1.12.13

Από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη σεξουαλική υποκειμενοποίηση: Η επανα-σεξουαλικοποίηση των σωμάτων των γυναικών στα ΜΜΕ


Rosalind Gill


Γυμνασμένο Γκομενάκι Απίστευτα Βυζιά
 
To 2003, το μπλουζάκι της φωτογραφίας με τίτλο «Γυμνασμένο Γκομενάκι Απίστευτα Βυζιά» (Fit Chick Unbelievable Knockers) έγινε ένα από τα είδη με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών για την αγγλική αλυσίδα καταστημάτων ρούχων «French Connection». Όπως το κλασικό μπλουζάκι της French Connection «Fcuk Me»[1] και το εμπνευσμένο από το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου «Fcuk Football», αποτέλεσε μια τεράστια επιτυχία. Μπορούσε να το δει κανείς παντού ·  να φιγουράρει στα στήθη κοριτσιών και νεαρών γυναικών, και να ανταγωνίζεται άλλα παρόμοια μπλουζάκια στο δρόμο, στο κλαμπ και στο μετρό -μπλουζάκια τα οποία χαρακτήριζαν αυτή που τα φορούσε ως «μωρό», «πορνοστάρ» ή «έτοιμη για όλα», ή έδιναν οδηγίες όπως «αγγίξτε με» ή «χουφτώστε εδώ». Ακόμη και το δικό μου πανεπιστήμιο, το London School of Economics (LSE), μπήκε κι αυτό στο παιχνίδι, παράγοντας ένα μπλουζάκι του οποίου ο σχεδιασμός αποσκοπούσε -υποθέτω- στο να υποδηλώνει έναν συνδυασμό ομορφιάς και ευφυΐας, μιας αίσθησης σέξι και φινέτσας: «μωρό LSE» (LSE babe).   

Αυτό που μου τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή στο μπλουζάκι «Γυμνασμένο γκομενάκι απίστευτα βυζιά», δεν ήταν μόνο το πόσο σεξουαλικοποιημένος είναι ο τρόπος απεικόνισης του εαυτού που παρουσιάζει, αλλά επίσης το πόσο αλλοτριωμένοι και αντικειμενοποιημένοι είναι οι όροι που χρησιμοποιεί. Μια γενιά πριν, πολλές γυναίκες αγωνίζονταν και μάχονταν για να μην απεικονίζονται σύμφωνα με αυτόν τον αντικειμενοποιητικό τρόπο, για να μην υποβιβάζονται στο μέγεθος των βυζιών τους, για να μη καταναλώνονται απλώς ως σεξουαλικά αντικείμενα. Παρόλα αυτά όμως, ακόμη και σήμερα οι νεαρές γυναίκες ξοδεύουν περιέργως μπόλικα χρήματα -και αυτά τα μπλουζάκια δεν είναι φτηνά, κοστίζουν £ 20 (23 €)- για να αυτοπαρουσιάζονται με αυτό τον τρόπο. 

 
Τι συμβαίνει λοιπόν; Η θέση μου είναι πως αυτά τα μπλουζάκια αντανακλούν απλώς ένα ιδιαίτερα εμφανές παράδειγμα μιας μεταβολής που εκτυλίσσεται στην pop κουλτούρα εδώ και κάμποσα χρόνια. Πρόκειται για την ενσυνείδητη και εσκεμμένη επανα-σεξουαλικοποίηση και επανα-εμπορευματοποίηση των σωμάτων των γυναικών, καθώς και των αντρών[2] –στον απόηχο ορισμένων φεμινιστικών κριτικών που είχαν  τουλάχιστον εξουδετερώσει τα πιο εμφανή παραδείγματα αντικειμενοποίησης των σωμάτων των γυναικών. Καθώς ταξιδεύω για τη δουλειά μου με το λεωφορείο και το μετρό στο Λονδίνο, με υποδέχεται καθημερινά μια «καταμέτρηση βυζιών» που υπερβαίνει κατά πολύ την αντίστοιχη καταμέτρηση που έκαναν οι φεμινίστριες κατά τη δεκαετία του 70. Ενώ τότε κάλυπταν τις προσβλητικές διαφημίσεις με οργισμένα γκράφιτι ή με αυτοκόλλητα διαμαρτυρίας, στις μέρες μας τέτοιοι τρόποι απεικόνισης θεωρούνται σχεδόν απόλυτα φυσικοποιημένοι (ή συνηθίζεται -όπως έχω παρατηρήσει αλλού- οι δυνητικές κριτικές να βρίσκονται «ενσωματωμένες με ειρωνικό τρόπο» στις ίδιες τις διαφημίσεις).



Από Σεξουαλικό αντικείμενο σε Σεξουαλικό υποκείμενο

Το στοιχείο που καθιστά αυτούς τους υπερσεξουαλικοποιημένους τρόπους απεικόνισης των σωμάτων των γυναικών διαφορετικούς από προγενέστερους τρόπους απεικόνισης της δεκαετίας του 60 και του 70, είναι το ότι αποτελούν ξεκάθαρα αντιδράσεις απέναντι στον φεμινισμό, και, υπό αυτή την έννοια, θα υποστήριζα πως είναι πολύ λιγότερο «αθώες» απ’ ότι οι παλιότεροι σεξουαλικοποιημένοι τρόποι απεικόνισης. Επίσης, αυτή η διάχυτη επανεγγραφή των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων συμβαίνει σε μια στιγμή κατά την οποία μας λένε ότι οι γυναίκες μπορούν να «έχουν τα πάντα» και ότι τα καταφέρνουν καλύτερα από ποτέ –στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και στο χώρο εργασίας. Δημοσιεύματα από επιστημονικά επιτελεία (think tanks), άρθρα από δημοσιογράφους και έρευνες από γραφεία μάρκετινγκ, συγκλίνουν γύρω από την ιδέα ότι έχει πραγματοποιηθεί μια ανατροπή όσον αφορά τις έμφυλες σχέσεις στη σύγχρονη κοινωνία, ότι οι αξίες του αύριο είναι «γυναικείες» και πως «οι γυναίκες κερδίζουν». Όπως έχει υποστηρίξει η Angela McRobbie, οι νεαρές γυναίκες έχουν γίνει ταυτόχρονα ένα είδος συμβόλου και φορέων αξίας της «νέας αξιοκρατίας» στη Βρετανία του Tony Blair, επιφορτισμένες με το να ανταποκριθούν με επιτυχία στην κοινωνική αλλαγή.[3]

Βρισκόμαστε, λοιπόν, από τη μια αντιμέτωποι/ες με μια pop κουλτούρα που εμποτίζεται ολοένα και περισσότερο από εικόνες που αναπαριστούν τα σώματα των γυναικών ως αντικείμενα, και από την άλλη με μία τύπου mantra επανάληψη και ενθουσιασμό για την «επιτυχία των γυναικών» και τη «Γυναικεία Δύναμη» (Girl Power). Ένας τρόπος ανάγνωσης της επανα-σεξουαλικοποίησης των σωμάτων των γυναικών σε αυτό το περίεργο, αντιφατικό πλαίσιο, είναι ως μέρος μιας αρνητικής αντίδρασης εναντίον του φεμινισμού. Ενδεχομένως λειτουργεί τόσο ως μια επίθεση στις γυναίκες –βάζοντας τις δηλαδή ξανά στη θέση τους- και ταυτόχρονα, ως μια μορφή καθησυχασμού για τους άντρες που απειλούνται από τις ολοένα και καλύτερες επιδόσεις των κοριτσιών στις δημόσιες εξετάσεις και από την επιτυχία των γυναικών στους χώρους εργασίας. Σε μια εξαιρετική, οξυδερκή ανάλυση, η Imelda Whelehan[4] υποστηρίζει πως έχουμε εισέλθει σε μια εποχή «αντίστροφου σεξισμού» (retrosexism) που βασίζεται σε πραγματικούς φόβους όσον αφορά την κατάρρευση της αντρικής ηγεμονίας. Η Whelehan διερευνά τα νοσταλγικά χαρακτηριστικά ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης τηλεόρασης, το οποίο επιστρέφει διαρκώς προς τα πίσω, σε έναν χρόνο και τόπο όπου κατοικούσαν πραγματικές γυναίκες και κυριαρχούσαν διάφορα πνευματώδη αστεία σεξουαλικού περιεχομένου (σ. 11). Υποστηρίζει επίσης πως οι τρόποι απεικόνισης των γυναικών «από το κοινότοπο μέχρι το εντελώς προσβλητικό, επινοούνται εκ νέου με έναν αμυντικό τρόπο ενάντια στις πολιτισμικές αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στις ζωές των γυναικών» (σ. 11).  
    
Αυτό το επιχείρημα είναι αρκετά πειστικό και έχει πολλά να προσφέρει. Κατά την άποψή μου, όμως, λέει τη μισή αλήθεια. Συγκεκριμένα, αυτό που μάλλον διαφεύγει σε αυτή την εστίαση στην «επιστροφή προς τα πίσω» είναι το «καινούριο στοιχείο» που χαρακτηρίζει τους σύγχρονους σεξουαλικοποιημένους τρόπους απεικόνισης των γυναικών. Η θέση μου είναι πως αυτό που παρατηρούμε δεν είναι απλώς μια επαναφορά σε μια ασφαλή, περασμένη ή μυθική εποχή όπου οι «άντρες ήταν άντρες και οι γυναίκες, γυναίκες», αλλά μάλλον η κατασκευή μιας καινούριας θηλυκότητας (ή, καλύτερα, καινούριων θηλυκοτήτων) που έχουν συγκροτηθεί γύρω από τη σεξουαλική αυτοπεποίθηση και αυτονομία. Πράγματι, αυτό που είναι καινούριο και εντυπωσιακό, όσον αφορά τους σύγχρονους σεξουαλικοποιημένους τρόπους απεικόνισης των γυναικών στη pop κουλτούρα, είναι το ότι δεν απεικονίζουν (όπως έκαναν στο παρελθόν) τις γυναίκες ως παθητικά αντικείμενα, αλλά ως ενσυνείδητα, ενεργά και επιθυμούντα σεξουαλικά υποκείμενα. Υποστηρίζω πως αυτό που παρατηρούμε στην κατασκευή της θηλυκότητας στα ΜΜΕ και τη pop κουλτούρα, είναι μια μετατόπιση από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη σεξουαλική υποκειμενοποίηση.    

Αν αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές κάπου είναι στη διαφήμιση, η οποία έχει αντιδράσει στις φεμινιστικές κριτικές κατασκευάζοντας μια νέα εικόνα την οποία  πουλάει στις νεαρές γυναίκες: τη σεξουαλικά αυτόνομη ετεροφυλόφιλη νεαρή γυναίκα που παίζει με τη σεξουαλική της δύναμη και είναι πάντα «έτοιμη για όλα». Οι προτροπές προς τις νεαρές γυναίκες «να είσαι ο εαυτός σου» και «ικανοποίησε τον εαυτό σου» αποτελούν ένα εμβληματικό στοιχείο αυτής της μεταστροφής, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες παρουσιάζονται ως ενσυνείδητα και ενεργά σεξουαλικά υποκείμενα. 



Ένα βήμα μπροστά στην αναπαράσταση των γυναικών στα ΜΜΕ;

Πως θα έπρεπε λοιπόν να κατανοήσουμε αυτή την αλλαγή; Είναι μια θετική αλλαγή, μια τάση απομάκρυνσης από την παθητική αντικειμενοποίηση, μια μορφή υιοθέτησης του αυτόνομου φεμινιστικού υποκειμένου –του δυναμικού χειραφετημένου υποκειμένου του φεμινιστικού φαντασιακού; Δεν νομίζω. Η ανάγνωσή μου είναι πιο απαισιόδοξη. 

Πρώτον, υπάρχει το πρόβλημα των αποκλεισμών στους οποίους οδηγεί αυτή η πρακτική απεικόνισης. Καθώς παρατηρούμε τους τρόπους απεικόνισης των ΜΜΕ, είναι εμφανές ότι μόνο ορισμένες γυναίκες κατασκευάζονται ως ενεργά επιθυμούντα σεξουαλικά υποκείμενα. Πρόκειται μόνο για γυναίκες που επιθυμούν σεξ με άντρες –εκτός από κάποιες περιπτώσεις στις οποίες λεσβίες «κάνουν performance» για τους άντρες –αλλά, στοιχείο εξίσου σημαντικό, μόνο νεαρές, λεπτές και όμορφες γυναίκες. Όπως έχει παρατηρήσει η Myra MacDonald[5], ποτέ δεν προσδίδεται σεξουαλική υποκειμενική δράση σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, σε εύσωμες γυναίκες ή σε γυναίκες με ρυτίδες κλπ, οι οποίες εξακολουθούν να υποβάλλονται σε προσβλητικούς και κάποιες φορές κακόβουλους τρόπους απεικόνισης. Πράγματι, η εικόνα της μη ελκυστικής γυναίκας που έχει έλλειψη σεξουαλικού συντρόφου, παραμένει μια από τις περισσότερο εξευτελιστικές σε ένα εύρος pop πολιτισμικών μορφών.  

Δεύτερον, αυτή η πρακτική απεικόνισης έχει ενδιαφέρον όσον αφορά το τι καθιστά αθέατο. Η νέα πρακτική απεικόνισης συγκαλύπτει αυτό που ο Robert Goldman[6] αποκαλεί «διάφορες μορφές τρόμου που βιώνουν οι γυναίκες που αντικειμενοποιούν τον εαυτό τους» (σ. 125).  

υπάρχει ο εν-κόσμιος ψυχικός τρόμος που συνδέεται με το να μην δέχονται ματιές» θαυμασμού –δηλαδή το να μην έχουν άλλους να επιβεβαιώνουν την εμφάνισή τους. Μια παρόμοια αίσθηση τρόμου χαρακτηρίζει το φόβο του να «χάσει μια γυναίκα την εμφάνισή της» - τον αρκετά εύλογο φόβο ότι τα γηρατειά θα μειώσουν την αξία της και την κοινωνική της δύναμη. Μια πηγή ανησυχίας που σχετίζεται με αυτό, έχει να κάνει με τον φόβο του να «χάσει μια γυναίκα τον έλεγχο» του σωματικού βάρους και της εμφάνισης της...Επίσης υπάρχει ο πολύ πραγματικός σωματικός τρόμος που μπορεί να συνοδεύει την απεικόνιση του εαυτού ως αντικειμένου επιθυμίας –ο φόβος βιασμού και άσκησης βίας από μισογύνηδες άντρες» (σ 125).  


Αυτό το επιχείρημα ταιριάζει αρκετά με τη μελέτη της Naomi Wolf για τις διαμάχες που προκαλεί η «καταπίεση της ομορφιάς»· μια μυστική «υπόγεια ζωή», μια «διάθεση εχθρότητας για τον εαυτό, σωματικών εμμονών, τρόμου της γήρανσης, και φόβου απώλειας του έλεγχου», μια κατάσταση που δηλητηριάζει και υπονομεύει τις γυναίκες (σ. 2). [7] Η Wolf υποστηρίζει ότι ο μύθος της ομορφιάς πλήττει τις γυναίκες σωματικά και ψυχολογικά και τις οδηγεί στο να υποτάσσονται οικειοθελώς σε θεραπευτικές αγωγές παρόμοιες με βασανιστήρια (π.χ. αυτοεπιβαλλόμενη ασιτία και επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής).   

Το τρίτο μείζον πρόβλημα με την παραπάνω αλλαγή, είναι η ιδέα ότι οι γυναίκες ικανοποιούν τον εαυτό τους και επιλέγουν ελεύθερα. Σε αυτές τις διαφημίσεις, οι γυναίκες παρουσιάζονται με μία δυνατότητα δράσης  που συνίσταται στο ότι μπορούν να επιλέξουν ενεργά την αντικειμενοποίησή τους. Η ιδέα ότι η επιλογή αυτή έχει γίνει ελεύθερα, ταιριάζει εξαιρετικά με ευρύτερους φεμινιστικούς λόγους, που παρουσιάζουν τις γυναίκες ως αυτόνομους δρώντες που δεν είναι πλέον δέσμιες από οποιεσδήποτε ανισότητες ή ανισορροπίες δύναμης , και που κατά κάποιον τρόπο μπορούν να διαλέξουν να «χρησιμοποιήσουν την ομορφιά» για να κάνουν τον εαυτό τους να αισθανθεί καλά. Η Fey Weldon –η συγγραφέας- διατυπώνει με αρκετή σαφήνεια αυτή τη θέση: 


Τα νεαρά κορίτσια μοιάζουν να γίνονται συνεχώς ολοένα και πιο όμορφα. Παρατηρείται μια επιστροφή στη θηλυκότητα, μου φαίνεται όμως πως τα περισσότερα κορίτσια δεν δίνουν δεκάρα για τους άντρες. Όλη αυτή η τάση έχει να κάνει με το να βρίσκονται σε φόρμα και να είναι υγιείς για τον εαυτό τους, όχι για τους άντρες.[8]
 
Φυσικά, η ιδέα ότι στο παρελθόν οι γυναίκες ντύνονταν σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο τρόπο για να ευχαριστήσουν τους άντρες είναι γελοία: υποδηλώνει μια αντίληψη περί εξουσίας ως κάτι που είναι ταυτόχρονα κυρίαρχο και πασιφανές, και επενεργεί σε εντελώς πειθήνια υποκείμενα (ενώ υπονοεί επίσης ότι όλες οι γυναίκες είναι ετεροφυλόφιλες). Αυτή η ταλάντευση στην ιδέα πως οι γυναίκες απλώς «ικανοποιούν τον εαυτό τους» δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο – παρουσιάζει τις γυναίκες ως απόλυτα ελεύθερα δρώντα υποκείμενα και δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί, εφόσον απλώς ικανοποιούμε τον εαυτό μας,  η επιθυμητή «εμφάνιση» που προκύπτει είναι τόσο παρόμοια –άτριχο σώμα, λεπτή μέση, σφιχτός κώλος κλπ. Επιπλέον, αυτή η αντίληψη απλώς αποφεύγει να θίξει όλα τα ενδιαφέροντα και δύσκολα ερωτήματα που αφορούν το πώς εσωτερικεύουμε και κάνουμε δικά μας κάποια κοινωνικά κατασκευασμένα ιδανικά ομορφιάς. Σε αυτό το σημείο, υπάρχουν ορισμένες αντιστοιχίες με την ανάλυση των Walkerdine et al.[9] για τις απαιτήσεις που θέτει ο νεοφιλελευθερισμός στο ψυχολογικό υποκείμενο –και συγκεκριμένα τη σύγχρονη προσταγή να κάνει κανείς τη ζωή του κάτι το οποίο μπορεί να γνωρίζει και κάτι που είναι γεμάτο νόημα, μέσω του αφηγήματος της ελεύθερης επιλογής και ριζικής αυτονομίας– ανεξάρτητα από τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται. 

Κλείνοντας, θα υποστήριζα ότι αυτό που συνεπάγεται αυτή η αλλαγή είναι μια μετατόπιση από ένα εξωτερικό αντρικό βλέμμα κριτή σε ένα αυτο-αστυνομευτικό ναρκισσιστικό βλέμμα. Υποστηρίζω πως αυτή η μεταστροφή αντανακλά μια υψηλότερη ή βαθύτερη μορφή εκμετάλλευσης σε σχέση με την αντικειμενοποίηση -μια μορφή εκμετάλλευσης στην οποία το αντικειμενοποιητικό αντρικό βλέμμα εσωτερικεύεται διαμορφώνοντας ένα νέο καθεστώς πειθαρχίας. Αυτή η πρακτική απεικόνισης προφέρει στις γυναίκες την υπόσχεση της ισχύος, μέσω της μετατροπής τους σε αντικείμενα επιθυμίας. Προσδίδει στις γυναίκες μια θέση ενεργού υποκειμένου με τέτοιο τρόπο ώστε να «επιλέγουν» στη συνέχεια να γίνουν σεξουαλικά αντικείμενα, επειδή κάτι τέτοιο ταιριάζει με το «χειραφετημένο» τους συμφέρον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση όχι ως κάτι που προκαλείται στις γυναίκες από κάποιους άντρες, αλλά ως την επιθυμία που επιλέγεται ελεύθερα από ορισμένα γυναικεία υποκειμένα, τα οποία είναι δραστήρια, γεμάτα αυτοπεποίθηση και ισχυρογνωμοσύνη. Μια από τις πιο ανησυχητικές πλευρές αυτής της βαθιάς μεταβολής είναι ότι κάνει την κριτική πολύ πιο δύσκολη.  


Συμπέρασμα

Που μας οδηγεί λοιπόν αυτή η κατάσταση με το «Γυμνασμένο γκομενάκι απίστευτα βυζιά»; Δεν έχω θίξει άμεσα το ζήτημα του γιατί τόσο πολλές νεαρές γυναίκες επιλέγουν να απεικονίζουν τον εαυτό τους με αυτό τον τρόπο. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε λεπτομερή εμπειρική έρευνα. Είναι όμως εμφανές ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το ερμηνεύσουμε αυτό, οι οποίοι δεν δίνουν έμφαση στην «ψευδή συνείδηση», αλλά αντί γι’ αυτό τονίζουν την παιχνιδιάρικη διάθεση ή την ειρωνεία που χαρακτηρίζουν αυτό το μπλουζάκι, τη δήλωσή του για τη σεξουαλική ωριμότητα, το ότι αποτελεί μια χειρονομία απροκάλυπτης ανυπακοής προς τους γονείς, το ότι γιορτάζει λιμπιντικά το σεξ σε ένα μετα-AIDS/HIV κόσμο, κοκ. Όπως και άλλα κείμενα[10], αυτά τα μπλουζάκια χαρακτηρίζονται από μια πολυσημία.   

Ωστόσο, εκείνο που προσπάθησα να υποστηρίξω είναι ότι η δημοφηλία αυτών των τρόπων αυτο-απεικόνισης πρέπει να γίνει αντιληπτή στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αλλαγής στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζονται οι νεαρές γυναίκες στα ΜΜΕ και στη pop κουλτούρα. Η εικόνα του αυτόνομου, ενεργού, επιθυμητικού υποκειμένου έχει καταστεί -υποστηρίζω- η κυρίαρχη μορφή απεικόνισης των νεαρών γυναικών, στο ευρύτερο πλαίσιο της κατασκευής του νεοφιλελεύθερου γυναικείου υποκειμένου. Θα υποστήριζα όμως, πως η σεξουαλική υποκειμενοποίηση αποδεικνύεται πως είναι αντικειμενοποίηση σε μια καινούρια και ακόμη πιο ολέθρια αμφίεση.          




Μετάφραση: Βατσινάς Ανδρέας
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας   



[1] Πρόκειται για τα αρχικά του «French Connection United Kingdom», ωστόσο είναι σαφής η αναφορά σε ένα αναγραμματισμένο “Fuck Me”. [ΣτΜ]
[2] Squire, C. (2000). Culture in psychology. London: Routledge.
[3] McRobbie, A. (2001). Good Girls, Bad Girls? Female Success and the New Meritocracy.” In D. Morley & K. Robins (eds.), British Cultural Studies: Geography, Nationality and Identity. Oxford: Oxford University Press.
[4] Whelehan, I. (2000). Overloaded. Popular Culture and the Future of Feminism. London: The Women’s Press.
[5] Macdonald, M. (1995). Representing Women: Myths of Femininity in the Popular Media. London: Edward Arnold.
[6] Goldman, R. (1992). Reading Ads Socially. London and New York: Routledge.
[7] Wolf, N. (1990). The Beauty Myth. London: Chatto & Windus.
[8] Αναφέρεται στο The Observer, 25 August 1996.
[9] Walkerdine, V., Lucey, H. Melody, J. (2001). Growing up Girl: Psychosocial Explorations of Gender and Class. Basingstoke: Palgrave.
[10] Εδώ το «κείμενο» εννοείται με την ευρεία έννοια, ως ένα πολιτισμικό μοτίβο/κείμενο, κι όχι με την έννοια του κειμένου ως «γραπτού λόγου». [ΣτΜ]