοβουλίες για τη μείωση της οικονομικής ανέχειας πρέπει να λάβουν υπόψη τους την κοινωνική ανισότητα με βάση το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Τρίτον, η αντίσταση κατά του φεμινισμού παρατηρείται επίσης και σε ακαδημαϊκά πλαίσια · «ασχολούμαστε με ανθρώπους, όχι με τις γυναίκες» - λες και οι “άνδρες” δεν έχουν φύλο, λες και ο φεμινισμός έχει να κάνει με τις γυναίκες, και όχι με σχέσεις εξουσίας. Τέταρτον, το φύλο και η σεξουαλικότητα συχνά γίνονται αντιληπτά ως μορφές αγώνων που αφορούν τον οικιακό χώρο, και ως εκ τούτου, θεωρείται πως δεν συνδέονται με όλους τους υπόλοιπους αγώνες. Εξ’ ου και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ορισμένα κοινωνικά κινήματα και η κυβερνητική πολιτική όσον αφορά την ενσωμάτωση ζητημάτων φύλου και σεξουαλικότητας στα «καθολικά» τους αιτήματα. Έχοντας αυτά τα στοιχεία κατά νου, θα ήθελα να σχολιάσω ορισμένες διαστάσεις, στις οποίες δίνουν έμφαση τόσο οι φεμινιστικές και μετα-αποικιοκρατικές μελέτες όσο και η κριτική ψυχολογία. Πρόκειται για διαστάσεις οι οποίες ανοίγουν σημαντικούς χώρους για δημόσιο διάλογο.


1.  «Το προσωπικό είναι πολιτικό»
 
Η συγκεκριμένη έκφραση θίγει δύο σημαντικές πολιτικές έννοιες, δηλαδή ότι “το προσωπικό είναι πολιτικό” και πως “το πολιτικό είναι προσωπικό”. Παρόλο που αυτές μοιάζουν ταυτόσημες, η παραπάνω φράση περιλαμβάνει διάφορες πολιτικές στρατηγικές, που είναι σημαντικές τόσο για την κριτική ψυχολογία όσο και για τους λαϊκούς αγώνες, όπως: το ότι η καταπίεση στο σπίτι είναι πολιτική · το ότι οι έμφυλοι αγώνες είναι πολιτικοί · ότι η ιδέα ενός “καθολικού υποκειμένου” είναι συνυφασμένη με την πολιτική. Όσον αφορά το τελευταίο, από μία κριτική σκοπιά, φαίνεται πως στο “τα δικαιώματα του ανθρώπου (rights of man)[2]”, αυτό το “υποκείμενο” γίνεται συχνά αντιληπτό ως ένας “συγκεκριμένος ετεροφυλόφιλος άνδρας”, στον οποίο δεν συμμετέχουν κατά τον ίδιο τρόπο άλλες ομάδες (όπως γυναίκες, μη ετεροφυλόφιλοι, μαύροι, φτωχοί άνθρωποι) · ομάδες που συχνά παρουσιάζονται ως ο «άλλος». Επομένως, το ότι το “πολιτικό είναι προσωπικό”, δίνει εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους και αναπαράγει κοινωνικές ανισότητες για άλλους ανθρώπους. Επιπλέον, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται, επίσης, η σημασία της παρουσίας του «άλλου» στην πολιτική.
Οι στρατηγικές εκπροσώπησης, δηλαδή, το να διαθέτουν φωνή οι γυναίκες, οι μαύροι-ες, καθώς και άλλοι «άλλοι» στην πολιτική και στους χώρους εργασίας, εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία στη Βραζιλία. Φυσικά, αυτό είναι απλώς μια στρατηγική, αφού το παρουσιαστικό κάποιου/ας δεν μπορεί να εξισώνεται με την ιδεολογία. Για παράδειγμα, μια μαύρη γυναίκα δεν είναι απαραίτητα φεμινίστρια και αντι-ρατσίστρια. Ωστόσο, το να εκπροσωπούνται κάποιοι/ες είναι ζωτικής σημασίας για την πολιτική. Για παράδειγμα, οι φυλετικές ποσοστώσεις στα πανεπιστήμια έχουν αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο πάλης για τα κινήματα των μαύρων, μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί μια ιστορική κοινωνική ανισότητα. Έτσι, υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημαντικές πολιτικές στρατηγικές · τις στρατηγικές εκπροσώπησης και τη σημασία του να υπάρχει “λογοδοσία” για διάφορες ιδεολογίες που καταστρατηγούν τις κοινωνικές μας αξίες.


2.  Mερική γνώση (partial knowledge) και το καθολικό υποκείμενο

Οι φεμινιστικές καθώς και οι μετα-αποικιοκρατικές προσεγγίσεις θέτουν υπο αμφισβήτηση διάφορες καθολικές έννοιες και έννοιες που λειτουργούν ουσιοκρατικά, καθώς και τις επιδράσεις που αυτές έχουν, κυρίως όσον αφορά στην (ανα)παραγωγή του “άλλου”. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες στην ιστορία της ιατρικής έγιναν αντιληπτές ως επιρρεπείς στην τρέλα, ως κάποιες που δεν έχουν έλεγχο, ως κάποιες που βρίσκονταν κοντύτερα στη φύση και το συναίσθημα, και ως κάποιες που καθοδηγούνταν από σεξουαλικά και αναπαραγωγικά ένστικτα, έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις. Αυτοί οι λόγοι (discourses), παρόλο που παρουσιάζονται ως “ουδέτεροι”, προσέφεραν τα μέσα για να διατηρηθούν οι γυναίκες σε συγκεκριμένες κοινωνικές θέσεις, όπως, να θεωρηθούν ακατάλληλες για «σημαντικές» θέσεις εργασίας, να θεωρηθούν πως βρίσκονται κοντύτερα στην τρέλα (παγκοσμίως οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι αποτελούν τις κοινωνικές ομάδες που διαγιγνώσκονται συχνότερα για χορήγηση αντικαταθλιπτικών), και η ιδέα πως οι γυναίκες έχουν ανάγκη από έλεγχο. Επίσης, η ευχαρίστηση των γυναικών εξακολουθεί να θεωρείται ως κάτι που παραβιάζει τα όρια. Η συμβολική θέση των γυναικών ως φορέων της ηθικότητας του έθνους ∙ και η εικόνα τους ως μητέρων ή εν δυνάμει μητέρων, τοποθετεί ρηματικά (discursively) το σώμα τους ως ένα χώρο ελέγχου. Έτσι, η χρήση ναρκωτικών, το σεξ που δεν γίνεται για αναπαραγωγικούς σκοπούς και άλλοι ηθικοί τομείς, στιγματίζονται ως συμπεριφορές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα ναρκωτικά, σε ορισμένα μέρη της Βραζιλίας, αποτελεί συνηθισμένη πρακτική το να απομακρύνουν στο νοσοκομείο το μωρό από τη μητέρα του εφόσον αυτή κάνει χρήση ουσιών · μια πρακτική που επηρεάζει ιδιαίτερα τις φτωχές γυναίκες.

Όσον αφορά την αυτονομία του σώματος, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο δημόσιος χώρος εξακολουθεί να μη θεωρείται ως ένας χώρος για γυναίκες. Τη νύχτα, οι γυναίκες συνίσταται να περπατούν συνοδευόμενες από έναν άνδρα, και να ντύνονται σωστά. Η σεξουαλική κακοποίηση και η ενδο-οικογενειακή βία εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες (μεταξύ του 2001 και του 2011, πάνω από 50.000 γυναίκες έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της έμφυλης βίας, δηλαδή 5000 ετησίως) (Garcia et al., 2013).[3] Η έκτρωση αποτελεί επίσης ένα θεμελιώδες ζήτημα, καθώς, όντας παράνομη, αυτό έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός μεγάλου αριθμού γυναικών λόγω επιπλοκών που προκαλούνται από παράνομες εκτρώσεις. Ακόμη, βρίσκεται υπό συζήτηση ένα πρόγραμμα που ονομάζεται «Νόμος των αγέννητων παιδιών» (Lei do nascituro), το οποίο προσδίδει κοινωνικά δικαιώματα στο έμβρυο. Μεταξύ άλλων, προβλέπει οικονομική υποστήριξη για περιπτώσεις βιασμού από το δράστη – σε περίπτωση που αυτός αναγνωριστεί – ή από το κράτος, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη του δικαιώματος στην έκτρωση. Στη Βραζιλία, μπορούμε να παρατηρήσουμε όλους αυτούς τους αγώνες σε sluts walk[4], πορείες λεσβιών, πορείες γυναικών, και άλλες πορείες διαμαρτυρίας.

Άλλα παραδείγματα σχέσεων εξουσίας στον τομέα της έρευνας μπορούν να εντοπιστούν στην ιστορία του τεστ νοημοσύνης (IQ test), το οποίο όντας αντιληπτό ως κάτι που οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, θεωρήθηκε πως απονομιμοποιεί κάποιους συγκεκριμένους "άλλους". Επίσης, ένα άλλο παράδειγμα σχέσεων εξουσίας ήταν ο τρόπος με τον οποίο γινόταν αντιληπτή η ομοφυλοφιλία, η οποία μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούταν ψυχική ασθένεια -κάτι που ανέδειξε την μερικότητα της γνώσης και την προσπάθεια που είχε καταβληθεί προκειμένου αυτή η γνώση να θεωρηθεί καθολική. Αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν πως οι κοινωνιακές αντιλήψεις δεν βρίσκονται εκτός της ιστορίας της γνώσης μας. Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η τρανσεξουαλικότητα ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται ψυχική ασθένεια, όπως επίσης και ο εθισμός σε ουσίες. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι πλέον ψυχική ασθένεια, δεν σημαίνει πως η ομοφοβία έχει σταματήσει να υπάρχει. Αντίθετα, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος τόσο των θεσμικών όσο και των καθημερινών σχέσεων. Στην Βραζιλία, η πάλη ενάντια στην ομοφοβία έχει αποτελέσει ένα σημαντικό αγώνα (οι ανθρωποκτονίες ΛΟΑΤ[5] ανθρώπων εξακολουθούν να αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα).[6]

Προκειμένου να βάλουμε αυτή τη συζήτηση σε ένα πλαίσιο, το Μάρτιο του 2013 ο ευαγγελικός πάστορας Marcos Feliciano, γνωστός για τις σεξιστικές, ομοφοβικές και ρατσιστικές του απόψεις, εξελέγη πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Μειονοτήτων (Watts, 2011; Comissão de Cidadania e Reprodução 2013).[7] [8]Αυτό το γεγονός δείχνει πόσο δύσκολοι έχουν γίνει εντός αυτού του πλαισίου οι αγώνες για την ισότητα. Η επίδραση των θρησκευτικών λόγων (discourses) στη θεσμική πολιτική είναι εμφανής σε διάφορους τομείς. Φαίνεται, μεταξύ άλλων, στο ότι οι πολιτικές που αφορούν τα ναρκωτικά επικεντρώνονται κυρίως στην τιμωρία, στην περιθωριοποίηση που συνάντησαν οι δημόσιες εκστρατείες για τον ιό του AIDS, καθώς και στον παραγκωνισμό άλλων εκστρατειών κατά της ομοφοβίας στα σχολεία ή υπέρ των ιερόδουλων · φαίνεται επίσης, στο πρόγραμμα για τα αγέννητα παιδιά (project nascituro), καθώς και από την ύπαρξη προγραμμάτων «γκέι θεραπείας».


3.  Οι καταπιεσμένοι-ες δε μπορούν να μιλήσουν
 
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν τη δυνατότητα ομιλίας, αλλά ότι αυτό που θα πουν και ο τρόπος που θα το πουν δεν θα εισακουστούν, καθώς ο ακαδημαϊκός ηγεμονικός λόγος, όπως τονίζει η Spivak (2010)[9], είναι εμποτισμένος με πατριαρχικές και ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, δεν υπάρχει γλώσσα για να εκφραστεί η θέση των καταπιεσμένων. Η συγκεκριμένη ιδέα είναι ζωτικής σημασίας για το κριτικό έργο, αφού αφενός τονίζει ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει αναστοχαστικότητα στην έρευνα και γείωσή (situatedness) της, ενώ αφετέρου δίνει έμφαση στη σημασία που έχουν για την ακαδημαϊκή έρευνα και τα κοινωνικά κινήματα διάφορες συζητήσεις περί του πώς διαπλέκονται διάφοροι άξονες καταπίεσης, καθώς επίσης και τις δυσκολίες που αυτές εγείρουν.

Ένα παράδειγμα διεκδικήσεων στα κοινωνικά κινήματα οι οποίες αφορούν το πώς διαπλέκονται διάφοροι άξονες καταπίεσης, μπορεί να δει κανείς στην Πορεία Μαριχουάνας (Marijuana March) στο São Paulo το 2013, η οποία περιλάμβανε μπλοκαρίσματα δρόμων, με σκοπό να γίνουν ορατά ορισμένα αιτήματα στο πλαίσιο των ευρύτερων επιπτώσεων που έχει η απαγόρευση των ναρκωτικών. Μεταξύ άλλων, υπήρχαν φεμινιστικά και ΛΟΑΤ μπλοκ, καθώς και μπλοκ που αφορούσαν ζητήματα σχετικά με ψυχεδελικά ναρκωτικά και την ιατρική χρήση της μαριχουάνας. Η Πορεία Μαριχουάνας είχε ως βασική επιδίωξη να αποκαλύψει και να κάνει εμφανείς τις συνέπειες που είχαν η απαγόρευση και ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, όπως είναι οι κίνδυνοι για την υγεία εξαιτίας της έλλειψης ελέγχου στην ποιότητα των ναρκωτικών, ο κοινωνικός στιγματισμός, η βία, η διακίνηση ναρκωτικών και η φυλάκιση φτωχών μαύρων αντρών στη Βραζιλία, παρόλο που και ο αριθμός των γυναικών αυξάνεται (η Βραζιλία βρίσκεται στην 4η θέση παγκοσμίως όσον αφορά το μεγαλύτερο αριθμό φυλακίσεων). Σύμφωνα με τους Garcia et al. (2013), στη Βραζιλία δολοφονούνται πάνω από 60.000 άνθρωποι το χρόνο, ενώ παράγοντες όπως η φυλή, η τάξη και η ηλικία παίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο. Για τους μαύρους ανθρώπους υπολογίζεται πως το ποσοστό είναι 36,5% ανά 100 χιλιάδες ανθρώπους, ενώ για τους λευκούς η σχέση είναι 15,5% ανά 100 χιλιάδες ανθρώπους. Επίσης, έχουν υπάρξει έντονοι προβληματισμοί όσον αφορά τους νέους (Cerqueira, 2013)[10].


4.  Καμία ουσιοκρατία και σχέσεις εξουσίας
 
Για τις περισσότερες σύγχρονες φεμινιστικές, μετα-αποικιοκρατικές, ΛΟΑΤ και queer μελέτες, αποτελεί ήδη κοινή λογική το ότι δεν υπάρχει ουσία όσον αφορά το φύλο, τη σεξουαλικότητα και τη φυλή, δηλαδή, δεν υπάρχει τίποτα που να συνιστά κάποιας μορφή ουσία. Υποστηρίζουν, ωστόσο, πως αν και αυτές οι κατηγορίες είναι ρηματικά (discursively) ρευστές, έχουν παρόλα αυτά συγκροτηθεί εντός συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας και εντός συγκεκριμένων ιστορικών τοποθεσιών. Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η παραπάνω θέση δεν αποτελεί μια σχετικιστική άποψη, αλλά αντίθετα, μια κριτική οπτική απέναντι στις σχέσεις εξουσίας οι οποίες παράγουν τις παραπάνω κατηγορίες. Επομένως, το τι σημαίνει να είσαι φτωχή μαύρη τραβεστί στη Βραζιλία θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιό του, καθώς και το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, μαύρος-η κλπ.

Μπορούμε να ισχυριστούμε πως όλες οι γυναίκες από τις περισσότερες χώρες βιώνουν κάποια μορφή καταπίεσης, όμως ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται αυτές οι μορφές καταπιέσεις, σε αντιστοιχία με το πώς διαπλέκονται με άλλες μορφές καταπίεσης και τις τοποθεσίες τους, θα είναι διαφορετικός. Ως εκ τούτου, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ένας φεμινιστικός, αντι-ρατσιστικός αγώνας, και αγώνας ενάντια στην ομοφοβία (τρανσφοβία), αλλά πως υπάρχουν μάλλον διαφορετικές στρατηγικές που αντιστοιχούν σε διαφορετικές τοποθεσίες. Φυσικά, οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε άλλα μέρη είναι σημαντικές ως ένα μέσο διδαχής και μετάδοσης εμπειριών, ενώ είναι επίσης καθοριστικής σημασίας για την δημιουργία αλληλοϋποστήριξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι διεκδικήσεις και οι μορφές που θα λάβουν οι αγώνες, όμως, είναι τοπικές.


Φεμινιστικό μπλοκ στην Πορεία Μαριχουάνας,  São Paulo 2013


5.   Οι λόγοι (discourses) έχουν διαφορετικές επιδράσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες

Μετά τη διάδοση διαφόρων αντι-ουσιοκρατικών παραδόσεων στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι εμφανές ότι το έργο της κριτικής ψυχολογίας πάνω στην αποδόμηση των σχέσεων εξουσίας, καταδεικνύει με ποιο τρόπο οι λόγοι σε διαφορετικές ιστορικές τοποθεσίες αποκτούν διαφορετικά νοήματα και πώς συνδέονται με διαφορετικές σχέσεις εξουσίας. Ορισμένες λέξεις, μέσω της επανάληψής τους έχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις σε ορισμένα πλαίσια. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι πολιτικοί στη Βραζιλία παρουσίαζαν τους λόγους (discourses) των «κοινωνικών κινημάτων», ιδιαίτερα μετά από τις διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2013. Αυτός ο τρόπος απεικόνισης αμφιταλαντευόταν μεταξύ μιας αρχικής στάσης η οποία καταδίκαζε τα κοινωνικά κινήματα ως επικίνδυνα, και μιας μεταγενέστερης στάσης που τα εκθείαζε ως «αυτά που διεκδικούν την αλλαγή». Τώρα, παρατηρείται μια επιστροφή στην αρχική στάση καταδίκης, η οποία τείνει να απονομιμοποιεί και να ποινικοποιεί τόσο τα κοινωνικά κινήματα και τους ακτιβιστές που συμμετέχουν σε αυτά, καθώς και όσους τα υποστηρίζουν. Αυτά τα κινήματα καταγγέλλουν την κοινωνική ανισότητα που υπάρχει σε διάφορους τομείς της βραζιλιάνικης κοινωνίας, τη γενοκτονία που διαπράττεται εναντίον των φτωχών νεαρών μαύρων, τη βία κατά των γυναικών και των ΛΟΑΤ ανθρώπων, τους διάφορους διωγμούς των ιθαγενών από τη γη τους, την κρατική βία, την αστική κινητικότητα, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλά άλλα. Αυτές οι μορφές βίας, καταπνίγουν, φιμώνουν και αποπροσωποιούν εκείνους-ες που θεωρούνται ο ως ο «άλλος».

Η κριτική έρευνα εστιάζει στις σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων εξουσίας εντός της ίδιας της έρευνας. Η κριτική έρευνα καθιστά σαφές ότι η ιδέα περί ύπαρξης «ουδέτερης γνώσης» είναι άτοπη, ενώ θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση διάφορες έννοιες που εκλαμβάνονται ως δεδομένες και είναι ουσιοκρατικές, δείχνοντας αντίθετα πως αυτές είναι γειωμένες (situated) και μερικές (partial). Η κριτική ανάλυση εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται διάφοροι λόγοι και το πώς αυτοί (ανα)παράγουν συγκεκριμένους «άλλους». Πρόκειται για μια οπτική αποφασιστικής σημασίας, η οποία λειτουργεί συμπεριλαμβάνοντας τις ομάδες εκείνες που διαρκώς κανονικοποιούνται, παθολογικοποιούνται και αντιμετωπίζονται ως ανύπαρκτες.





Μετάφραση:  Χρυσαυγή Τσώλα
Επιμέλεια:  Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 


[1] Soares, L.E. (2013). A terra treme no país de desigualdades e paradoxos. Accessed in http://lareviewofbooks.org/essay/brazil-the-ground-shakes-in-the-country-of-inequalities-and-paradoxes#.UdXXlw3q-Qc.email
[2] Χρησιμοποιείται η λέξη «man» που έχει διπλό νόημα: “άνθρωπος” και “άνδρας”.
[3] Garcia, L.P.,  Freitas, L.R.S., Silva, G.D.M., Höfelmann, D.A. (2013). Violência contra a mulher: feminicídios no Brasil. Brasília: IPEA.
[4] Πρόκειται για ένα διεθνικό κίνημα από πορείες διαμαρτυρίας που ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 2011 στο Τορόντο. Οι συμμετέχοντες διαμαρτύρονταν ενάντια στην εξήγηση ή δικαιολόγηση του βιασμού μέσω της αναφοράς σε οποιαδήποτε πτυχή της εμφάνισης μιας γυναίκας, και ζητούσαν να δοθεί ένα τέλος στην κουλτούρα του βιασμού.
[5] Τα αρχικά αυτά αναφέρονται συνολικά στα λεσβιακά, ομοφυλόφιλα, αμφισεξουαλικά και τρανσεξουαλικά άτομα.
[6] Το Transgender Europe καταγράφει τη Βραζιλία ως το μέρος με το υψηλότερο ποσοστό καταγεγραμμένων θανάτων τρανσέξουαλς (trans). Για το έτος 2012, η ομάδα γκέι της Bahia (Grupo Gay da Bahia) κατέγραψε 338 ανθρωποκτονίες που οφείλονταν στην ομοφοβία, οι οποίες είχαν αναφερθεί στα ΜΜΕ.
[8] Comissão de Cidadania e Reprodução (2013). http://www.ccr.org.br/noticia-detalhe.asp?cod=14759
[9] Spivak, G.C. (2010). “Can the Subaltern Speak?” In, Can the Subaltern Speak? Reflections on the History of an Idea. Rosalind Morris (ed.) pp. 21-78. NY: Columbia University Press.
[10] Cerqueira, D. (2013). Mapa dos homicídios ocultos no Brasil. Brasília: IPEA.