9.4.14

Η «Δημοκρατική» Ψυχιατρική


Arran James

Όταν ακούω τη φράση «δημοκρατική ψυχιατρική», μου έρχεται κατευθείαν στο μυαλό η ρητορική περί «ενεργής συμμετοχής των χρηστών των υπηρεσιών» και η ιδεολογία της ενδυνάμωσης (empowerment). Αυτές δεν είναι οι κατευθύνσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ψυχιατρική στο μέλλον, για τον απλούστατο λόγο ότι ήδη έχει αρχίσει να τις ακολουθεί και φαίνεται ικανή να τις αφομοιώσει πλήρως. Η θέση μου είναι αντίθετη σε αυτή τη ρητορική και ιδεολογία όχι, όμως, επειδή πιστεύω πως θα καταστρέψουν την ψυχιατρική όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αλλά αντίθετα επειδή είμαι πεπεισμένος πως δεν είναι ικανές για έναν τέτοιο σκοπό.
Στις περιπτώσεις όπου η δημοκρατία γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία εκδημοκρατισμού των υπαρχόντων θεσμών, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που θυμίζει το παράδοξο του Ζήνωνα, με τον Αχιλλέα και την χελώνα. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση αφορά τη δυνατότητα διαίρεσης διαφόρων σταδίων εκδημοκρατισμού επ’ άπειρον, κάτι που καθιστά αυτή τη διαδικασία εντελώς απατηλή. Σε αυτό το παράδοξο, ο Αχιλλέας και η χελώνα βρίσκονται αντιμέτωποι σε έναν αγώνα ταχύτητας, όπου ο πρώτος κυνηγά την τελευταία. Το παράδοξο είναι το εξής: προκειμένου να φτάσει την χελώνα, ο Αχιλλέας θα πρέπει να διανύσει την απόσταση απ’ όπου ο ίδιος άρχισε να τρέχει τη στιγμή που ξεκίνησε η χελώνα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του χρόνου που χρειάζεται για να διανύσει αυτή την απόσταση, η χελώνα έχει μετακινηθεί ακόμη πιο μπροστά. Συνεπώς, ο Αχιλλέας θα πρέπει να τρέξει εξολοκλήρου στο νέο σημείο και μόλις το φτάσει, θα πρέπει να φτάσει στο επόμενο και στο επόμενο...σε σημείο όπου θα πρέπει να γεφυρώνει όλο και μικρότερες χωρικές αποστάσεις, για μια αιωνιότητα. Η κατάληξη αυτής της ιστορίας είναι πως ο Αχιλλέας ποτέ δεν πιάνει τη χελώνα, και όλοι οι θεατές επιστρέφουν στα σπίτια τους έχοντας κουραστεί από αυτόν τον ατέλειωτο λογικό παραλογισμό.
Το παράδοξο αυτό αποτελεί στην ουσία ένα γρίφο που δεν ταιριάζει με την εμπειρία μας: φυσικά και ένας ήρωας, τρανός σαν τον Αχιλλέα, θα καταφέρει να πιάσει τη χελώνα. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι πως το συγκεκριμένο παράδοξο λειτουργεί επίσης ως ένας μύθος εκδημοκρατισμού. Εννοιολογικά, είναι αβέβαιο το που ακριβώς θα πρέπει να χαράξουμε το όριο, τη διαχωριστική γραμμή, η υπέρβαση του οποίου θα σήμαινε πως η σύγχρονη ψυχιατρική έχει γίνει πραγματικά δημοκρατική. Άλλωστε, σε αντίθεση με τις κλασσικές ερμηνείες που έχουν δοθεί, ο εκδημοκρατισμός δεν αναφέρεται στην μετάβαση από ένα προ-δημοκρατικό σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, αλλά στην ατελείωτη διαδικασία της συνεχούς προσθήκης «λίγο περισσότερης δημοκρατίας». Κατ’ αυτό τον τρόπο αντιλαμβάνομαι τη διαδικασία εκδημοκρατισμού της ψυχιατρικής: σαν μια προσπάθεια να αυξηθεί η ενεργός συμμετοχή όσων λαμβάνουν θεραπεία, των σημαντικών άλλων και των οικογενειών τους, στον σχεδιασμό και την αναθεώρηση των ψυχιατρικών υπηρεσιών. Πολύ ωραία όλα τούτα, ωστόσο θεωρητικά, μια τέτοιου είδους ενίσχυση της ενεργού συμμετοχής μπορεί να διαιρεθεί επ’ άπειρον σε ακόμη μικρότερες πράξεις. Με πρακτικούς όρους, αυτό συμβαίνει στο συμβολισμό (tokenism) με τον οποίο έρχονται αντιμέτωποι πολλοί ψυχιατρικοί επιζώντες στον τρόπο με τον οποίο η ψυχιατρική έχει σφετεριστεί αυτή την ατζέντα εκδημοκρατισμού.
Στην πράξη, ο εκδημοκρατισμός της ψυχιατρικής έχει καταλήξει να αναφέρεται στην αυξανόμενη συμμετοχή κάποιων σε ένα σύστημα που βασίζεται κατ’ ανάγκη στη διανοητική εξουσία της ιατρικής, παρόλο που το επιστημονικό της υπόβαθρο είναι σχεδόν απόλυτα ψευδές. Ωστόσο, όταν ένα σύστημα διακυβέρνησης μιμείται την διανοητική εξουσία των ειδικών, βασίζεται σε αυτή, και προωθεί τις δικές του αντιλήψεις «αυθεντίας» ως αδιαμφισβήτητες αναγκαιότητες, τότε αυτή η διανοητική εξουσία γίνεται μέσο ανόδου μιας μορφής απολυταρχισμού. Ο εκδημοκρατισμός της ψυχιατρικής, δηλαδή, δεν πρόκειται για μια μετάβαση σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, αλλά στην ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της διαφωνίας εντός της ψυχιατρικής, ώστε να εξουδετερώνεται. Με άλλα λόγια, όταν οι διάφοροι απολυταρχισμοί δεν μπορούν πλέον να παραμελούν, να αποκλείουν και γενικότερα να καταστρέφουν όσους έχουν γραπώσει, καταλήγουν να γίνονται τρομερά επιδέξιοι στη διαχείριση, στις διαπραγματεύσεις, και κατ’ επέκταση, στην ενσωμάτωση και τον κατευνασμό της αντίθεσης.
Παρόλο που έχει συμβεί μια σημαντική βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης των ασθενών και στον τρόπο μεταχείρισής τους από τις «υπηρεσίες» (ο όρος αυτός, βέβαια, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας σχέσης καταναλωτή-προϊόντος, που δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση) σε σχέση με τις απαρχές της ψυχιατρικής, αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ενός μετασχηματισμού της ίδιας της ψυχιατρικής. Χωρίς έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της ψυχιατρικής, ο εκδημοκρατισμός είναι απλώς η προσπάθεια δημιουργίας ενός χώρου εντός της ψυχιατρικής, και άρα εκτός του πολιτικού πεδίου, που θυμίζει ένα αγωνιστικό παιχνίδι διαφόρων φωνών. Φυσικά, αυτή η πολυφωνία γίνεται ανεκτή ή ακόμη και ενθαρρύνεται, αλλά πάντα εντός συγκεκριμένων ορίων, που καθορίζονται από τα όρια της ίδιας της ψυχιατρικής: Όπως ακριβώς ισχύει και στα δημοκρατικά πολιτικά καθεστώτα, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις ό,τι θέλεις, αρκεί να διαλέξεις μία από τις επιλογές που έχουν ήδη επιλεγεί για εσένα.


Η θέση που υποστηρίζω είναι πως αυτοί που επηρεάζονται από μία απόφαση θα πρέπει επίσης να παίρνουν αυτή την απόφαση. Στην ψυχιατρική, ωστόσο, η υπεράσπιση αυτής της θέσης, δεν είναι και τόσο απλή: δεν μπορούμε, στην πραγματικότητα, να επιτρέψουμε απλόχερα σε ψυχωτικούς να παίρνουν αποφάσεις για τη φροντίδα που θα παίρνουν, ούτε μπορούμε να επιτρέψουμε σε βίαιους ανθρώπους να έχουν τον τελευταίο λόγο στο αν πρέπει τα σώματά τους να υποβάλλονται σε περιορισμό. Αυτές είναι εύλογες ενστάσεις, τους διαφεύγει όμως η ουσία του ζητήματος, αφού παραμένουν προσκολλημένες στην ιδεολογία της «ενδυνάμωσης», που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η εφαρμογή ενός ατομοποιητικού ατομικισμού (atomising individualism) στους ανθρώπους που ήδη βιώνουν τις πιο έντονες επιπτώσεις αυτής της ιδεολογίας.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να εφαρμοστεί αυτή η αρχή αναμφισβήτητα, η κατ’ εξοχήν αρχή της δημοκρατίας; Μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εφόσον αντιληφθούμε ότι οι άνθρωποι που παίρνουν τις αποφάσεις δεν είναι μόνο ψυχιατρικά υποκείμενα, αλλά έχουν την ικανότητα να αποφασίζουν για αυτά τα ζητήματα (ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις διάφορες λεπτές αποχρώσεις της ψυχιατρικής όπως αυτή αντιλαμβάνεται σήμερα τον εαυτό της). Πρέπει να είναι κανείς ψυχίατρος, για να γνωρίζει τι είναι καλύτερο για έναν άνθρωπο; Δε νομίζω. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται ο χώρος της ψυχιατρικής στις μέρες μας, είναι η εμπειρία της μη-αυθεντίας.
Ακούμε πολλά για την ιδέα του «εξ εμπειρίας ειδικού». Ορισμένοι υπερασπίζονται αυτήν την ιδέα ισχυριζόμενοι πως μόνο ο άνθρωπος που βιώνει ψυχική δυσφορία μπορεί την καταλάβει και πως ο επαγγελματίας θα πρέπει να ακούει και να είναι δεκτικός. Αυτό συνιστά μια προσπάθεια εξισορρόπησης των σχέσεων εξουσίας εντός της ψυχιατρικής και διάρρηξης της κατανομής διαφόρων ρόλων «αυθεντίας», μέσω της ενίσχυσης της προσωπικής και συλλογικής αντι-γνώσης. Η πρακτική αυτή, ωστόσο, έχει ενσωματωθεί στα εκπαιδευτικά προγράμματα της ψυχιατρικής και της νοσηλευτικής, χωρίς να έχει οδηγήσει σε κάποια σημαντική αλλαγή. Η ψυχική δυσφορία εξακολουθεί να παθολογικοποιείται, οι απόψεις που δεν εντάσσονται στο δημοκρατικό καθεστώς ακόμη θεωρούνται «συμπεριφορικές» ή «ασταθείς» κτλ., ενώ η επικράτηση κίβδηλων τρόπων θεραπείας εξακολουθεί να καταστρέφει την ικανότητα των ανθρώπων να συμμετάσχουν στις διαδικασίες της δικής τους φροντίδας –με την πλήρη νομική υποστήριξη του κράτους.
Δεν εκπλήσσομαι καθόλου. Ούτως ή άλλως, το επιχείρημα περί «αυθεντίας» δεν είναι απελευθερωτικό ή χειραφετητικό, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένο στη διαδικασία δημοκρατικής διοίκησης των διαφόρων θέσεων. Τόσο ο ασθενής όσο και ο γιατρός θεωρούνται ειδικοί και αυτή η κοινή τους ειδημοσύνη είναι συμπληρωματική και αμοιβαία. Στην κλινική πρακτική, συνήθως, αυτή η ειδημοσύνη είναι συχνά η ειδημοσύνη του ατόμου, είτε αυτό είναι ο/η γιατρός, οι νοσοκόμομοι/ες, είτε οι ασθενείς/πελάτες/καταναλωτές υπηρεσιών και οι επιζώντες της ψυχιατρικής, ενώ με όρους διαμόρφωσης δημόσιων πολιτικών, αυτή η ειδημοσύνη αποτελεί συχνά προνόμιο συγκεκριμένων ομάδων πίεσης. Ο ρηματικός (discursive) ορίζοντας αυτής της ειδημοσύνης είναι φυσικά ο ορίζοντας του ειδικού ως ειδικού, που αναγνωρίζει τον εξ εμπειρίας ειδικό ως κάποιον που διαθέτει μια μορφή ειδημοσύνης που θεωρείται «διαφορετική» από τη δική του, αλλά όπου αυτή η «διαφορετικότητα», στην πραγματικότητα σημαίνει υποδεέστερη ή απλά ενδιαφέρουσα. Η ειδική γνώση των ασθενών συνήθως θεωρείται ως τέτοια μόνο όταν βρίσκεται τυλιγμένη στην ειδημοσύνη του ίδιου του ειδικού: Ένα ανήσυχο πνεύμα θα αναγνωρίζεται  πάντα ως το πραγματικό πρόβλημα. Προσπαθώντας να διαταράξει τον λόγο του ειδικού, ο λόγος αυτού που υποφέρει καταναλώνεται από τις υπάρχουσες δομές ειδημοσύνης, όπως ένα κύτταρο καταβροχθίζει έναν ξένο οργανισμό μέσα από τη διαδικασία της φαγοκύτωσης.
Μια χειραφετητική ψυχιατρική θα έπρεπε να περιλαμβάνει μία πραγματικά δημοκρατική κίνηση, διεκδικώντας το ότι όσον αφορά την ψυχική υγεία δεν υπάρχει καμία ειδημοσύνη και κανένας ειδικός. Οι ψυχίατροι, οι νοσοκόμοι/ες, οι φαρμακολόγοι, οι άνθρωποι που βιώνουν ψυχική οδύνη, οι οικογένειες και οι φίλοι τους (καμία από αυτές τις κατηγορίες δεν είναι αποκλειστική): κανείς από εμάς δεν ξέρει τι συμβαίνει, ή το τι πρέπει να γίνει σχετικά με αυτό. Η ψυχιατρική, όμως, λειτουργεί με το να υποκρίνεται, και με το να δρα σαν να γνωρίζει, ακόμη και όταν αποδεικνύεται συστηματικά πως οι θεωρίες, τα στοιχεία και οι θεραπείες της είναι λάθος, πως δεν λειτουργούν και πως  περισσότερο βλάπτουν αντί να θεραπεύουν. 
Δεν ισχυρίζομαι πως οι μεταρρυθμίσεις είναι ασήμαντες, ούτε πως όλοι οι ακτιβιστές της ψυχικής υγείας θα πρέπει να αποσύρουν κάθε συμμετοχή τους από τις δομές της ψυχιατρικής εξουσίας. Δεν προτείνω την εγκαθίδρυση ενός μανιχαϊστικού δυισμού, όπου οι επαγγελματίες είναι οι κακοί και οι άνθρωποι που υποφέρουν ψυχικά, οι καλοί. Αντίθετα, υποστηρίζω πως η δημοκρατική ψυχιατρική δεν πραγματοποιείται πουθενά αλλού παρά εντός της εξιδανικευμένης αυτο-εικόνας της, ενώ παραμένει σύμμαχος μιας πρακτικής αυτο-διαχείρισης των ψυχιατρικών υποκειμένων εντός της ψυχιατρικής.
Όταν σκέφτομαι την δημοκρατική ψυχιατρική, σκέφτομαι για την αμφιθυμία που υπάρχει μεταξύ του εκδημοκρατισμού του ίδιου, και του ριζικού ενδεχόμενου μιας δικτατορίας των επιζώντων της ψυχιατρικής, η οποία θα στηρίζεται στην γνώση που προσφέρεται από τους ψ-επαγγελματίες, οι οποίοι, ωστόσο, πλέον δεν θα θεωρούνται ως ειδικοί στη βάση της δομικής τους θέσης. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με ένα είδος αυτοδιαχειριζόμενου οράματος όσον αφορά τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, όπου η δημοκρατία θα αποτελούσε μια υλική προϋπόθεση, παρά ένα επακόλουθο, για τη χειραφέτηση από την ψυχιατρική καταπίεση. Ήδη αρχίζουν να αναδύονται αρκετά τέτοια παραδείγματα σε όλο τον κόσμο, υπό τη μορφή ομάδων αυτο-βοήθειας, ομάδων υποστήριξης από ομοπαθείς, το δίκτυο Hearing Voices, το Soteria Project, και διάφορα άλλα. Τα κινήματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν κάποια δημοκρατική ψυχιατρική, αλλά κάτι ριζικά διαφορετικό. Αυτές οι ομάδες ήδη εφαρμόζουν μία πρακτική (praxis) που προβάλλει μία έμμεση αξίωση: την αντικατάσταση της ίδιας της ψυχιατρικής.

 

Μετάφραση: Φάνης Φίλιππας                                                                                                                   Επιμέλεια: Δίκτυο Κριτικής Ψυχολογίας