27.12.13

Πως η θεραπεία έγινε μια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων


Η ψυχολογία δεν είναι μόνο ένα επάγγελμα, αλλά μια τεράστια βιομηχανία που μας οδηγεί στην καρδιά της οικονομίας των σύγχρονων κοινωνιών


Eva Illouz

Εσύ, ο αναγνώστης, και πιθανώς κι εγώ, υποφέρουμε από τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα προβλήματα: έλλειψη αυτοπεποίθησης, δυσκολία στη δέσμευση σε μια σταθερή σχέση, σεξουαλική δυσλειτουργία, διάχυτο και μόνιμο άγχος, συχνές εκρήξεις ανεξέλεγκτου θυμού, παθολογικό ψεύδεσθαι ή εθισμό σε κάποια ουσία, μια χρόνια αίσθηση ενοχής κ.ο.κ. Αυτό που είναι κοινό σε όλα αυτά τα προβλήματα είναι ότι προσδιορίζονται ως «ψυχολογικά» προβλήματα, και ως τέτοια, η λύση είναι προφανής: Επισκεφθείτε έναν θεραπευτή. 

Οι άνθρωποι πάντα υπέφεραν από βάσανα της ψυχής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα προσλαμβάναμε στο παρελθόν διέφερε πολύ σε σχέση με το πώς τα προσδιορίζουμε σήμερα. Ο ψυχικός πόνος παλιότερα γινόταν αντιληπτός σύμφωνα με θρησκευτικούς όρους. Προβαλλόταν ως το αποτέλεσμα μιας αμαρτίας ή της κατάληψης από κακά πνεύματα, ως τιμωρία ή ως αδυναμία ενός συγκεκριμένου μέρους του σώματος. Μεταξύ των στρατηγικών για την εξάλειψη ή την επιδιόρθωσή του ήταν η προσευχή, η τιμωρία, οι ιεροτελεστίες, η αυτοταπείνωση, η εξομολόγηση και τα κρύα λουτρά.

Στις μέρες μας προσλαμβάνουμε τον ψυχικό πόνο με ψυχολογικούς όρους, σα να προέρχεται από κάποια εσωτερική σύγκρουση ή κάποιο τραύμα της παιδικής ηλικίας, και πιστεύουμε ότι μπορεί να βελτιωθεί μιλώντας γι’αυτό και αλλάζοντας τις ερμηνείες μας για τον εαυτό μας και τους άλλους. Οι ψυχολόγοι έχουν αναπροσδιορίσει την ψυχή και η δύναμή τους έχει επιφέρει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Γιατί; Επειδή ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η ψυχή είναι ύψιστης σημασίας για την πολιτική εξουσία. Αν θεωρείτε, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους και τη βιολογία τους ανταγωνιστικοί και εγωιστές, αυτή η εξήγηση προσδίδει ένα μεγάλο βαθμό νομιμοποίησης στην καπιταλιστική οικονομία. Η ψυχολογία δεν είναι μόνο μια θεραπευτική τεχνική. Είναι μία εντελώς νέα πολιτισμική αντίληψη, με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. 

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και δεδομένης της κρίσιμης σημασίας της στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι καιρός για μια κριτική εξέταση αυτής της αντίληψης. Τι είδους ψυχές διαμορφώνει η ψυχοθεραπεία και ποια είναι η σχέση μιας τέτοιας ψυχής με τη σύγχρονη κοινωνική τάξη;




Οι ελλειμματικοί μας εαυτοί 

Σε μια προ-νεωτερική θρησκευτική κουλτούρα, η ψυχή γινόταν αντιληπτή ως καλή ή κακή, αμαρτωλή ή αγνή, σα να βρισκόταν στο δρόμο του Θεού ή του Διαβόλου. Η ψυχολογική κουλτούρα δεν αντιλαμβάνεται την ψυχή σαν μια ηθική οντότητα, αλλά ως το αποτέλεσμα γεγονότων ή ενορμήσεων που δεν έχουν ηθική σημασία καθαυτές (το «Οιδιπόδειο σύμπλεγμα», παρά το γεγονός ότι σχετίζεται με την αιμομιξία, δεν έχει ηθική σημασία). Συναισθήματα όπως ο θυμός, η ζήλια ή η απληστία, που θεωρούνταν θανάσιμα αμαρτήματα στη Χριστιανική κουλτούρα, δεν γίνονται πλέον αντιληπτά ως ενδείξεις ηθικής φαυλότητας, αλλά ως συμπτώματα κάποιας βαθύτερης κακοδιαχείρισης στην εσωτερική ψυχοσύνθεση του ατόμου. Στην ψυχολογική κουλτούρα, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στο να διαχειριστούμε τον κόσμο, αποδίδονται τελικά στην ψυχοσύνθεσή μας, στις προσωπικές μας «ενδότερες δυσκολίες με τον εαυτό μας». Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν πρέπει να αξιολογείται ο κόσμος με ηθικές κατηγορίες, αλλά οι αποτυχίες αυτού του κόσμου μας κατευθύνουν πρώτα απ’ όλα στην ιδέα ότι οι εαυτοί μας είναι ελλειμματικοί. 

Φανταστείτε ότι ξεκινάτε θεραπεία ζεύγους και έρχεστε σε ένα ψυχολόγο, θυμωμένοι που ο εγωιστής και αδιάφορος σύζυγός σας δε βοηθάει ποτέ με το πλύσιμο των ρούχων, δεν πλένει ποτέ τα πιάτα, δε φροντίζει ποτέ τα παιδιά. Είναι πολύ πιθανό να ακούσετε ότι η ηθική σας επίκριση είναι μια ακατάλληλη απάντηση στην αδιαφορία του συζύγου σας απέναντι στον έντονο κόπο και χρόνο που αφιερώνετε στις δουλειές του σπιτιού, και ότι αυτή η επίκριση στην πραγματικότητα σας εμποδίζει να πάρετε τον έλεγχο της κατάστασης και να αντιληφθείτε ότι ο σύζυγος σας απλώς αναβιώνει κάποιες εμπειρίες εξαρτητικής συμπεριφοράς από την παιδική του ηλικία. Επίσης, είναι πιθανό να ακούσετε ότι ο θυμός σας είναι αποτέλεσμα της δικής σας ανάγκης να τον τιμωρήσετε. Δε θα ακούσετε από τον ψυχολόγο σας τίποτα σχετικά με τον πατριαρχικό έλεγχο ως μορφής κοινωνικού ελέγχου, ή για τον ηθικό χαρακτήρα του συζύγου σας. 

Η «ψυχή», λοιπόν, είναι μια οντότητα που δεν πρέπει να αξιολογείται πλέον με ηθικούς όρους, αλλά θεωρείται ως αποτέλεσμα «ενορμήσεων», «ασυνείδητων επιθυμιών», «απώθησης», «καταπιεστικών παρορμήσεων», «εμμονών» –όλοι «επιστημονικοί» όροι που αφαιρούν την ηθική σημασία που έχουν οι πράξεις των ανθρώπων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου απαγορεύεται να βλέπει κανείς τα παιδιά ως καλά ή κακά, αλλά σα να έχουν συγκεκριμένες ανάγκες. Όταν παρατηρούμε τη δική μας ψυχή σήμερα, δεν ψάχνουμε για ψήγματα αμαρτωλών σκέψεων ή επιθυμιών, αλλά το αντίθετο. Ψάχνουμε για ψήγματα μιας αλήθειας που είναι θαμμένη βαθιά μέσα μας, και πρέπει να ανακαλυφθεί υπομονετικά προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ευτυχία, τη συναισθηματική ευεξία κλπ. Για παράδειγμα, το σαδομαζοχιστικό σεξ φαίνεται περισσότερο αληθές από το ρομαντικό σεξ ακριβώς επειδή μοιάζει να έχει ξεθαφτεί από το ασυνείδητο.

Όταν παρατηρούμε την ψυχή μας δεν αναζητούμε τον πειρασμό που μας ωθεί στην αμαρτία, αλλά σημάδια «δυσλειτουργίας» που οφείλουμε στη συνέχεια να διαχειριστούμε κατάλληλα. Η θρησκεία αφορούσε στη δημιουργία ταμπού και σε μία ξεκάθαρη ικανότητα να διακρίνουμε το καλό από το κακό. Η ψυχολογία αφορά στην αποδέσμευσή μας από τα ταμπού, στην προσεκτική ανακάλυψη μιας αλήθειας που είναι βαθιά κρυμμένη μέσα μας, έχει να κάνει με την υπέρβαση των συναισθημάτων και των φραγμάτων που μας εμποδίζουν να λειτουργούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να βρίσκουμε την ενδότερη αλήθεια μας. Ο νέος στόχος στην κουλτούρα μας δεν είναι να είμαστε καλοί ή ηθικοί, αλλά υγιείς και ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας. Το παράδοξο, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι αυτά τα ιδανικά μας έχουν κάνει «άρρωστους», «ανειλικρινείς» ή «φιλάσθενους» ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να ασχολούνται αδιάκοπα με τον εαυτό τους. Ως αποτέλεσμα της ψυχολογιοποίησης της ψυχής, έχουμε γίνει μια κοινωνία άρρωστων ανθρώπων. Γυναίκες που αγαπούν υπερβολικά και άνδρες που είναι συναισθηματικά απόμακροι, άνδρες που παντρεύονται την πρώτη γυναίκα που θα συναντήσουν και γυναίκες που έχουν εκατοντάδες σεξουαλικούς συντρόφους, όλοι «υποφέρουν» από κάποιο λανθάνον πρόβλημα που τους απομακρύνει από το ευτυχισμένο και υγιές «μέσο όρο».

Σκεφτείτε αυτό: Πριν τον Φρόυντ, η ψυχιατρική θεράπευε ασθενείς με παραισθήσεις ή με σοβαρές δυσλειτουργίες. Επινοώντας την έννοια της «νεύρωσης», η οποία αφορούσε διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις, ο Φρόυντ διεύρυνε την κατηγορία των ανθρώπων που είχαν ανάγκη από θεραπεία. Παρόλο που εξακολουθούσε να θεραπεύει σοβαρά άρρωστους ανθρώπους (π.χ. ανθρώπους με παραλυτική υστερία), η έννοια της νεύρωσης αποτέλεσε μια αξιοσημείωτη διεύρυνση της έννοιας της ψυχικής ασθένειας ή της δυσλειτουργίας. Αν ένας παντρεμένος δεν ένιωθε πια επιθυμία για τη γυναίκα του ή αν μια γυναίκα ένιωθε άγχος στην παρουσία της μητέρας της, αυτά τα συναισθήματα δεν γίνονταν πλέον αντιληπτά ως συνηθισμένες δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής, αλλά ως δυσλειτουργίες που έπρεπε να θεραπευτούν. Η έννοια της νεύρωσης υποδήλωνε, επίσης, ότι θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να ζούμε μια ζωή χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις, κάτι που λειτούργησε δικαιολογώντας το ότι χρειάζεται να απευθυνθεί κανείς στους ψυχολόγους για κάθε πρόβλημα.

Για παράδειγμα, η Margaret Mahler, μια από τις πρώτες που υποστήριξαν την ψυχανάλυση στην Αμερική, ισχυρίστηκε: «Μοιάζει να είναι εγγενές στην ανθρώπινη φύση πως ούτε το πιο φυσιολογικά μεγαλωμένο παιδί με την περισσότερο διαθέσιμη για φροντίδα μητέρα δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη διαδικασία αποχωρισμού-διαμόρφωσης ταυτότητας (separation-individuation process) χωρίς κρίσεις, να βγει ανέπαφο από τον αγώνα της αποκατάστασης των σχέσεων ή να εισέλθει στο Οιδιπόδειο στάδιο χωρίς κάποια αναπτυξιακή δυσκολία». Αν ακόμα και τα πιο «φυσιολογικά μεγαλωμένα παιδιά» με την «περισσότερο διαθέσιμη για φροντίδα μητέρα» αντιμετωπίζουν «δυσκολίες» και «κρίσεις», τότε αυτό σημαίνει ότι τόσο τα φυσιολογικά παιδιά όσο και τα παθολογικά –όλα δηλαδή τα παιδιά– δεν εξασφαλίζουν και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ψυχική τους υγεία, και έτσι χρειάζονται την ψυχολογία για να ξεπεράσουν τις εγγενείς κρίσεις που εμπεριέχει η ίδια η εμπειρία της ζωής.



Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60’ προέκυψε μια επιπρόσθετη αλλαγή στην ψυχολογική θεωρία. Οι ψυχολόγοι όχι μόνο μετατοπίστηκαν θεωρητικά από την ψυχολογική ενόχληση στο πολύ ευρύτερο πεδίο της νευρωτικής δυστυχίας, αλλά μεταστράφηκαν από τη νευρωτική δυστυχία στην ιδέα ότι υγεία και αυτοπραγμάτωση είναι ταυτόσημες. Το αποτέλεσμα ήταν να καθοριστεί μια νέα κατηγορία ανθρώπων: Εκείνοι που δε συμβάδιζαν με εκείνα τα ψυχολογικά ιδανικά περί αυτοπραγμάτωσης θεωρούνταν άρρωστοι. Ο Abraham Maslow, ένας εκλαϊκευτής της ψυχολογίας, το έθεσε ως εξής: «Οι άνθρωποι που αποκαλούμε «αρρώστους» είναι εκείνοι που δεν είναι ο εαυτός τους. Εκείνοι που έχουν αναπτύξει όλων των ειδών τις νευρωτικές άμυνες απέναντι στο να είναι κανείς άνθρωπος». Ή για να το θέσω διαφορετικά: «Η έννοια της δημιουργικότητας και η ιδέα του υγιούς, αυτοπραγματωμένου, ολοκληρωτικά ανθρώπινου ατόμου φαίνεται να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ και μπορεί να αποδειχθεί, εν τέλει, ότι αποτελούν το ίδιο πράγμα».

Ας το σκεφτούμε σε αναλογία με το σώμα. Εάν έλεγα πως ένα σώμα του οποίου οι μύες δεν είναι ολοκληρωτικά ανεπτυγμένοι είναι ένα άρρωστο σώμα, τότε αυτό θα ήταν μια ιδέα την οποία όλοι θα βρίσκαμε γελοία. Παρόλα αυτά, αυτό ακριβώς έχουμε καταλήξει να πιστεύουμε όσον αφορά την ψυχή. Όπως στο παράδοξο του Ζήνωνος, η ψυχική υγεία και η αυτοπραγμάτωση είναι ο στόχος ενός βέλους που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, αλλά ποτέ δε φτάνει. Είναι αυτή η αέναη προσπάθεια για αυτοβελτίωση που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας, και που κρύβει αυτό που αποκαλώ πολιτική της ψυχολογίας.



Ο οικονομικός μηχανισμός

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, οι ψυχολόγοι έχουν γίνει ένα κεντρικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας και του σύγχρονου καπιταλισμού. Εξ ορισμού, οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες είναι σε θέση να επιβάλλουν την κοσμοθεωρία τους στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι ψυχολόγοι ισχυροποιήθηκαν επειδή εισήλθαν σε όλες τις δομές της κοινωνίας: στο στρατό, στις εταιρίες, στην οικογένεια, στη σεξουαλικότητα, στη διαφήμιση, στο κράτος, στο σχολείο. Εισήλθαν σε όλες τις δομές της κοινωνίας επειδή προσέφεραν τεχνικές διαχείρισης των συγκρούσεων, τεχνικές που βοηθούσαν τους ανθρώπους να συνεργαστούν με τους άλλους σε έναν εργασιακό χώρο όπου η προσωπικότητα είχε την ίδια ή και περισσότερη σημασία από τις ικανότητες ή τις δεξιότητες. 

Καμιά κοινωνική ομάδα τον 20ο αιώνα δεν ήταν πανταχού παρούσα στο βαθμό που ήταν οι ψυχολόγοι, καθώς επαναπροσδιόρισαν τη φύση της ανθρώπινης κινητοποίησης, των συγκρούσεων και της αρμονίας. Γιατί πέτυχαν με τόσο θεαματικό τρόπο; Κάποιοι θα υποστήριζαν πως αυτό οφειλόταν στο ότι ανακάλυψαν τους πραγματικούς νόμους του μυαλού. Η επιτυχία τους, όμως, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με αυτόν τον τρόπο, επειδή: 1) Η επιστημονική εγκυρότητα της Φροϋδικής θεωρίας έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό, υποδηλώνοντας ότι ο Freud ήταν πάνω απ’ όλα ένας πολιτισμικός μεταρρυθμιστής. 2) Υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα παραδείγματα στην ψυχολογική πρακτική, τα οποία υποστηρίζουν διαφορετικές και ασύμβατες αντιλήψεις περί ψυχής (ψυχοδυναμική, συμπεριφοριστική, γνωστική ψυχολογία, νευροψυχολογία, κλπ), γεγονός που, με τη σειρά του υποδηλώνει ότι η ψυχολογία δεν έχει υπάρξει αποτελεσματική ως ένα ενιαίο επιστημονικό παράδειγμα. 3) Η ψυχολογία έχει χρησιμοποιηθεί σε πεδία που δεν ελέγχονται από την επιστήμη, όπως είναι η κουλτούρα της αυτοβοήθειας, η πνευματικότητα ή η καθοδήγηση. Εκεί, συχνά εφαρμόζεται από ανθρώπους που δεν διαθέτουν κάποιου είδους πιστοποίηση, και παρ’ όλα αυτά είναι αποτελεσματική, με την έννοια ότι βοηθά τους ανθρώπους που τους πιστεύουν.

Αυτό υποδηλώνει ότι η ψυχολογία λειτουργεί ως μια πολιτισμική οπτική κατανόησης και θεραπείας του εαυτού, δηλαδή λειτουργεί ως μια γλώσσα που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε σε ένα κόσμο όπου οι ξεκάθαροι κανόνες και οι νόρμες σχετικά με την ταυτότητα και την ηθικότητα έχουν καταρρεύσει. Υπάρχει, όμως, και συνέχεια.

Ο λόγος για τον οποίο οι έννοιες της υγείας και της ενδότερης αλήθειας απέκτησαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, είναι επειδή έθεσαν σε λειτουργία ένα τρομερό οικονομικό μηχανισμό. Όσο περισσότερο αναζητούμε τον υγιή εαυτό μας, τόσο περισσότερο μπορούμε να πολλαπλασιάσουμε και να διευρύνουμε τα ψυχολογικά προβλήματα. Όσο περισσότερο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποια ζωή ως μη υγιή –ως μια ζωή που χρήζει διαχείρισης και βελτίωσης– τόσο περισσότεροι πελάτες υπάρχουν. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την ντροπαλότητα. Μέχρι και πριν από 20 χρόνια, η ντροπαλότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα χάρισμα, ένα σημάδι ότι ένα άτομο ήταν ταπεινό, κατάλληλα συγκρατημένο, ενάρετο, ηθικό. Ωστόσο, η ντροπαλότητα επαναπροσδιορίστηκε ως «κοινωνικό άγχος», το οποίο απαιτεί φαρμακευτική θεραπεία (Paxil), καθώς και κατάλληλη φροντίδα και θεραπεία από ψυχολόγους. Απλούστατα, όσο περισσότερο μια επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίζει τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές ως «δυσλειτουργίες», τόσο περισσότερο είναι ικανή να τεκμηριώσει αυτό που αποκαλούμε ψυχικό πρόβλημα, και τόσο περισσότερο η ψυχή γίνεται πηγή οικονομικού κέρδους, τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε μια αστείρευτη οικονομική μηχανή.

Eπομένως, η ψυχολογία δεν είναι μόνο ένα επάγγελμα. Είναι μια τεράστια βιομηχανία που μας οδηγεί στην καρδιά της οικονομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε τους ψυχολόγους στη συμβουλευτική γάμου, στη σεξουαλικότητα, στα σεμινάρια εταιριών, για να αυξηθεί η οικονομική αποδοτικότητα, στη διαφήμιση, στις πολιτικές διαμάχες, σε μετατραυματικές διαταραχές και στην αυτοδιαχείριση γενικότερα. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα κοινωνικό πρόβλημα, μια σύγκρουση με ένα άλλο άτομο, μια δυσλειτουργία, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης μεταξύ δύο ανθρώπων, που να μη μεταφράζεται σε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Αυτό που είναι κοινό μεταξύ των ψυχολόγων, των
New Age θεραπειών, των εργαστηρίων, των βιβλίων αυτοβοήθειας, του coaching και των ψυχιατρικών φαρμάκων, είναι η χρήση εξειδικευμένης γνώσης (ψυχολογικής, φαρμακευτικής, γενετικής) για να προκαλέσουν κάποια συναισθηματική αλλαγή, όπως για παράδειγμα να μειώσουν το άγχος ή τον θυμό, να δημιουργήσουν ένα αίσθημα ευεξίας, να αυξήσουν την οικειότητα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, να αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, να μειώσουν τα συναισθήματα αναξιότητας ή αδυναμίας, και να αυξήσουν την αυτοεκτίμηση.

Ας δούμε και κάποια αριθμητικά στοιχεία: Οι ψυχολόγοι στις Η.Π.Α κατείχαν περίπου 174.000 θέσεις εργασίας το 2010. Η συνολική απασχόληση των ψυχολόγων αναμενόταν να αυξηθεί κατά 22% από το 2010 μέχρι το 2020, ταχύτερα από τον μέσο όρο όλων των υπόλοιπων επαγγελμάτων (όπου το ποσοστό του μέσου όρου ανάπτυξης είναι 14%). Ο Οργανισμός Ψυχικής Υγείας δημοσίευσε μια ανασκόπηση, η οποία υπολόγισε πως το κόστος των προβλημάτων ψυχικής υγείας στις ανεπτυγμένες χώρες κυμαινόταν μεταξύ του 3 και 4% του ΑΕΠ. Για τις Η.Π.Α, όταν αυτό το φαινόμενο ήταν ακόμα στις απαρχές του, το 1990, το συνολικό κόστος για τη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών συνολικά είχε υπολογιστεί στα $148 δισεκατομμύρια. Τα έξοδα της θεραπείας για την ψυχική υγεία και την κατάχρηση ουσιών στις Η.Π.Α υπολογιζόταν στα 85,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1997: 73,4 δισεκατομμύρια δολάρια για την ψυχική ασθένεια και 11.9 δισεκατομμύρια για την κατάχρηση ουσιών. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε τη γκρίζα ζώνη των εργαζομένων σε μη πιστοποιημένα και μη θεσμοθετημένα πεδία της ψυχολογίας. Οι πωλήσεις αυτού του πεδίου υπολογίζονται στα $328 εκατομμύρια δολάρια μόνο για το διάστημα ενός χρόνου, κι αυτό μόνο μεταξύ των 12 καλύτερων «εμψυχωτών» (motivational speakers). Επίσης, πεντακόσιοι «εμψυχωτές» (motivational speakers), παίρνουν πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο.

To προσωπικό coaching, με περισσότερους από 40.000 ανθρώπους να δουλεύουν σε αυτό το πεδίο στις Η.Π.Α, είναι μια αγορά 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων και αυξάνεται κατά 18% το χρόνο. Οι περισσότεροι προσωπικοί εκπαιδευτές (coachers) χρεώνουν $200-500 το μήνα για ένα εβδομαδιαίο τηλεφώνημα, αλλά οι προσωπικοί εκπαιδευτές (coachers) στις εταιρίες χρεώνουν ακριβότερα.



Η ιδιωτικοποίηση της ψυχής


Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: Και τι έγινε; Οι ψυχολόγοι βγάζουν λεφτά. Οι άνθρωποι βοηθιούνται από αυτούς. Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι το εξής: Η ψυχολογία έχει μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε τις ερμηνείες μας, τον τρόπο με τον οποίο εξηγούμε τη δική μας συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των άλλων. Γιατί είναι αυτό σημαντικό; Είναι σημαντικό επειδή ο τρόπος με τον οποίο εξηγούμε την επιτυχία ή την αποτυχία, τη δική μας ή των άλλων, αποτελεί ένα κεντρικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο δικαιολογούμε την κοινωνική τάξη. Αν εξηγείτε τη δυσκολία σας να διατηρήσετε μια σταθερή δουλειά με το να προβάλλετε τη δική σας έλλειψη αυτοπεποίθησης ή κάποια αυτοκαταστροφική τάση, θα αντιληφθείτε τον χώρο εργασίας σας και την οικονομία πολύ διαφορετικά απ’ ότι αν την εξηγούσατε με το να αναφέρεστε στους εργασιακούς νόμους που διευκολύνουν την απόλυση των εργαζομένων ή τον αδυσώπητο ανταγωνισμό της οικονομίας της αγοράς.

Εδώ είναι ένα παράδειγμα του πώς οι ψυχολόγοι επέδρασαν στην πολιτική κουλτούρα αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η ευθύνη. Γύρω στο 1920, οι ψυχολόγοι άρχισαν να διεισδύουν στις αμερικάνικες εταιρίες. Βοήθησαν τα διευθυντικά στελέχη να διευθύνουν καλύτερα το εργατικό δυναμικό προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Ιστορικά, μία από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της εισόδου των ψυχολόγων στις εταιρείες ήταν η απαγόρευση της έκφρασης του θυμού στον εργασιακό χώρο. Ένας καλός διευθυντής και ένας καλός εργαζόμενος έπρεπε να επιδεικνύουν κάθε στιγμή την ικανότητά τους να καταλαβαίνουν τους άλλους και να υπερασπίζονται το προσωπικό τους συμφέρον. Ο θυμός μετατράπηκε σε ένα στοιχείο που υποδήλωνε έλλειψη επαγγελματισμού, κάποιου ο οποίος «δεν έστεκε στα καλά του».

Απ’ όλα τα συναισθήματα, ο θυμός είναι κατά πάσα πιθανότητα το πιο πολιτικό: Χωρίς αυτόν, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί επαναστάσεις, διαδηλώσεις και κοινωνικές διαμαρτυρίες. Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι που νιώθουν θυμό πληροφορούνται συντριπτικά από τους γύρω τους ότι ο θυμός τους είναι προσωπικό τους πρόβλημα, ότι έχει ψυχικά αίτια, ότι μπορεί και πρέπει να είναι διαχειρίσμος, και ότι η αποτυχία τους να τον διαχειριστούν το μόνο που δείχνει είναι την ανικανότητά τους. Είναι όμως στ’ αλήθεια ο θυμός ένα προσωπικό πρόβλημα; Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους ο σύγχρονος εργασιακός χώρος είναι δομικά διαμορφωμένος ώστε να προκαλεί θυμό: Οι άνθρωποι μαθαίνουν και εκπαιδεύονται πως πρέπει να είναι αυθεντικοί και δημιουργικοί, αλλά παρόλα αυτά ως επί το πλείστον δουλεύουν σε εντελώς αντιδημιουργικά περιβάλλοντα. Οι άνθρωποι διδάσκονται πως πρέπει να είναι αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, αλλά πολύ συχνά πρέπει να συμμορφώνονται με αυστηρούς γραφειοκρατικούς κανονισμούς και ιεραρχίες. Οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι οι προσπάθειες και τα ταλέντα τους θα ανταμειφθούν, αλλά βιώνουν μια γενική ευνοιοκρατία και αδικία. Οι άνθρωποι μαθαίνουν πως πρέπει να είναι cool και χαρούμενοι, παρόλα αυτά ο καπιταλιστικός χώρος εργασίας μπορεί να σε ξεφορτωθεί όποτε χρειαστεί προκειμένου να «αυξήσει την αποδοτικότητα».

Οι σύγχρονοι εργασιακοί χώροι είναι πιθανό να παράγουν χρόνιο θυμό επειδή δημιουργούν χρόνια δομικά ελλείμματα στην αναγνώριση, όπου η «αναγνώριση» είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα που αναζητούν οι εργαζόμενοι. Παρ’όλα αυτά, η έκφραση του θυμού δεν έχει υπάρξει ποτέ τόσο μη νομιμοποιημένη όσο τώρα, επειδή υποτίθεται πως δείχνει μια έλλειψη ωριμότητας και ικανότητας. Έτσι, ο θυμός αναδιοχετεύθηκε στους ψυχολογικούς καναπέδες, στα βιβλία αυτοβοήθειας και στα σεμινάρια διαχείρισης θυμού. Κατά συνέπεια η τεράστια πολιτική δύναμη και το δυναμικό του θυμού εξουδετερώθηκαν. Όταν ιδιοποιείται από ψυχολόγους, τότε ο θυμός ποινικοποιείται. Γίνεται βλαβερός. Γίνεται ένα σημάδι ότι κάποιος πρέπει να δουλέψει μια εσωτερική διαμάχη. Μετατρέπεται σε ένα προσωπικό πρόβλημα εκείνου που νιώθει θυμό, ερμηνεύεται ως ένα ένδειξη του ότι δεν είναι αρκετά καλά εκπαιδευμένος και δασκαλεμένος. 

Ως αποτέλεσμα της ποινικοποίησης του θυμού στην κουλτούρα, από τη δεκαετία του 1970 και μετά έχουν αρχίσει να ξεπετάγονται σαν μανιτάρια διάφορα σεμινάρια διαχείρισης θυμού. Οι τεχνικές τους συνίστανται, για παράδειγμα, στη φαντασίωση του αντικειμένου του θυμού, στην εκμάθηση τεχνικών βαθέων εισπνοών, στον διαλογισμό, και στην κατανόηση –εν ολίγοις– την εκτόνωση του θυμού.

Η ισραηλινή κοινωνία, όπως και άλλες κοινωνίες –και ακόμη περισσότερο από άλλες κοινωνίες– δημιουργεί χρόνια δυσαρέσκεια, θυμό και άγχος. Η κοινωνία αυτή έχει μια ασυνήθιστα υψηλή και βλαβερή εξάρτηση από τις διάφορες ομάδες New Age, την πνευματικότητα και τους ψυχολόγους για να αλλάζει, να διαχειρίζεται και να λύνει διάφορες συγκρούσεις και προβλήματα. Προφανώς, κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια και η ψυχολογία πράγματι βοηθάει. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των μορφών διεξόδου ασχολείται με το να κατασκευάζει απλώς ευτυχία, ψυχραιμία, χαλάρωση και αποστασιοποίηση. Η δημιουργία ευχαριστημένων ψυχών καταλήγει να δημιουργεί μια μορφή αταραξίας, παθητικότητας και αδράνειας απέναντι στον κόσμο. Όταν εκείνο που χρειάζεται είναι να αμφισβητήσουμε σοβαρά ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του πολιτικού και θεσμικού μας πλαισίου, αυτή η παθητικότητα –με τη μορφή της έμμονης ενασχόλησης με τον εαυτό και της αναζήτησης της σωστής ψυχοσύνθεσης– είναι ανησυχητική, ακόμη και επικίνδυνη.

Οι ψυχολογιοποιημένοι εαυτοί είναι υπερβολικά απορροφημένοι από την ευεξία και τα συναισθήματά τους. Είναι εαυτοί που πιστεύουν ότι αν δουλέψουν αρκετά με τον εαυτό τους, τότε θα αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο · ή πως ο εξωτερικός κόσμος δεν έχει σημασία, παρά μόνο ο εσωτερικός, και πως οι συγκρούσεις μπορούν πάντα να λυθούν με το να βρούμε έναν ώριμο τρόπο για να επικοινωνήσουμε. Οι κοινωνικές αλλαγές δεν συμβαίνουν κατ’ αυτό τον τρόπο. Η ψυχολογία παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, μέσω της ιδιωτικοποίησης των προβλημάτων καθώς και μέσω της υπόσχεσης (καθώς επίσης και της επιταγής) της αυτοβελτίωσης. Ο πολιτικοποιημένος θυμός –θυμός ο οποίος προκαλείται από τους άδικους και καταχρηστικούς θεσμούςείναι ένα πολιτικό συναίσθημα, και ως τέτοιο, πρέπει να εκφράζεται και να μοιράζεται δημόσια. 

Αυτή η μεγάλη βιομηχανική οργάνωση της διαχείρισης των συναισθημάτων αποτελεί σήμερα ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας του νεοφιλελευθερισμού. Γιατί ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί τόσο καλά ως ιδεολογικό σύστημα; Επειδή ταιριάζει γάντι με την κοσμοθεωρία που επικρατεί στις δυτικές χώρες και η οποία προωθείται από την pop ψυχολογία: ότι είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τις αποτυχίες μας, ότι αν δουλέψουμε αρκετά με τον εαυτό μας μπορούμε να πετύχουμε ότι θέλουμε, ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει, παρά μόνο ο δικός μας τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, και πως μπορούμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας μέχρι θανάτου. Σε αυτό το σημείο, πρέπει όμως να κάνουμε κάτι ξεκάθαρο: Μια δίκαιη κοινωνία δεν είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα ελλείμματα και την αδικία της κοινωνίας τους · την αδικία των θεσμών και του χώρου εργασίας τους. Μια δίκαιη κοινωνία δεν είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι βελτιώνουν την ψυχή τους μέχρι θανάτου προκειμένου να μετριάσουν τα ελλείμματα και τις ανεπάρκειες των θεσμών τους. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν υποστηρίζει μόνο την ιδιωτικοποίηση των εθνικοποιημένων βιομηχανιών, αλλά και της ψυχής. Η ψυχολογία είναι για την ψυχή ό,τι έχει υπάρξει ο νεοφιλελευθερισμός για την αγορά: μια ιδεολογία που δικαιολογεί την αποτυχία των πολλών, προκειμένου να αιτιολογήσει και να εξυμνήσει τις επιτυχίες άλλων ως ένα κερδισμένο με κόπο και αξιοκρατικό αποτέλεσμα της ψυχικής δουλειάς που έχουν κάνει με τον εαυτό τους, με το «εσωτερικό» τους. Οφείλουμε να αντισταθούμε σε μια τέτοια κοσμοθεωρία, και να επαναφέρουμε και πάλι την πολιτική στις ψυχές μας.




Μετάφραση: Στέλλα Μαύρη
Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας 

Η πρώτη εικόνα είναι της Yael Bogen, και ο πίνακας στο τέλος του Asger Jorn.